Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1173a-1174a)

[III] Οὐ μὴν οὐδ᾽ εἰ μὴ τῶν ποιοτήτων ἐστὶν ἡ ἡδονή, διὰ τοῦτ᾽ οὐδὲ τῶν ἀγαθῶν· οὐδὲ γὰρ αἱ τῆς ἀρετῆς ἐνέργειαι ποιότητές εἰσιν, οὐδ᾽ ἡ εὐδαιμονία. λέγουσι δὲ τὸ μὲν ἀγαθὸν ὡρίσθαι, τὴν δ᾽ ἡδονὴν ἀόριστον εἶναι, ὅτι δέχεται τὸ μᾶλλον καὶ [τὸ] ἧττον. εἰ μὲν οὖν ἐκ τοῦ ἥδεσθαι τοῦτο κρίνουσι, καὶ περὶ τὴν δικαιοσύνην καὶ τὰς ἄλλας ἀρετάς, καθ᾽ ἃς ἐναργῶς φασὶ μᾶλλον καὶ ἧττον τοὺς ποιοὺς ὑπάρχειν καὶ ‹πράττειν› κατὰ τὰς ἀρετάς, ἔσται ταὐτά· δίκαιοι γάρ εἰσι μᾶλλον καὶ ἀνδρεῖοι, ἔστι δὲ καὶ δικαιοπραγεῖν καὶ σωφρονεῖν μᾶλλον καὶ ἧττον. εἰ δὲ ταῖς ἡδοναῖς, μή ποτ᾽ οὐ λέγουσι τὸ αἴτιον, ἂν ὦσιν αἳ μὲν ἀμιγεῖς αἳ δὲ μικταί. καὶ τί κωλύει, καθάπερ ὑγίεια ὡρισμένη οὖσα δέχεται τὸ μᾶλλον καὶ [τὸ] ἧττον, οὕτω καὶ τὴν ἡδονήν; οὐ γὰρ ἡ αὐτὴ συμμετρία ἐν πᾶσίν ἐστιν, οὐδ᾽ ἐν τῷ αὐτῷ μία τις ἀεί, ἀλλ᾽ ἀνιεμένη διαμένει ἕως τινός, καὶ διαφέρει τῷ μᾶλλον καὶ ἧττον. τοιοῦτον δὴ καὶ τὸ περὶ τὴν ἡδονὴν ἐνδέχεται εἶναι. τέλειόν τε τἀγαθὸν τιθέντες, τὰς δὲ κινήσεις καὶ τὰς γενέσεις ἀτελεῖς, τὴν ἡδονὴν κίνησιν καὶ γένεσιν ἀποφαίνειν πειρῶνται. οὐ καλῶς δ᾽ ἐοίκασι λέγειν οὐδ᾽ εἶναι κίνησιν. πάσῃ γὰρ οἰκεῖον εἶναι δοκεῖ τάχος καὶ βραδυτής, καὶ εἰ μὴ καθ᾽ αὑτήν, οἷον τῇ τοῦ κόσμου, πρὸς ἄλλο· τῇ δ᾽ ἡδονῇ τούτων οὐδέτερον ὑπάρχει. ἡσθῆναι μὲν γὰρ ἔστι ταχέως ὥσπερ [1173b] ὀργισθῆναι, ἥδεσθαι δ᾽ οὔ, οὐδὲ πρὸς ἕτερον, βαδίζειν δὲ καὶ αὔξεσθαι καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα. μεταβάλλειν μὲν οὖν εἰς τὴν ἡδονὴν ταχέως καὶ βραδέως ἔστιν, ἐνεργεῖν δὲ κατ᾽ αὐτὴν οὐκ ἔστι ταχέως, λέγω δ᾽ ἥδεσθαι. γένεσίς τε πῶς ἂν εἴη; δοκεῖ γὰρ οὐκ ἐκ τοῦ τυχόντος τὸ τυχὸν γίνεσθαι, ἀλλ᾽ ἐξ οὗ γίνεται, εἰς τοῦτο διαλύεσθαι· καὶ οὗ γένεσις ἡ ἡδονή, τούτου ἡ λύπη φθορά. καὶ λέγουσι δὲ τὴν μὲν λύπην ἔνδειαν τοῦ κατὰ φύσιν εἶναι, τὴν δ᾽ ἡδονὴν ἀναπλήρωσιν. ταῦτα δὲ σωματικά ἐστι τὰ πάθη. εἰ δή ἐστι τοῦ κατὰ φύσιν ἀναπλήρωσις ἡ ἡδονή, ἐν ᾧ ἡ ἀναπλήρωσις, τοῦτ᾽ ἂν καὶ ἥδοιτο· τὸ σῶμα ἄρα· οὐ δοκεῖ δέ· οὐδ᾽ ἔστιν ἄρα ἡ ἀναπλήρωσις ἡδονή, ἀλλὰ γινομένης μὲν ἀναπληρώσεως ἥδοιτ᾽ ἄν τις, καὶ τεμνόμενος λυποῖτο. ἡ δόξα δ᾽ αὕτη δοκεῖ γεγενῆσθαι ἐκ τῶν περὶ τὴν τροφὴν λυπῶν καὶ ἡδονῶν· ἐνδεεῖς γὰρ γενομένους καὶ προλυπηθέντας ἥδεσθαι τῇ ἀναπληρώσει. τοῦτο δ᾽ οὐ περὶ πάσας συμβαίνει τὰς ἡδονάς· ἄλυποι γάρ εἰσιν αἵ τε μαθηματικαὶ καὶ τῶν κατὰ τὰς αἰσθήσεις αἱ διὰ τῆς ὀσφρήσεως, καὶ ἀκροάματα δὲ καὶ ὁράματα πολλὰ καὶ μνῆμαι καὶ ἐλπίδες. τίνος οὖν αὗται γενέσεις ἔσονται; οὐδενὸς γὰρ ἔνδεια γεγένηται, οὗ γένοιτ᾽ ἂν ἀναπλήρωσις. πρὸς δὲ τοὺς προφέροντας τὰς ἐπονειδίστους τῶν ἡδονῶν λέγοι τις ἂν ὅτι οὐκ ἔστι ταῦθ᾽ ἡδέα· οὐ γὰρ εἰ τοῖς κακῶς διακειμένοις ἡδέα ἐστίν, οἰητέον αὐτὰ καὶ ἡδέα εἶναι πλὴν τούτοις, καθάπερ οὐδὲ τὰ τοῖς κάμνουσιν ὑγιεινὰ ἢ γλυκέα ἢ πικρά, οὐδ᾽ αὖ λευκὰ τὰ φαινόμενα τοῖς ὀφθαλμιῶσιν· ἢ οὕτω λέγοι τις ἄν, ὅτι αἱ μὲν ἡδοναὶ αἱρεταί εἰσιν, οὐ μὴν ἀπό γε τούτων, ὥσπερ καὶ τὸ πλουτεῖν, προδόντι δ᾽ οὔ, καὶ τὸ ὑγιαίνειν, οὐ μὴν ὁτιοῦν φαγόντι· ἢ τῷ εἴδει διαφέρουσιν αἱ ἡδοναί· ἕτεραι γὰρ αἱ ἀπὸ τῶν καλῶν τῶν ἀπὸ τῶν αἰσχρῶν, καὶ οὐκ ἔστιν ἡσθῆναι τὴν τοῦ δικαίου μὴ ὄντα δίκαιον οὐδὲ τὴν τοῦ μουσικοῦ μὴ ὄντα μουσικόν, ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων. ἐμφανίζειν δὲ δοκεῖ καὶ ὁ φίλος ἕτερος ὢν τοῦ κόλακος οὐκ οὖσαν ἀγαθὸν τὴν ἡδονὴν ἢ διαφόρους εἴδει· ὃ μὲν γὰρ πρὸς τἀγαθὸν ὁμιλεῖν δοκεῖ, ὃ δὲ πρὸς ἡδονήν, καὶ τῷ μὲν ὀνειδίζεται, τὸν δ᾽ [1174a] ἐπαινοῦσιν ὡς πρὸς ἕτερα ὁμιλοῦντα. οὐδείς τ᾽ ἂν ἕλοιτο ζῆν παιδίου διάνοιαν ἔχων διὰ βίου, ἡδόμενος ἐφ᾽ οἷς τὰ παιδία ὡς οἷόν τε μάλιστα, οὐδὲ χαίρειν ποιῶν τι τῶν αἰσχίστων, μηδέποτε μέλλων λυπηθῆναι. περὶ πολλά τε σπουδὴν ποιησαίμεθ᾽ ἂν καὶ εἰ μηδεμίαν ἐπιφέροι ἡδονήν, οἷον ὁρᾶν, μνημονεύειν, εἰδέναι, τὰς ἀρετὰς ἔχειν. εἰ δ᾽ ἐξ ἀνάγκης ἕπονται τούτοις ἡδοναί, οὐδὲν διαφέρει· ἑλοίμεθα γὰρ ἂν ταῦτα καὶ εἰ μὴ γίνοιτ᾽ ἀπ᾽ αὐτῶν ἡδονή.
Ὅτι μὲν οὖν οὔτε τἀγαθὸν ἡ ἡδονὴ οὔτε πᾶσα αἱρετή, δῆλον ἔοικεν εἶναι, καὶ ὅτι εἰσί τινες αἱρεταὶ καθ᾽ αὑτὰς διαφέρουσαι τῷ εἴδει ἢ ἀφ᾽ ὧν. τὰ μὲν οὖν λεγόμενα περὶ τῆς ἡδονῆς καὶ λύπης ἱκανῶς εἰρήσθω.

[3] Από την άλλη, αν η ηδονή δεν ανήκει στις ποιότητες, δεν θα πει ότι για τον λόγο αυτό δεν ανήκει και στα αγαθά — μήπως είναι ποιότητες οι ενέργειες της αρετής ή η ευδαιμονία;
Λένε, επίσης, ότι το αγαθό είναι κάτι το σαφώς καθορισμένο, ενώ η ηδονή δεν είναι, αφού επιδέχεται το περισσότερο και το λιγότερο. Αν λοιπόν η κρίση τους αυτή βασίζεται στην αίσθηση της ηδονής, τότε το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τη δικαιοσύνη και τις άλλες αρετές, ενσχέσει με τις οποίες λέμε εντελώς καθαρά ότι οι άνθρωποι παρουσιάζουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό αυτήν ή εκείνη την ηθική ποιότητα και ότι ενεργούν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό σύμφωνα με τις επιμέρους αυτές αρετές· μπορούν, πράγματι, να είναι σε μεγαλύτερο βαθμό δίκαιοι ή ανδρείοι, όπως επίσης είναι δυνατό να πράττουν τα έργα της δικαιοσύνης ή της σωφροσύνης σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Αν όμως η κρίση τους βασίζεται στην ποικιλία των μορφών της ηδονής, τότε σίγουρα δεν δηλώνουν την πραγματική αιτία, αν πράγματι συμβαίνει αυτό που λένε, άλλες δηλαδή ηδονές να είναι αμιγείς και άλλες μεικτές. Και τί εμποδίζει, όπως ακριβώς η υγεία επιδέχεται το περισσότερο και το λιγότερο, παρόλο ότι είναι (εννοιολογικά) σαφώς καθορισμένη, το ίδιο να γίνεται και με την ηδονή; Η αναλογία και η συμμετρία δεν είναι η ίδια σε όλα τα άτομα, αλλά και στο ίδιο άτομο δεν είναι πάντοτε μία και η αυτή, αλλά μπορεί να χαλαρώνει και όμως να παραμένει ως κάποιο σημείο, που πάει να πει ότι παρουσιάζει διαφορές ως προς το περισσότερο και το λιγότερο. Τέτοια λοιπόν μπορεί να είναι και η περίπτωση της ηδονής.
Θεωρώντας επίσης ότι το αγαθό είναι κάτι το τέλειο, ενώ η κίνηση και η γένεση κάτι το ατελές, προσπαθούν να αποδείξουν ότι η ηδονή είναι κίνηση και γένεση. Δεν φαίνεται όμως να έχουν δίκαιο ούτε και στο ότι είναι κίνηση. Γιατί, όπως είναι γνωστό, το χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε κίνησης είναι η ταχύτητα και η βραδύτητα, και αν μια κίνηση δεν είναι γρήγορη ή αργή καθεαυτήν (παράδειγμα η κίνηση του ουρανού), είναι πάντως σε σχέση προς κάτι άλλο· στην ηδονή όμως δεν υπάρχει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Γιατί, ενώ είναι δυνατό να ευχαριστηθούμε γρήγορα, όπως είναι δυνατό [1173b] να οργισθούμε γρήγορα, δεν είναι δυνατό να ευχαριστιούμαστε γρήγορα, ούτε και σε σχέση προς κάποιον άλλον, ενώ είναι δυνατό να βαδίζουμε γρήγορα, να μεγαλώνουμε γρήγορα και όλα τα παρόμοια. Ενώ λοιπόν είναι δυνατό να αλλάζει κανείς και να περνάει γρήγορα ή αργά στην ηδονή, δεν είναι δυνατό να ενεργεί γρήγορα κατά την ηδονή, θέλω να πω: να αισθάνεται την ηδονή γρήγορα.
Γένεση, από την άλλη, πώς θα μπορούσε να είναι; Γιατί, κατά την κοινή αντίληψη, δεν γεννιέται το οτιδήποτε από το οτιδήποτε, αλλά το καθετί διαλύεται σ᾽ αυτό από το οποίο έχει γεννηθεί. Και τότε η λύπη θα ήταν η φθορά αυτού του οποίου η ηδονή είναι η γένεση.
Λένε, επίσης, ότι η λύπη είναι έλλειψη της φυσικής μας κατάστασης, ενώ η ηδονή η επάνοδος στη φυσική μας κατάσταση. Όμως τα δύο αυτά είναι πράγματα που έχουν να κάνουν με το σώμα. Αν λοιπόν η ηδονή είναι επάνοδος στη φυσική μας κατάσταση, τότε την ηδονή πρέπει να την αισθάνεται αυτό στο οποίο συμβαίνει αυτή η επάνοδος στη φυσική κατάσταση, άρα το σώμα· αυτό όμως από κανέναν δεν θεωρείται σωστό, και ούτε άρα ηδονή είναι η επάνοδος στη φυσική κατάσταση, αλλά τη στιγμή που συντελείται αυτή η επάνοδος, αισθάνεται κανείς την ηδονή, ακριβώς όπως αισθάνεται κανείς λύπη τη στιγμή που υφίσταται μια χειρουργική επέμβαση. Η γνώμη αυτή φαίνεται ότι έχει την αρχή της στις λύπες και στις ηδονές που σχετίζονται με την τροφή· αν, πράγματι, οι άνθρωποι νιώσουν τη σχετική έλλειψη και αισθανθούν πρώτα λύπη γι᾽ αυτό, ευχαριστιούνται με την αναπλήρωση. Αυτό όμως δεν συμβαίνει με όλες τις ηδονές: δεν προϋποθέτουν καμιά προηγούμενη λύπη οι ηδονές που σχετίζονται με τη μάθηση και τη γνώση, και από τις ηδονές που σχετίζονται με τις αισθήσεις, αυτές που σχετίζονται με την όσφρηση· το ίδιο και πολλά ακούσματα και θεάματα, μνήμες και προσδοκίες. Τίνος λοιπόν πράγματος οι ηδονές αυτές θα είναι η γένεση; Δεν υπήρξε, πράγματι, εδώ κανενός πράγματος έλλειψη, ώστε να μπορούν αυτές να είναι η αναπλήρωσή του.
Απαντώντας σ᾽ αυτούς που προβάλλουν ως παράδειγμα τις επονείδιστες ηδονές θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για πράγματα που στην πραγματικότητα δεν είναι ευχάριστα· γιατί αν είναι ευχάριστα σε ανθρώπους που έχουν κακό, γενικά, χαρακτήρα, δεν θα πει ότι, πέρα από αυτούς, πρέπει να θεωρηθούν ευχάριστα και για όλους τους άλλους — ακριβώς όπως δεν πρέπει, τα πράγματα που είναι υγιεινά ή γλυκά ή πικρά για τους αρρώστους, να θεωρήσουμε ότι είναι το ίδιο και για τους άλλους, και ούτε πάλι ότι είναι πράγματι λευκά όσα φαίνονται λευκά σ᾽ αυτούς που υποφέρουν από οφθαλμία. Θα μπορούσε, επίσης, κανείς να απαντήσει και έτσι, ότι οι ηδονές είναι, βέβαια, επιθυμητές και άξιες επιλογής και προτίμησης, όχι όμως και αυτές που προέρχονται από τέτοιου και τέτοιου είδους πράγματα — ακριβώς όπως είναι επιθυμητός και ο πλούτος, όχι όμως ως ανταμοιβή προδοσίας, το ίδιο και η υγεία, όχι όμως ως επακόλουθο κατανάλωσης οποιασδήποτε τροφής. Μπορεί, επίσης, κανείς να απαντήσει και έτσι, ότι ηδονής υπάρχουν διάφορα είδη· άλλες, πράγματι, είναι οι ηδονές που προέρχονται από ωραία πράγματα και άλλες αυτές που προέρχονται από άσχημα πράγματα, και ούτε είναι δυνατό να νιώσει κανείς την ηδονή του δικαίου, αν δεν είναι δίκαιος, όπως δεν μπορεί να νιώσει την ηδονή του μουσικού, αν δεν είναι μουσικός, και ούτω καθεξής.
Η διαφορά, εξάλλου, που υπάρχει ανάμεσα στον φίλο και στον κόλακα φαίνεται ότι κάνει φανερό ότι η ηδονή δεν είναι πάντοτε κάτι το αγαθό ή ότι υπάρχουν περισσότερα είδη ηδονής· γιατί ενώ η συναναστροφή του φίλου φαίνεται ότι έχει ως στόχο της το αγαθό, η συναναστροφή του κόλακα έχει ως στόχο της την ευχαρίστηση, και ο μεν κόλακας ψέγεται, ενώ τον φίλο [1174a] τον επαινούμε, γιατί η συναναστροφή του αποβλέπει σε άλλα πράγματα. Και, ακόμη, κανείς δεν θα ήθελε να ζει έχοντας σε όλη του τη ζωή το μυαλό ενός παιδιού, ακόμη και αν θα μπορούσε να ευχαριστιέται στον μέγιστο βαθμό με τα πράγματα με τα οποία ευχαριστιούνται τα παιδιά· όπως δεν θα ήθελε επίσης να εξασφαλίζει για τον εαυτό του ευχαρίστηση με αντίτιμο μια πράξη από τις πιο άσχημες, έστω και αν δεν επρόκειτο ποτέ να αισθανθεί εξαιτίας της λύπη. Αντίθετα, για πολλά πράγματα θα δείχναμε ιδιαίτερο ζήλο, ακόμη και αν δεν μας προκαλούσαν καμιά ευχαρίστηση — τέτοια είναι, επιπαραδείγματι, το να βλέπουμε, το να θυμούμαστε, το να αποκτούμε γνώσεις, το να είμαστε κάτοχοι αρετών. Αν, τώρα, όλα αυτά συνοδεύονται —κατά φυσική ανάγκη— από ηδονές, αυτό δεν αλλάζει τίποτε· γιατί όλα αυτά είναι πράγματα που θα τα επιλέγαμε και θα τα θέλαμε για τον εαυτό μας, ακόμη και αν δεν μας προκαλούσαν καμιά ευχαρίστηση.
Φαίνεται λοιπόν πως έγινε φανερό ότι η ηδονή δεν είναι το ύψιστο αγαθό, αλλά και ότι κάθε ηδονή δεν είναι άξια επιλογής και προτίμησης· επίσης ότι κάποιες ηδονές είναι επιθυμητές καθεαυτές, που διαφέρουν από τις άλλες ως προς τη φύση τους ή λόγω της προέλευσής τους. Ας θεωρηθούν λοιπόν αρκετά όσα είπαμε σχετικά με τις θεωρίες που διατυπώθηκαν για την ηδονή και τη λύπη.