Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ρητορική (1394b-1395b)

Φανερὸν οὖν ἐκ τῶν εἰρημένων πόσα τε εἴδη γνώμης, καὶ περὶ ποῖον ἕκαστον ἁρμόττει· περὶ μὲν γὰρ τῶν ἀμφισβητουμένων ἢ παραδόξων μὴ ἄνευ ἐπιλόγου, ἀλλ᾽ ἢ προθέντα τὸν ἐπίλογον γνώμῃ χρῆσθαι τῷ συμπεράσματι (οἷον εἴ τις εἴποι «ἐγὼ μὲν οὖν, ἐπειδὴ οὔτε φθονεῖσθαι δεῖ οὔτ᾽ ἀργὸν εἶναι, οὔ φημι χρῆναι παιδεύεσθαι»), ἢ τοῦτο προειπόντα ἐπειπεῖν τὰ ἔμπροσθεν· περὶ δὲ τῶν μὴ παραδόξων ἀδήλων δὲ προστιθέντα τὸ διότι στρογγυλώτατα. ἁρμόττει δ᾽ ἐν τοῖς τοιούτοις καὶ τὰ Λακωνικὰ ἀποφθέγματα καὶ τὰ αἰνιγματώδη, οἷον εἴ [1395a] τις λέγει ὅπερ Στησίχορος ἐν Λοκροῖς εἶπεν, ὅτι οὐ δεῖ ὑβριστὰς εἶναι, ὅπως μὴ οἱ τέττιγες χαμόθεν ᾄδωσιν. ἁρμόττει δὲ γνωμολογεῖν ἡλικίᾳ μὲν πρεσβυτέρων, περὶ δὲ τούτων ὧν ἔμπειρός τίς ἐστιν, ὥστε τὸ μὲν μὴ τηλικοῦτον ὄντα γνωμολογεῖν ἀπρεπὲς ὥσπερ καὶ τὸ μυθολογεῖν, περὶ δὲ ὧν ἄπειρος, ἠλίθιον καὶ ἀπαίδευτον. σημεῖον δὲ ἱκανόν· οἱ γὰρ ἀγροῖκοι μάλιστα γνωμοτύποι εἰσὶ καὶ ῥᾳδίως ἀποφαίνονται.
Καθόλου δὲ μὴ ὄντος καθόλου εἰπεῖν μάλιστα ἁρμόττει ἐν σχετλιασμῷ καὶ δεινώσει, καὶ ἐν τούτοις ἢ ἀρχόμενον ἢ ἀποδείξαντα. χρῆσθαι δὲ δεῖ καὶ ταῖς τεθρυλημέναις καὶ κοιναῖς γνώμαις, ἐὰν ὦσι χρήσιμοι· διὰ γὰρ τὸ εἶναι κοιναί, ὡς ὁμολογούντων πάντων, ὀρθῶς ἔχειν δοκοῦσιν, οἷον παρακαλοῦντι ἐπὶ τὸ κινδυνεύειν μὴ θυσαμένους
εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης,
καὶ ἐπὶ τὸ ἥττους ὄντας
ξυνὸς Ἐνυάλιος,
καὶ ἐπὶ τὸ ἀναιρεῖν τῶν ἐχθρῶν τὰ τέκνα καὶ μηδὲν ἀδικοῦντα
νήπιος ὃς πατέρα κτείνας παῖδας καταλείπει.
Ἔτι ἔνιαι τῶν παροιμιῶν καὶ γνῶμαί εἰσιν, οἷον παροιμία «Ἀττικὸς πάροικος». δεῖ δὲ τὰς γνώμας λέγειν καὶ παρὰ τὰ δεδημοσιευμένα (λέγω δὲ δεδημοσιευμένα οἷον τὸ «γνῶθι σαυτὸν» καὶ τὸ «μηδὲν ἄγαν»), ὅταν ἢ τὸ ἦθος φαίνεσθαι μέλλῃ βέλτιον ἢ παθητικῶς εἰρημένη. ἔστι δὲ παθητικὴ μὲν οἷον εἴ τις ὀργιζόμενος φαίη ψεῦδος εἶναι ὡς δεῖ γιγνώσκειν αὑτόν· οὗτος γοῦν εἰ ἐγίγνωσκεν ἑαυτόν, οὐκ ἄν ποτε στρατηγεῖν ἠξίωσε· τὸ δὲ ἦθος βέλτιον, ὅτι οὐ δεῖ, ὥσπερ φασίν, φιλεῖν ὡς μισήσοντας, ἀλλὰ μᾶλλον μισεῖν ὡς φιλήσοντας. δεῖ δὲ τῇ λέξει τὴν προαίρεσιν συνδηλοῦν, εἰ δὲ μή, τὴν αἰτίαν ἐπιλέγειν, οἷον οὕτως εἰπόντα, ὅτι «δεῖ δὲ φιλεῖν οὐχ ὥσπερ φασίν, ἀλλ᾽ ὡς ἀεὶ φιλήσοντα· ἐπιβούλου γὰρ θάτερον», ἢ ὧδε, «οὐκ ἀρέσκει δέ μοι τὸ λεγόμενον· δεῖ γὰρ τὸν ἀληθινὸν φίλον ὡς φιλήσοντα ἀεὶ φιλεῖν», καὶ «οὐδὲ τὸ μηδὲν ἄγαν· δεῖ γὰρ τούς γε κακοὺς ἄγαν μισεῖν».
[1395b] Ἔχουσι δ᾽ εἰς τοὺς λόγους βοήθειαν μεγάλην μίαν μὲν διὰ τὴν φορτικότητα τῶν ἀκροατῶν· χαίρουσι γὰρ ἐάν τις καθόλου λέγων ἐπιτύχῃ τῶν δοξῶν ἃς ἐκεῖνοι κατὰ μέρος ἔχουσιν. ὃ δὲ λέγω δῆλον ἔσται ὧδε, ἅμα δὲ καὶ πῶς δεῖ αὐτὰς θηρεύειν. ἡ μὲν γὰρ γνώμη, ὥσπερ εἴρηται, ἀπόφανσις καθόλου ἐστίν, χαίρουσι δὲ καθόλου λεγομένου ὃ κατὰ μέρος προϋπολαμβάνοντες τυγχάνουσι· οἷον εἴ τις γείτοσι τύχοι κεχρημένος ἢ τέκνοις φαύλοις, ἀποδέξαιτ᾽ ἂν τοῦ εἰπόντος ὅτι οὐδὲν γειτονίας χαλεπώτερον ἢ ὅτι οὐδὲν ἠλιθιώτερον τεκνοποιίας, ὥστε δεῖ στοχάζεσθαι ποῖα τυγχάνουσι προϋπολαμβάνοντες, εἶθ᾽ οὕτως περὶ τούτων καθόλου λέγειν. ταύτην τε δὴ ἔχει μίαν χρῆσιν τὸ γνωμολογεῖν, καὶ ἑτέραν κρείττω· ἠθικοὺς γὰρ ποιεῖ τοὺς λόγους. ἦθος δὲ ἔχουσιν οἱ λόγοι ἐν ὅσοις δήλη ἡ προαίρεσις· αἱ δὲ γνῶμαι πᾶσαι τοῦτο ποιοῦσιν διὰ τὸ ἀποφαίνεσθαι τὸν τὴν γνώμην λέγοντα καθόλου περὶ τῶν προαιρέσεων, ὥστε, ἂν χρησταὶ ὦσιν αἱ γνῶμαι, καὶ χρηστοήθη φαίνεσθαι ποιοῦσι τὸν λέγοντα.
Περὶ μὲν οὖν γνώμης, καὶ τί ἐστι καὶ πόσα εἴδη ταύτης καὶ πῶς χρηστέον αὐτῇ καὶ τίνα ὠφέλειαν ἔχει, εἰρήσθω ταῦτα.

Από όσα λοιπόν έχουμε πει ως τώρα έγιναν φανερά δύο πράγματα: α) πόσων ειδών γνωμικά υπάρχουν, β) σε τί είδους συμφραζόμενα ταιριάζει το καθένα τους: Στις περιπτώσεις που το περιεχόμενο του γνωμικού είναι έντονα αμφισβητούμενο ή είναι αντίθετο προς την κοινή γνώμη, η επεξηγηματική πρόταση δεν μπορεί να λείπει, αλλά πρέπει ή να χρησιμοποιείται ως συμπέρασμα το γνωμικό με την επεξηγηματική πρόταση τοποθετημένη στην αρχή (όπως, επί παραδείγματι, όταν λέει κανείς: «επειδή δεν πρέπει ούτε τον φθόνο να προκαλεί κανείς ούτε να μένει οκνός, φρονώ ότι δεν πρέπει τα παιδιά να μορφώνονται με περισσή σοφία») ή, αφού ειπωθεί πρώτα αυτό, να προστεθεί ύστερα και η προηγούμενη φράση. Στις περιπτώσεις, πάλι, που το περιεχόμενο των γνωμικών δεν είναι αντίθετο προς την κοινή γνώμη, είναι όμως ασαφές, η αιτία πρέπει να προστίθεται με όσο γίνεται μεγαλύτερη σαφήνεια. Στις περιπτώσεις αυτές ταιριάζουν, επίσης, τα λακωνικά αποφθέγματα, καθώς και τα αινιγματικά γνωμικά, όπως, π.χ., [1395a] αν ήθελε κανείς να μιλήσει με τον τρόπο που μίλησε ο Στησίχορος στους Λοκρούς, όταν τους είπε ότι δεν πρέπει να είναι προκλητικοί και αλαζόνες, για να μην αρχίσουν τα τζιτζίκια τους να λένε το τραγούδι τους από κάτω, από το χώμα. Να χρησιμοποιούν γνωμικά στον λόγο τους ταιριάζει, από πλευράς ηλικίας, στα ηλικιωμένα άτομα· επίσης ενσχέσει με πράγματα για τα οποία διαθέτει κανείς την ανάλογη πείρα. Συμπέρασμα: Το να χρησιμοποιεί κανείς στον λόγο του γνωμικά ενώ δεν βρίσκεται σε τέτοια ηλικία, είναι κάτι το αταίριαστο, όπως είναι αταίριαστο και το να διηγείται ιστορίες· το να μιλάει επίσης για πράγματα για τα οποία δεν έχει καμιά πείρα, είναι σκέτη ανοησία και δείχνει έλλειψη μόρφωσης και καλλιέργειας. Ιδού και μια ικανοποιητική απόδειξη γι᾽ αυτό: οι ακαλλιέργητοι άνθρωποι που ζουν στα χωριά είναι αυτοί που περισσότερο από κάθε άλλον μιλούν με γνωμικά και εύκολα εκφράζονται μέσω αυτών.
Η χρησιμοποίηση γενικευτικών εκφράσεων σε κάτι που δεν έχει γενικό χαρακτήρα, ταιριάζει ιδιαίτερα για την έκφραση μεγάλου παράπονου ή αγανάκτησης— και τότε ή στην αρχή του λόγου ή μετά από την απόδειξη. Πρέπει, επίσης, να χρησιμοποιεί κανείς και τα πιο κοινά και τετριμμένα γνωμικά, εφόσον είναι χρήσιμα: με το να είναι κοινά τα γνωμικά αυτά λογαριάζονται σωστά, καθώς συγκεντρώνουν την κοινή αποδοχή όλων· π.χ. ένας που παρακινεί τους στρατιώτες του να μπουν στον κίνδυνο πριν από την καθιερωμένη θυσία, ταιριάζει να λέει
ο πιο καλός ο οιωνός ο πόλεμος για την πατρίδα·
και αν παρακινεί να μπουν στον κίνδυνο άνθρωποι που αριθμητικά είναι υποδεέστεροι, (ταιριάζει κανείς να τους λέει)
ο θεός του πολέμου δεν κάνει διακρίσεις·
όταν, επίσης, παρακινεί τους στρατιώτες του να σκοτώνουν τα παιδιά των εχθρών τους, (ταιριάζει να λέει)
τρελός όποιος, έχοντας σκοτώσει τον πατέρα, αφήνει ζωντανά τα παιδιά.
Επίσης μερικές παροιμίες είναι και γνωμικά· παράδειγμα η παροιμία «Αθηναίος γείτονας». Γνωμικά πρέπει να χρησιμοποιεί ο ρήτορας ακόμη και αν το περιεχόμενό τους έρχεται σε αντίθεση με την τρέχουσα πάγκοινη σοφία («τρέχουσα πάγκοινη σοφία» ονομάζω π.χ. το «γνῶθι σαυτόν» και το «μηδὲν ἄγαν»· (αυτό ο ρήτορας θα το κάνει για δύο λόγους): α) αν είναι με τον τρόπο αυτό ο χαρακτήρας του να φανεί καλύτερος στα μάτια τον ακροατών του, β) αν είναι με τον τρόπο αυτό ο λόγος του να αποκτήσει όλα τα χαρακτηριστικά του πάθους. «Ο λόγος του να αποκτήσει όλα τα χαρακτηριστικά του πάθους» σημαίνει να πει, π.χ., ο ρήτορας, κυριευμένος από οργή, πως δεν είναι αλήθεια ότι πρέπει κανείς να γνωρίζει καλά τον εαυτό του· ο τάδε, επί παραδείγματι, αν γνώριζε καλά τον εαυτό του, δεν θα το έβρισκε ποτέ σωστό να γίνει στρατηγός· ο «καλύτερος χαρακτήρας», πάλι, που είπαμε παραπάνω σημαίνει ότι ο ρήτορας θα μπορούσε να πει ότι δεν πρέπει, όπως λένε, να αγαπούν οι άνθρωποι σαν να πρόκειται κάποια στιγμή στο μέλλον να μισήσουν, αλλά μάλλον να μισούν σαν να πρόκειται κάποια στιγμή στο μέλλον να αγαπήσουν. Ο ρήτορας όμως πρέπει, μέσω του λόγου του, να συνδηλώνει και την προσωπική του (ηθική) προτίμηση και επιλογή· αλλιώς, με μια επεξηγηματική πρόταση να δίνει την αιτία, λέγοντας κάτι σαν αυτό, ότι «πρέπει να αγαπάει κανείς όχι με τον τρόπο που λένε, αλλά σαν να πρόκειται να αγαπάει για πάντα· γιατί ο άλλος τρόπος δείχνει άνθρωπο επίβουλο»· ή λέγοντας: «Αυτό που λένε οι άνθρωποι εμένα δεν μου αρέσει· γιατί ο αληθινός φίλος πρέπει να αγαπάει σαν να πρόκειται να αγαπάει πάντα». Επίσης να λέει: «Ούτε και το μηδὲν ἄγαν μου αρέσει· γιατί τους κακούς πρέπει, βέβαια, να τους μισούμε ἄγαν».
[1395b] Η βοήθεια που προσφέρουν στους ρητορικούς λόγους τα γνωμικά είναι μεγάλη, πρώτον λόγω της έλλειψης καλλιέργειας στο ακροατήριο. Οι ακροατές ευχαριστιούνται, πράγματι, όταν κανείς, μιλώντας γενικά, φτάνει σε ιδέες που εκείνοι τις έχουν ενσχέσει με μια επιμέρους περίπτωση. Αυτό που λέω θα γίνει φανερό με τον ακόλουθο τρόπο — την ίδια στιγμή θα γίνει φανερό και με ποιόν τρόπο ο ρήτορας πρέπει να θηρεύει τα γνωμικά: Το γνωμικό, όπως το είπαμε ήδη, είναι μια απόφανση που εκφράζει κάτι το γενικό· οι ακροατές, λοιπόν, ευχαριστιούνται να ακούν να λέγεται ως γενικό κάτι που τυχαίνει να ήταν ήδη η δική τους άποψη σε μια επιμέρους περίπτωση. Αν, επί παραδείγματι, συμβεί κάποιος να μην έχει καλούς γείτονες ή να μην έχει καλά παιδιά, θα ακούσει με ευχαρίστηση αυτόν που λέει πως δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από τη γειτνίαση ή ότι δεν υπάρχει ηλιθιότερο πράγμα από την τεκνοποιία. Όλα αυτά θα πουν ότι ο ρήτορας πρέπει να επισημαίνει τί λογής προϊδεασμούς τυχαίνει να έχουν οι ακροατές και ύστερα να μιλάει με τρόπο γενικό γι᾽ αυτούς τους προϊδεασμούς με τον τρόπο που περιγράψαμε. Αυτό λοιπόν είναι το ένα όφελος από τη διατύπωση και χρήση των γνωμικών, υπάρχει όμως και άλλο ένα σπουδαιότερο: είναι ότι τα γνωμικά δίνουν ηθικό περιεχόμενο στους ρητορικούς λόγους. Ηθικό χαρακτήρα έχουν οι λόγοι στους οποίους είναι φανερή η (ηθική) προτίμηση και επιλογή του ρήτορα. Το πράγμα αυτό το πετυχαίνουν τα γνωμικά επειδή αυτός που λέει ένα γνωμικό δηλώνει με μια γενική διατύπωση τις προσωπικές του (ηθικές) προτιμήσεις και επιλογές, με αποτέλεσμα, αν τα γνωμικά είναι ηθικά σωστά, να κάνουν να φαίνεται άνθρωπος με καλό χαρακτήρα και αυτός που τα λέει.
Για το θέμα λοιπόν των γνωμικών —τί είναι ένα γνωμικό, πόσα είδη γνωμικών υπάρχουν, πώς πρέπει να χρησιμοποιούνται και ποιά τα οφέλη από τη χρήση τους— ας θεωρηθούν αρκετά αυτά που είπαμε.