Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΩΠΟΣ

Μῦθοι (325.1-329.1)


325. ΜΥΘΟΣ Ο ΤΩΝ ΜΕΛΙΣΣΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΙΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑΙΝΩΝ ΠΟΝΗΡΟΙΣ ΜΗ ΤΙΘΕΣΘΑΙ ΚΕΡΔΕΣΙΝ
[325.1] ἐν κοίλῃ δρυῒ μέλι κατειργάζοντο μέλισσαι. ποιμὴν δέ τις αὐταῖς ἐργαζομέναις περιτυχὼν ἀφελέσθαι προῃρεῖτο τοῦ μέλιτος. αἱ δὲ ἄλλοθεν ἄλλαι περιιπτάμεναι αὐτὸν ὤθουν τοῖς κέντροις. καὶ τελευταῖον ὁ ποιμήν «ἄπειμι», ἔφη, «μηδὲν δεόμενος μέλιτος, εἰ δεῖ μελίσσαις περιτυχεῖν».
τὰ κακὰ κέρδη τοῖς διώκουσι κίνδυνος.

326. ΜΥΘΟΣ Ο ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΝΤΟΣ ΠΑΡΑΙΝΩΝ ΑΡΧΕΣΘΑΙ ΧΑΡΙΤΟΣ
[326.1] δράκων καὶ ἀετὸς συμπλακέντες ἀλλήλοις ἐμάχοντο. καὶ ὁ μὲν δράκων εἶχε τὸν ἀετὸν συλλαβών. γεωργὸς δὲ ἰδὼν λύσας τὴν πλοκὴν τοῦ δράκοντος αὐτόνομον ἀφῆκε τὸν ἀετόν. χαλεπήνας δὲ ἐπὶ τούτοις ὁ δράκων ἰὸν ἐπαφῆκε τῷ τοῦ σώσαντος πόματι. πιεῖν δὲ τοῦ γεωργοῦ πρὸς ἄγνοιαν μέλλοντος ὁ ἀετὸς καταπτὰς τῶν τοῦ γεωργοῦ χειρῶν ἐξαιρεῖται τὴν κύλικα.
τοὺς εὖ ποιοῦντας μένουσι χάριτες.

327. ΜΥΘΟΣ ‹Ο› ΤΗΣ ΑΜΠΕΛΟΥ
[327.1] ἄμπελος ἐκόμα βότρυσι, παραπλήσιον δὲ ἦν τοῖς καρποῖς καὶ τὸ βλάστημα. τράγος δέ τις ὕβρει χρώμενος πλείονι τῆς ἀμπέλου παρέτρωγε καὶ διελυμαίνετο προσιὼν τοῖς βλαστήμασιν. ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν εἶπεν· «μένει σε τῆς ὕβρεως δίκη· σὺ μὲν γὰρ ἔσῃ οὐ μακρὰν ὕστερον ἱερεῖον τοῖς θύμασιν, ἐγὼ δὲ παρ᾽ ἐμαυτῆς ἐπισπείσω τὸν οἶνον».
ἃ δρᾷ τις καὶ πείσεται.

328. ΜΥΘΟΣ Ο ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΛΩΠΕΚΟΣ
[328.1] γεωργῷ πονηρῷ φθόνον ἐνεποίει τὸ τοῦ γείτονος αὐξανόμενον λήιον καὶ διαφθείρειν τοὺς ἐκείνου πόνους ἐζήτει. καὶ θηράσας ἀλώπεκα προσάψας δαλὸν πρὸς τὸ τοῦ γείτονος ἀφίησι λήιον. ἡ δὲ καθ᾽ ἣν ἀφεῖτο μὴ παριοῦσα βουλομένου τοῦ δαίμονος τὸ τοῦ πέμψαντος ἐνέπρησε λήιον.
πονηροὶ γείτονες πρῶτοι τῆς ἑτέρων μετέχουσι βλάβης.

329. ΜΥΘΟΣ Ο ΤΟΥ ΚΟΡΑΚΟΣ ΠΑΡΑΙΝΩΝ ΤΗΙ ΦΥΣΕΙ [ΜΗ] ΠΕΙΘΑΡΧΕΙΝ
[329.1] ἑωρακὼς τὸν κύκνον ὁ κόραξ ἐζήλου τοῦ χρώματος. οἰηθεὶς δὲ εἶναι τοιοῦτον, οἷς ἀπελούετο, τοὺς βωμοὺς ἐκλιπών, ὅθεν ἐτρέφετο, λίμναις καὶ ποταμοῖς ἐνδιέτριβε. καὶ τὸ μὲν ‹χρῶμα τὸ› σῶμα φαιδρύνων οὐκ ἤμειβεν, τροφῆς δὲ ἀπορῶν διεφθείρετο.
φύσιν οὐκ οἶδε μεταβάλλειν ἡ δίαιτα.


325. Μύθος για τις μέλισσες και τον βοσκό.
Διδάσκει να μην εποφθαλμιούμε τα άνομα κέρδη.
[325.1] Ήταν μια φορά κάτι μέλισσες που παρασκεύαζαν το μέλι τους μέσα στην κουφάλα κάποιας βελανιδιάς. Εκεί που δούλευαν πυρετωδώς, ωστόσο, τις έβαλε στο μάτι ένας βοσκός και γύρεψε να βάλει χέρι στο μέλι. Αμέσως τότε άρχισαν αυτές να τον γυροφέρνουν πετώντας και να τον τσιμπάνε με τα κεντριά τους από όλες τις μεριές, για να τον αποδιώξουν. Ώσπου στο τέλος πια απαύδησε και ο τσοπάνης: «Μωρέ, ώρα να του δίνω. Να μου λείπει το μέλι, αν έχω να τα βάλω με τέτοιες μέλισσες».
Δίδαγμα: Τα παράνομα κέρδη συνεπάγονται κίνδυνο για όποιον τα επιδιώκει.

326. Μύθος για τον αετό και το φίδι.
Διδάσκει να κάνουμε εμείς πρώτοι την αρχή στις καλές πράξεις.
[326.1] Μια φορά το φίδι και ο αετός ήρθαν σε συμπλοκή και πάλευαν μεταξύ τους. Σε κάποια φάση, που λέτε, το φίδι είχε κουλουριαστεί για τα καλά γύρω από τον αετό και τον κρατούσε αιχμαλωτισμένο. Πάνω στην ώρα, όμως, τους παρατήρησε ένας ξωμάχος: αυτός έτρεξε αμέσως και ανάγκασε το φίδι να χαλαρώσει το αγκάλιασμά του, αφήνοντας ελεύθερο το πουλί. Εξοργίστηκε, βέβαια, το φίδι με τούτο, και γι᾽ αυτό πήγε και ξέρασε το δηλητήριό του μέσα στο νερό που είχε ο ξωμάχος για να πιει. Προσέξτε όμως: πάνω που ήταν έτοιμος ο καημένος ο άνθρωπος να κατεβάσει ανήξερος το νερό, τί έγινε; Πέταξε καταπάνω του ο αετός και ευθύς του άρπαξε το ποτήρι από τα χέρια.
Δίδαγμα: Όποιον κάνει καλό στους άλλους, τον περιμένει αντίχαρη στο μέλλον.

327. Μύθος για το αμπέλι.
[327.1] Ήταν μια φορά ένα αμπελόκλημα κατάφορτο από σταφύλια. Και δεν ήταν μονάχα οι καρποί του: οι βλαστοί του φαίνονταν επίσης χάρμα οφθαλμών. Λοιπόν, που λέτε, ο τράγος, με την αδιαντροπιά που τον διακρίνει, πλησίασε εκεί κοντά και βάλθηκε να μασουλάει το φυτό, ρημάζοντας τα πιο πολλά βλαστάρια του. Το κλήμα όμως του τα έψαλε για τα καλά: «Περίμενε λίγο, βρε, και θα δεις τί τιμωρία θα σε βρει για την παλιανθρωπιά σου. Πού θα πάει, αργά ή γρήγορα θα σε πάρουν να σε θυσιάσουνε για καμιά θρησκευτική τελετή. Ξέρεις τί θα κάνω εγώ τότε; Εγώ θα προμηθεύσω το κρασί για τις σπονδές από πάνω σου, για να μάθεις!».
Δίδαγμα: Ό,τι κάνεις στους άλλους, το ίδιο θα πάθεις και εσύ.

328. Μύθος για τον αγρότη και την αλεπού.
[328.1] Ήταν κάποτε ένας αγρότης πολύ χαιρέκακος. Αυτός, που λέτε, έβλεπε τα σπαρτά του γείτονά του να θεριεύουν και έσκαγε από τη ζήλια του. Γι᾽ αυτό γύρευε τρόπο να του αχρηστέψει όλον τον κόπο του. Μια και δυο, λοιπόν, τσάκωσε μιαν αλεπού, της έδεσε αναμμένο δαδί πίσω στην ουρά της και την αμόλησε κατευθείαν πάνω στο σπαρμένο χωράφι του διπλανού. Έλα όμως που η αλεπού δεν εννοούσε να περάσει από εκεί όπου την έστελνε τούτος. Και ξέρετε πώς τα έφερε τελικά η μοίρα; Το ζώο πήγε αντίθετα και έβαλε φωτιά στα σπαρτά του ίδιου του ζηλιάρη που το ξαμόλησε.
Δίδαγμα: Ο κακός γείτονας είναι ο πρώτος που θα υποφέρει από τη ζημιά που προξενεί στον διπλανό του.

329. Μύθος για το κοράκι.
Διδάσκει να υπακούμε στη φύση μας.
[329.1] Μια φορά ο κόρακας αντίκρισε μπροστά του τον κύκνο και ζήλεψε το κάτασπρό του χρώμα. Θάρρεψε μάλιστα ότι το πουλί αυτό είναι έτσι λευκό και πεντακάθαρο χάρη στα νερά μέσα στα οποία κάνει μπάνιο συνέχεια. Το πήρε λοιπόν απόφαση και ο κόρακας: παράτησε τους βωμούς, όπου μάζευε την τροφή του, και βάλθηκε να συχνάζει στις λίμνες και στα ποτάμια. Φυσικά, δεν κατόρθωσε να αλλάξει χρώμα, όσο και αν ξέπλενε και ξαναξέπλενε το σαρκίο του. Το μόνο που κατάφερε ήταν να απομείνει δίχως φαΐ και να ψοφήσει της πείνας.
Δίδαγμα: Κανένας τρόπος ζωής δεν είναι σε θέση να αλλάξει τη βαθύτερη φύση μας.