Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ρητορική (1384a-1385a)

Ἃ μὲν οὖν αἰσχύνονται, ταῦτ᾽ ἐστὶ καὶ τὰ τοιαῦτα· ἐπεὶ δὲ περὶ ἀδοξίας φαντασία ἐστὶν ἡ αἰσχύνη, καὶ ταύτης αὐτῆς χάριν ἀλλὰ μὴ τῶν ἀποβαινόντων, οὐδεὶς δὲ τῆς δόξης φροντίζει ἀλλ᾽ ἢ διὰ τοὺς δοξάζοντας, ἀνάγκη τούτους αἰσχύνεσθαι ὧν λόγον ἔχει· λόγον δὲ ἔχει τῶν θαυμαζόντων, καὶ οὓς θαυμάζει, καὶ ὑφ᾽ ὧν βούλεται θαυμάζεσθαι, καὶ πρὸς οὓς φιλοτιμεῖται, καὶ ὧν μὴ καταφρονεῖ τῆς δόξης· θαυμάζεσθαι μὲν οὖν βούλονται ὑπὸ τούτων καὶ θαυμάζουσι τούτους ὅσοι τι ἔχουσιν ἀγαθὸν τῶν τιμίων, ἢ παρ᾽ ὧν τυγχάνουσιν δεόμενοι σφόδρα τινὸς ὧν ἐκεῖνοι κύριοι, οἷον οἱ ἐρῶντες· φιλοτιμοῦνται δὲ πρὸς τοὺς ὁμοίους· φροντίζουσι δ᾽ ὡς ἀληθευόντων τῶν φρονίμων, τοιοῦτοι δ᾽ οἵ τε πρεσβύτεροι καὶ οἱ πεπαιδευμένοι. καὶ τὰ ἐν ὀφθαλμοῖς καὶ τὰ ἐν φανερῷ μᾶλλον (ὅθεν καὶ ἡ παροιμία τὸ ἐν ὀφθαλμοῖς εἶναι αἰδῶ)· διὰ τοῦτο τοὺς ἀεὶ παρεσομένους μᾶλλον αἰσχύνονται καὶ τοὺς [1384b] προσέχοντας αὐτοῖς, διὰ τὸ ἐν ὀφθαλμοῖς ἀμφότερα. καὶ τοὺς μὴ περὶ ταὐτὰ ἐνόχους· δῆλον γὰρ ὅτι τἀναντία δοκεῖ τούτοις. καὶ τοὺς μὴ συγγνωμονικοὺς τοῖς φαινομένοις ἁμαρτάνειν· ἃ γάρ τις αὐτὸς ποιεῖ, ταῦτα λέγεται τοῖς πέλας οὐ νεμεσᾶν, ὥστε ἃ μὴ ποιεῖ, δῆλον ὅτι νεμεσᾷ. καὶ τοὺς ἐξαγγελτικοὺς πολλοῖς· οὐδὲν γὰρ διαφέρει μὴ δοκεῖν ἢ μὴ ἐξαγγέλλειν· ἐξαγγελτικοὶ δὲ οἵ τε ἠδικημένοι, διὰ τὸ παρατηρεῖν, καὶ οἱ κακολόγοι· εἴπερ γὰρ καὶ τοὺς μὴ ἁμαρτάνοντας, ἔτι μᾶλλον τοὺς ἁμαρτάνοντας. καὶ οἷς ἡ διατριβὴ ἐπὶ ταῖς τῶν πέλας ἁμαρτίαις, οἷον χλευασταῖς καὶ κωμῳδοποιοῖς· κακολόγοι γάρ πως οὗτοι καὶ ἐξαγγελτικοί. καὶ ἐν οἷς μηδὲν ἀποτετυχήκασιν· ὥσπερ γὰρ θαυμαζόμενοι διάκεινται· διὸ καὶ τοὺς πρῶτον δεηθέντας τι αἰσχύνονται ὡς οὐδέν πω ἠδοξηκότες ἐν αὐτοῖς· τοιοῦτοι δὲ οἱ ἄρτι βουλόμενοι φίλοι εἶναι (τὰ γὰρ βέλτιστα τεθέανται· διὸ εὖ ἔχει ἡ τοῦ Εὐριπίδου ἀπόκρισις πρὸς τοὺς Συρακοσίους), καὶ τῶν πάλαι γνωρίμων οἱ μηδὲν συνειδότες. αἰσχύνονται δὲ οὐ μόνον αὐτὰ τὰ ῥηθέντα αἰσχυντηλὰ ἀλλὰ καὶ τὰ σημεῖα, οἷον οὐ μόνον ἀφροδισιάζοντες ἀλλὰ καὶ τὰ σημεῖα αὐτοῦ, καὶ οὐ μόνον ποιοῦντες τὰ αἰσχρά, ἀλλὰ καὶ λέγοντες. ὁμοίως δὲ οὐ τοὺς εἰρημένους μόνον αἰσχύνονται, ἀλλὰ καὶ τοὺς δηλώσοντας αὐτοῖς, οἷον θεράποντας καὶ φίλους τούτων. ὅλως δὲ οὐκ αἰσχύνονται οὔθ᾽ ὧν πολὺ καταφρονοῦσι τῆς δόξης τοῦ ἀληθεύειν (οὐδεὶς γὰρ παιδία καὶ θηρία αἰσχύνεται), οὔτε ταὐτὰ τοὺς γνωρίμους καὶ τοὺς ἀγνῶτας, ἀλλὰ τοὺς μὲν γνωρίμους τὰ πρὸς ἀλήθειαν δοκοῦντα τοὺς δ᾽ ἄπωθεν τὰ πρὸς τὸν νόμον.
Αὐτοὶ δὲ ὧδε διακείμενοι αἰσχυνθεῖεν ἄν, πρῶτον μὲν εἰ ὑπάρχοιεν πρὸς αὐτοὺς ἔχοντες οὕτως τινὲς οἵους ἔφαμεν εἶναι οὓς αἰσχύνονται. ἦσαν δ᾽ οὗτοι ἢ θαυμαζόμενοι ἢ θαυμάζοντες ἢ ὑφ᾽ ὧν βούλονται θαυμάζεσθαι, ἢ ὧν δέονταί τινα χρείαν ἧς μὴ τεύξονται ἄδοξοι ὄντες, καὶ οὗτοι ἢ ὁρῶντες (ὥσπερ Κυδίας περὶ τῆς Σάμου κληρουχίας ἐδημηγόρησεν· ἠξίου γὰρ ὑπολαβεῖν τοὺς Ἀθηναίους περιεστάναι κύκλῳ τοὺς Ἕλληνας, ὡς ὁρῶντας καὶ μὴ μόνον ἀκουσομένους ἃ ἂν ψηφίσωνται), ἢ ἂν πλησίον ὦσιν οἱ τοιοῦτοι, ἢ μέλλωσιν αἰσθήσεσθαι· διὸ καὶ ὁρᾶσθαι ἀτυχοῦντες ὑπὸ τῶν ζηλούντων [1385a] ποτὲ οὐ βούλονται· θαυμασταὶ γὰρ οἱ ζηλωταί. καὶ ὅταν ἔχωσιν ἃ καταισχύνουσιν ἔργα καὶ πράγματα ἢ αὑτῶν ἢ προγόνων ἢ ἄλλων τινῶν πρὸς οὓς ὑπάρχει αὐτοῖς ἀγχιστεία τις. καὶ ὅλως ὑπὲρ ὧν αἰσχύνονται αὐτοί· εἰσὶ δ᾽ οὗτοι οἱ εἰρημένοι καὶ οἱ εἰς αὐτοὺς ἀναφερόμενοι, ἢ ὧν διδάσκαλοι ἢ σύμβουλοι γεγόνασιν, ἢ ἐὰν ὦσιν ἕτεροι ὅμοιοι πρὸς οὓς φιλοτιμοῦνται· πολλὰ γὰρ αἰσχυνόμενοι διὰ τοὺς τοιούτους καὶ ποιοῦσι καὶ οὐ ποιοῦσιν. καὶ μέλλοντες ὁρᾶσθαι καὶ ἐν φανερῷ ἀναστρέφεσθαι τοῖς συνειδόσιν αἰσχυντηλοὶ μᾶλλον εἰσίν· ὅθεν καὶ Ἀντιφῶν ὁ ποιητής, μέλλων ἀποτυμπανίζεσθαι ὑπὸ Διονυσίου, εἶπεν, ἰδὼν τοὺς συναποθνῄσκειν μέλλοντας ἐγκαλυπτομένους ὡς ᾔεσαν διὰ τῶν πυλῶν, «τί ἐγκαλύπτεσθε;» ἔφη· «ἦ μὴ αὔριόν τις ὑμᾶς ἴδῃ τούτων;»
Περὶ μὲν οὖν αἰσχύνης ταῦτα· περὶ δὲ ἀναισχυντίας δῆλον ὡς ἐκ τῶν ἐναντίων εὐπορήσομεν.

Αυτά λοιπόν και άλλα παρόμοια είναι τα πράγματα για τα οποία οι άνθρωποι αισθάνονται ντροπή. Δεδομένου, τώρα, ότι η ντροπή ξεκινάει από την ιδέα που έχουμε ενσχέσει με την απώλεια της υπόληψής μας, για την απώλεια μάλιστα αυτή καθεαυτή και όχι για τα επακόλουθά της, και δεδομένου ότι κανείς δεν νοιάζεται για τη γνώμη των άλλων καθεαυτή, παρά μόνο ενσχέσει με τους ανθρώπους που την έχουν, κατανάγκην ντροπή αισθάνεται κανείς μόνο μπροστά στους ανθρώπους που λογαριάζει και σέβεται. Λογαριάζει λοιπόν και σέβεται αυτούς που τον θαυμάζουν, αυτούς που θαυμάζει και αυτούς που θέλει να τον θαυμάζουν· επίσης αυτούς με τους οποίους αναμετριέται και αυτούς των οποίων δεν περιφρονεί τη γνώμη. Οι άνθρωποι θέλουν να θαυμάζονται από αυτούς που— και θαυμάζουν αυτούς που έχουν κάποιο από τα αγαθά που εκτιμούν οι άνθρωποι, ή αυτούς από τους οποίους συμβαίνει να χρειάζονται πάρα πολύ κάτι που εκείνοι το έχουν στην κυριότητά τους (αυτή είναι π.χ. η περίπτωση των ερωτευμένων). Οι άνθρωποι, πάλι, αναμετριούνται με τους ομοίους τους. Λογαριάζουν, επίσης, και σέβονται τους φρόνιμους ανθρώπους, επειδή αυτοί πετυχαίνουν και λένε την αλήθεια· τέτοιοι είναι οι ηλικιωμένοι και οι μορφωμένοι άνθρωποι. Αισθάνονται επίσης περισσότερη ντροπή για πράγματα που γίνονται «μπροστά στα μάτια» και «στο φανερό» (εξού και η παροιμία «στα μάτια κατοικεί η ντροπή»)· αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι ντρέπονται περισσότερο αυτούς που πρόκειται να είναι συνεχώς παρόντες δίπλα τους [1384b] και αυτούς που έχουν στραμμένα τα μάτια τους επάνω τους: και στις δύο αυτές περιπτώσεις βρίσκεται κανείς κάτω από τα μάτια των άλλων. Επίσης αυτούς που δεν κατηγορούνται για τα ίδια με αυτούς πράγματα· γιατί είναι φανερό ότι οι γνώμες αυτών των ανθρώπων είναι αντίθετες με τις δικές τους. Επίσης αυτούς που δεν έχουν καμιά κατανόηση για εκείνους που ολοφάνερα κάνουν σφάλματα· γιατί, καθώς λένε, κανένας δεν θυμώνει με τους άλλους για πράγματα που κάνει και ο ίδιος, άρα είναι φανερό ότι θυμώνει για όσα δεν κάνει ο ίδιος. Επίσης αυτούς που έχουν την τάση να κουτσομπολεύουν και να κοινολογούν κάτι σε πολύ κόσμο· γιατί ανάμεσα στο να μη διαδίδεις κάτι παντού και στο να μη το θεωρείς σφάλμα δεν υπάρχει καμιά διαφορά. Την τάση να κουτσομπολεύουν και να κοινολογούν κάτι την έχουν αφενός αυτοί που έχουν υποστεί αδικία (γιατί αυτοί καραδοκούν για μια ευκαιρία να μιλήσουν) και αφετέρου οι κακολόγοι (γιατί, αν οι άνθρωποι αυτοί κακολογούν αυτούς που δεν έσφαλαν, θα κακολογήσουν πολύ περισσότερο αυτούς που έσφαλαν). Αυτούς, επίσης, που ξοδεύουν όλο τους τον χρόνο στο να παρακολουθούν και να καταγράφουν τα σφάλματα των άλλων· τέτοιοι είναι π.χ. οι χλευαστές και οι κωμωδιογράφοι· γιατί και αυτοί είναι κατά κάποιο τρόπο κακολόγοι και κουτσομπόληδες. Επίσης αυτούς μπροστά στους οποίους δεν είχαν ποτέ καμιά αποτυχία· γιατί αισθάνονται σαν να έχουν τον θαυμασμό αυτών των ανθρώπων· αυτός είναι και ο λόγος που αισθάνονται ντροπή απέναντι σ᾽ αυτούς που τους ζητούν κάτι για πρώτη φορά, γιατί ποτέ ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε τραυματισθεί μπροστά σ᾽ αυτούς τους ανθρώπους η υπόληψή τους· εδώ ανήκουν αυτοί που μόλις πρόσφατα εκδήλωσαν την επιθυμία να γίνουν φίλοι τους (οι άνθρωποι αυτοί πρόλαβαν, βλέπεις, να γνωρίσουν μόνο την καλή τους πλευρά· γι᾽ αυτό και ήταν πολύ πετυχημένη η απάντηση που έδωσε ο Ευριπίδης στους Συρακούσιους), και από τους παλαιούς γνωστούς τους αυτοί που δεν είναι εν γνώσει κάποιου σφάλματός τους.
Οι άνθρωποι όμως δεν ντρέπονται μόνο για τις ίδιες τις ντροπιαστικές πράξεις που μνημονεύσαμε πιο πάνω, αλλά και για ό,τι αποτελεί σχετική ένδειξη· όχι π.χ. μόνο για την εκτέλεση αφροδισιαστικών πράξεων αλλά και για κάθε σχετικό σημάδι. Ντρέπονται επίσης όχι μόνο όταν κάνουν ντροπιαστικές πράξεις, αλλά και όταν μιλούν γι᾽ αυτές. Παρόμοια, ντρέπονται όχι μόνο αυτούς που μνημονεύσαμε, αλλά και αυτούς που θα παν να μιλήσουν στους ανθρώπους αυτούς για τα δικά τους σφάλματα, π.χ. τους δούλους και τους φίλους αυτών των ανθρώπων. Γενικά οι άνθρωποι δεν ντρέπονται ούτε αυτούς που για τη γνώμη τους ενσχέσει με την αλήθεια αδιαφορούν ολότελα (κανένας, πράγματι, δεν ντρέπεται τα παιδιά και τα ζώα) ούτε τα γνωστά και τα άγνωστά τους πρόσωπα για τα ίδια πράγματα: τα γνωστά τους πρόσωπα για πράγματα που θεωρούνται πράγματι ντροπιαστικά, τα άγνωστά τους για πράγματα που θεωρούνται ντροπιαστικά κατά τις ανθρώπινες συμβάσεις.
Οι άνθρωποι, τώρα, θα έλεγα ότι αισθάνονται ντροπή, αν βρίσκονται στην ακόλουθη, γενικά, κατάσταση: Πρώτα πρώτα αν κάποιοι συμβαίνει να έχουν μαζί τους τη σχέση που λέγαμε πως έχουν οι ίδιοι με εκείνους μπροστά στους οποίους αισθάνονται ντροπή. Τέτοιοι λέγαμε πως είναι αυτοί τους οποίους οι ίδιοι θαυμάζουν, αυτοί των οποίων έχουν τον θαυμασμό, αυτοί των οποίων επιθυμούν να έχουν τον θαυμασμό, ή αυτοί από τους οποίους χρειάζονται κάποια εξυπηρέτηση, που όμως δεν πρόκειται να την εξασφαλίσουν αν χάσουν το καλό όνομα που έχουν σ᾽ αυτούς τους ανθρώπους, και αυτό είτε γιατί οι άνθρωποι αυτοί τους βλέπουν με τα ίδια τους τα μάτια (τέτοιο ακριβώς ήταν το περιεχόμενο της δημηγορίας του Κυδία για την κληρουχία στη Σάμο: ο Κυδίας ζήτησε από τους Αθηναίους να σκεφτούν ότι όλοι οι Έλληνες στέκονταν γύρω τους, όχι μόνο για να ακούσουν —κάποια στιγμή—, αλλά και για να δουν τώρα, με τα ίδια τους τα μάτια, ποιά θα ήταν η ψήφος τους για το θέμα), είτε γιατί οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται κοντά τους, είτε γιατί κάποια στιγμή θα έχουν όλες τις σχετικές πληροφορίες. Αυτός είναι και ο λόγος που σε μια στιγμή κακοτυχίας οι άνθρωποι [1385a] δεν θέλουν να τους δουν αυτοί που ήταν κάποτε ανταγωνιστές τους· γιατί οι ανταγωνιστές είναι θαυμαστές. Επίσης όταν έχουν στην προσωπική τους ιστορία πράξεις ή πράγματα που φέρνουν ντροπή, είτε δικά τους είτε των προγόνων τους είτε κάποιων άλλων με τους οποίους τους συνδέει κάποια συγγένεια. Και γενικά ενσχέσει με αυτούς εξαιτίας των οποίων αισθάνονται ντροπή οι ίδιοι· εδώ ανήκουν αυτοί τους οποίους μνημονεύσαμε και αυτοί οι οποίοι τους έχουν ως σημείο αναφοράς: αφενός αυτοί των οποίων υπήρξαν δάσκαλοι ή σύμβουλοι και αφετέρου κάποιοι άλλοι, όμοιοί τους, με τους οποίους οι ίδιοι αναμετριούνται· ο λόγος είναι ότι η ντροπή που αισθάνονται εξαιτίας αυτών των ανθρώπων τούς υποχρεώνει να κάνουν ή να μην κάνουν ένα πλήθος από πράγματα. Η ντροπή που αισθάνονται οι άνθρωποι γίνεται μεγαλύτερη αν πρόκειται να στραφούν επάνω τους τα βλέμματα των άλλων και να εμφανισθούν δημόσια με πρόσωπα τα οποία γνωρίζουν τις επονείδιστες πράξεις τους. Γι᾽ αυτό και ο Αντιφώντας ο ποιητής, τη στιγμή που, κατά διαταγή του Διονύσιου, επρόκειτο να μαστιγωθεί μέχρι θανάτου, μόλις είδε τους συγκαταδίκους του να σκεπάζουν το πρόσωπό τους καθώς περνούσαν από τις πύλες της πόλης, τους είπε: «Γιατί σκεπάζετε το πρόσωπό σας ; Φαντάζεστε πως θα σας ξαναδεί και αύριο κανείς από αυτούς τους ανθρώπους;»
Αυτά για το θέμα της ντροπής. Όσο για την αναισχυντία είναι φανερό ότι μπορούμε να αντλήσουμε πολλές γνώσεις και χρήσιμο υλικό από τα αντίθετά τους.