Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΩΠΟΣ

Μῦθοι (312.1-314.1)


312. ΜΥΣ ΚΑΙ ΒΑΤΡΑΧΟΣ
[312.1] βάτραχος μῦν ἔπεισεν κολυμβᾶν, οὗ τὸν πόδα πρὸς τὸν ἴδιον πόδα ἔδησεν. εἶτα ὅτε εἰς τὸ ὕδωρ αὐτὸν ἀγηόχει, καθὼς ἔνυδρον ζῷον μετὰ χαρᾶς κατέδυνεν, ὁ μῦς δέ, ὡς ἐν ἀσυνήθει τόπῳ φύσεως ἰδίας κολυμβῶν ἀπώλετο. μετὰ δὲ τρεῖς ἡμέρας ἀσκὸς ὁ μῦς φυσηθεὶς ἐκολύμβα, ὃν κολυμβῶντα νεκρὸν ἰκτῖνος πετόμενος ἥρπασεν· καὶ τῷ λίνῳ ὁ βάτραχος ἠκολούθησεν, ὃν εὐθέως ὁ ἰκτῖνος κατέπιεν.
οὕτως οὖν, ὃς ἄλλῳ τις κίνδυνον κινεῖ, ἑαυτὸν ἀπολεῖ.

313. ΟΝΟΣ ΑΡΡΩΣΤΟΣ ΚΑΙ ΛΥΚΟΣ
[313.1] ὄνον ἄρρωστον λύκος ἐπεσκέπτετο καὶ ἤρξατο τὸ σῶμα αὐτοῦ ψηλαφᾶν καὶ ἐξετάζειν, ποῖα μᾶλλον μέρη αὐτοῦ ἐπόνουν. ἀπεκρίθη ὁ ὄνος· «ἃ σὺ θιγγάνεις».
οὕτως ἄνθρωποι κακοί, εἰ καὶ ὠφελεῖν δοκοῦσιν, μᾶλλον βλάπτουσιν.

314. ΜΥΣ ΑΡΟΥΡΑΙΟΣ ΚΑΙ ΜΥΣ ΑΣΤΙΚΟΣ
[314.1] μῦς ἀρουραῖος ἐκάλεσεν ἐφ᾽ ἑστίασιν μῦν ἀστικὸν καὶ παρεῖχεν αὐτῷ σιτεῖσθαι τὰ ἐν ἀγρῷ, συκῶν τε καὶ σταφυλῶν καὶ τῶν ἄλλων ἀκροδρύων. ὁ δὲ πολλὴν αὐτοῦ πενίαν κατεγίνωσκεν, ἐκέλευέν τε τῇ αὔριον ἀφικνεῖσθαι πρὸς αὐτόν. καὶ ὃς εἰς πλουσίου ταμεῖον αὐτὸν εἰσαγαγὼν παρεῖχεν εὐωχεῖσθαι τοῦτο μὲν κρεῶν παντοδαπῶν, τοῦτο δὲ ἰχθύων, ἔτι δὲ καὶ πλακούντων. ἐν ᾧ δὲ πρὸς τούτοις ἦσαν, ἡ ταμιοῦχος ἐπεισῆλθεν καὶ τούτους δέος τε καὶ φυγὴ καταλαμβάνει. καὶ ὁ ἀρουραῖος πρὸς τὸν ἀστικόν· «σὺ μέν», ἔφη, «ταύτης ἀπόλαυε τῆς τροφῆς μετὰ τοσούτων ἐδεσμάτων, ἐγὼ δὲ χαίρω τῇ μετὰ ἀδείας καὶ ἐλευθερίας τροφῇ».


312. Ο ποντικός και ο βάτραχος.
[312.1] Μια φορά ο βάτραχος έπεισε τον ποντικό να πέσει να κολυμπήσει μαζί του. Για αυτόν τον σκοπό, μάλιστα, έδεσε το ποδάρι του ποντικού μαζί με το δικό του. Κατόπιν, βέβαια, αφού τον τράβηξε μέσα στο νερό, ο βάτραχος άρχισε τις βουτιές όλο χαρά, σαν πλάσμα του υγρού στοιχείου που είναι. Το ποντίκι, όμως, που βρέθηκε ξαφνικά να πλατσουρίζει μέσα σε μέρος τελείως ασυνήθιστο για τη φύση του, ασφαλώς πνίγηκε. Δείτε ωστόσο τί έγινε: Μετά από τρεις μέρες το κουφάρι του ποντικού είχε τουμπανιάσει σαν ασκί και επέπλεε στο νερό. Έτσι, ένα γεράκι, που περνούσε πετώντας από εκείνα τα μέρη, άρπαξε το ψόφιο ζώο από την επιφάνεια. Μαζί του, φυσικά, ανασύρθηκε και ο βάτραχος, που ήταν ακόμη δεμένος με τον σπάγκο, και το γεράκι τον έκανε και αυτόν ευθύς μια χαψιά.
Έτσι είναι: Όποιος βάζει σε κίνδυνο τον άλλον καταστρέφει τον ίδιο τον εαυτό του.

313. Το άρρωστο γαϊδούρι και ο λύκος.
[313.1] Μια φορά ο γάιδαρος ήταν άρρωστος και δέχτηκε επίσκεψη από τον λύκο. Άρχισε λοιπόν ο λύκος να ψηλαφεί το κορμί του ζώου και να του κάνει εξέταση: «Πονάς εδώ, πονάς εκεί; Πού πονάς πιο πολύ;». «Όπου με αγγίζεις εσύ», αποκρίθηκε ο γάιδαρος.
Έτσι γίνεται με τους φαύλους ανθρώπους: Όσο και να καμώνονται πως κάνουν καλό, στην πραγματικότητα προξενούν μεγαλύτερη ζημιά.

314. Ο αρουραίος των αγρών και ο ποντικός της πόλης.
[314.1] Μια φορά ήταν ένας αρουραίος που κατοικούσε στην εξοχή. Αυτός, που λέτε, κάλεσε έναν φίλο του ποντικό από την πόλη για να του κάνει το τραπέζι. Του πρόσφερε λοιπόν για φαγητό τα καλούδια που διαθέτουν στα χωράφια: σύκα, δηλαδή, και σταφύλια και άλλα τέτοια φρούτα. Ο πρωτευουσιάνος, βέβαια, τα καταφρόνησε αυτά σαν μίζερα και φτωχικά πράγματα. «Όσο για σένα», είπε στον οικοδεσπότη του, «σε προσκαλώ να με επισκεφθείς στα δικά μου λημέρια στην πόλη, αύριο κιόλας». Πράγματι, την επαύριο ο περί ου ο λόγος έμπασε τον χωριάτη τον φίλο του μέσα στο κελάρι σε ένα πλουσιόσπιτο, και εκεί του έβαλε μπροστά του φαγοπότι τρικούβερτο: τί κρέατα κάθε λογής, τί ψάρια, ακόμη και γλυκίσματα. Πάνω όμως που οι δυο τους το είχαν ρίξει στο φαΐ, μπήκε μέσα ξαφνικά η οικονόμος του σπιτιού. Τρελάθηκαν τότε από τον φόβο τους τα ποντίκια και πήραν αμέσως δρόμο. Έπειτα από αυτά, ο αρουραίος της υπαίθρου το ξεκαθάρισε στον άλλον: «Βρε δεν πα να ευχαριστιέσαι όσο φαΐ θέλεις, με τις λιχουδιές σου και τα μενού σου! Εγώ, μια φορά, προτιμώ τα λίγα που έχω να τα κατεβάζω άφοβα και με την ησυχία μου».