Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (3.30.4-3.30.11)

[3.30.4] Ἀλέξανδρος δὲ ἰδὼν τὸν Βῆσσον ἐπιστήσας τὸ ἅρμα ἤρετο ἀνθ᾽ ὅτου τὸν βασιλέα τὸν αὑτοῦ καὶ ἅμα καὶ οἰκεῖον καὶ εὐεργέτην γενόμενον Δαρεῖον τὰ μὲν πρῶτα ξυνέλαβε καὶ δήσας ἦγεν, ἔπειτα ἀπέκτεινε. καὶ ὁ Βῆσσος οὐ μόνῳ οἷ ταῦτα δόξαντα πρᾶξαι ἔφη, ἀλλὰ ξὺν τοῖς τότε ἀμφὶ Δαρεῖον οὖσιν, ὡς σωτηρίαν σφίσιν εὑρέσθαι παρ᾽ Ἀλεξάνδρου. [3.30.5] Ἀλέξανδρος δὲ ἐπὶ τοῖσδε μαστιγοῦν ἐκέλευεν αὐτὸν καὶ ἐπιλέγειν τὸν κήρυκα ταὐτὰ ἐκεῖνα ὅσα αὐτὸς τῷ Βήσσῳ ἐν τῇ πύστει ὠνείδισε. Βῆσσος μὲν δὴ οὕτως αἰκισθεὶς ἀποπέμπεται ἐς Βάκτρα ἀποθανούμενος. καὶ ταῦτα Πτολεμαῖος ὑπὲρ Βήσσου ἀνέγραψεν· Ἀριστόβουλος δὲ τοὺς ἀμφὶ Σπιταμένην τε καὶ Δαταφέρνην Πτολεμαίῳ ἀγαγεῖν Βῆσσον καὶ παραδοῦναι Ἀλεξάνδρῳ γυμνὸν ἐν κλοιῷ δήσαντας.
[3.30.6] Ἀλέξανδρος δὲ ἀναπληρώσας τὸ ἱππικὸν ἐκ τῶν αὐτόθεν ἵππων (πολλοὶ γὰρ αὐτῷ ἵπποι ἔν τε τῇ ὑπερβολῇ τοῦ Καυκάσου καὶ ἐν τῇ ἐπὶ τὸν Ὄξον τε καὶ ἀπὸ τοῦ Ὄξου πορείᾳ ἐξέλιπον) ὡς ἐπὶ Μαράκανδα ἦγε· τὰ δέ ἐστι βασίλεια τῆς Σογδιανῶν χώρας. [3.30.7] ἔνθεν δὲ ἐπὶ τὸν Τάναϊν ποταμὸν προῄει. τῷ δὲ Τανάϊδι τούτῳ, ὃν δὴ καὶ Ὀρξάντην ἄλλῳ ὀνόματι πρὸς τῶν ἐπιχωρίων βαρβάρων καλεῖσθαι λέγει Ἀριστόβουλος, αἱ πηγαὶ μὲν ἐκ τοῦ Καυκάσου ὄρους καὶ αὐτῷ εἰσιν· ἐξίησι δὲ καὶ οὗτος ὁ ποταμὸς εἰς τὴν Ὑρκανίαν θάλασσαν. [3.30.8] ἄλλος δὲ ἂν εἴη Τάναϊς ὑπὲρ ὅτου λέγει Ἡρόδοτος ὁ λογοποιὸς ὄγδοον εἶναι τῶν ποταμῶν τῶν Σκυθικῶν Τάναϊν, καὶ ῥέειν μὲν ἐκ λίμνης μεγάλης ἀνίσχοντα, ἐκδιδόναι δὲ ἐς μείζω ἔτι λίμνην, τὴν καλουμένην Μαιῶτιν· καὶ τὸν Τάναϊν τοῦτον εἰσὶν οἳ ὅρον ποιοῦσι τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Εὐρώπης, [3.30.9] οἷς δὴ ἀπὸ τοῦ μυχοῦ τοῦ πόντου τοῦ Εὐξείνου ἡ λίμνη τε ἡ Μαιῶτις καὶ ὁ ἐς ταύτην ἐξιεὶς ποταμὸς ὁ Τάναις οὗτος διείργει τὴν Ἀσίαν καὶ τὴν Εὐρώπην, καθάπερ ἡ κατὰ Γάδειρά τε καὶ τοὺς ἀντιπέρας Γαδείρων Λίβυας τοὺς Νομάδας θάλασσα τὴν Λιβύην αὖ καὶ τὴν Εὐρώπην διείργει, οἷς γε δὴ ἡ Λιβύη ἀπὸ τῆς Ἀσίας τῆς ἄλλης τῷ Νείλῳ ποταμῷ διακέκριται.
[3.30.10] Ἐνταῦθα ἀποσκεδασθέντες τινὲς τῶν Μακεδόνων ἐς προνομὴν κατακόπτονται πρὸς τῶν βαρβάρων· οἱ δὲ δράσαντες τὸ ἔργον ἀπέφυγον ἐς ὄρος τραχύτατον καὶ πάντῃ ἀπότομον· ἦσαν δὲ τὸ πλῆθος ἐς τρισμυρίους. καὶ ἐπὶ τούτους Ἀλέξανδρος τοὺς κουφοτάτους τῆς στρατιᾶς ἀναλαβὼν ἦγεν. [3.30.11] ἔνθα δὴ προσβολαὶ πολλαὶ ἐγίγνοντο τοῖς Μακεδόσιν ἐς τὸ ὄρος· καὶ τὰ μὲν πρῶτα ἀπεκρούοντο βαλλόμενοι ἐκ τῶν βαρβάρων, καὶ ἄλλοι τε πολλοὶ τραυματίαι ἐγένοντο καὶ αὐτὸς Ἀλέξανδρος ἐς τὴν κνήμην τοξεύεται διαμπὰξ καὶ τῆς περόνης τι ἀποθραύεται αὐτῷ ἐκ τοῦ τοξεύματος. ἀλλὰ καὶ ὣς ἔλαβέ τε τὸ χωρίον, καὶ τῶν βαρβάρων οἱ μὲν αὐτοῦ κατεκόπησαν πρὸς τῶν Μακεδόνων, πολλοὶ δὲ καὶ κατὰ τῶν πετρῶν ῥίψαντες σφᾶς ἀπέθανον, ὥστε ἐκ τρισμυρίων οὐ πλείους ἀποσωθῆναι ὀκτακισχιλίων.

[3.30.4] Όταν είδε τον Βήσσο ο Αλέξανδρος, σταμάτησε το άρμα του και τον ρώτησε για ποιό λόγο τον Δαρείο, τον βασιλιά του, που ήταν συγχρόνως συγγενής και ευεργέτης του, πρώτα τον συνέλαβε και τον έσερνε αλυσοδεμένο, και ύστερα τον σκότωσε. Ο Βήσσος απάντησε ότι τα έκαμε αυτά με απόφαση που δεν πήρε μόνος του, αλλά μαζί με όλους εκείνους που ήταν τότε με τον Δαρείο, για να πετύχουν τη σωτηρία τους από τον Αλέξανδρο. [3.30.5] Μετά ο Αλέξανδρος διέταξε να τον μαστιγώσουν και κατά τη μαστίγωση να επαναλαμβάνει ο κήρυκας εκείνες ακριβώς τις κατηγορίες που του απηύθυνε ο ίδιος κατά την ανάκριση. Αφού λοιπόν βασάνισαν με αυτόν τον τρόπο τον Βήσσο, τον έστειλαν στα Βάκτρα για να εκτελεστεί εκεί. Αυτά έγραψε ο Πτολεμαίος σχετικά με τον Βήσσο· ο Αριστόβουλος όμως αναφέρει ότι οι άνδρες του Σπιταμένη και του Δαταφέρνη ήταν εκείνοι που οδήγησαν τον Βήσσο στον Πτολεμαίο και τον παρέδωσαν στον Αλέξανδρο γυμνό και με περιλαίμιο.
[3.30.6] Ο Αλέξανδρος συμπλήρωσε τις ελλείψεις του ιππικού του με άλογα της περιοχής —γιατί κατά τη διάβαση του Καυκάσου και την πορεία προς και από τον Ώξο είχε χάσει πολλά άλογα— και προχώρησε προς τα Μαράκανδα, όπου είναι τα βασιλικά ανάκτορα της Σογδιανής. Από εκεί προχώρησε προς τον ποταμό Τάναϊν. [3.30.7] Οι πηγές και αυτού του ποταμού, που οι εντόπιοι βάρβαροι ονομάζουν, όπως αναφέρει ο Αριστόβουλος, με άλλο όνομα Ορξάντη, βρίσκονται στο όρος Καύκασο· και ο ποταμός αυτός χύνεται στην Υρκανία θάλασσα. [3.30.8] Είναι ίσως διαφορετικός εκείνος ο Τάναϊς, για τον οποίο γράφει ο ιστορικός Ηρόδοτος ότι είναι ο όγδοος σε μέγεθος ποταμός της Σκυθίας και ότι ρέει πηγάζοντας από μια μεγάλη λίμνη και χύνεται σε μιαν ακόμη μεγαλύτερη, την ονομαζόμενη Μαιώτιδα λίμνη. Μερικοί μάλιστα θεωρούν αυτόν τον Τάναϊν ως σύνορο της Ασίας και της Ευρώπης· [3.30.9] σύμφωνα με τους συγγραφείς λοιπόν αυτούς από τον μυχό του Ευξείνου η Μαιώτις λίμνη και ο Τάναϊς ποταμός, που χύνεται σε αυτήν, χωρίζουν την Ασία από την Ευρώπη, όπως ακριβώς χωρίζει τη Λιβύη από την Ευρώπη η θάλασσα που είναι κοντά στα Γάδειρα και στους νομάδες Λίβυες απέναντι από τα Γάδειρα· κατά τους ίδιους συγγραφείς η Λιβύη έχει χωρισθεί από την υπόλοιπη Ασία με τον Νείλο ποταμό.
[3.30.10] Στην περιοχή αυτή μερικοί Μακεδόνες που είχαν διασκορπιστεί για αναζήτηση τροφής εξοντώθηκαν από τους βαρβάρους· αυτοί που τους εξόντωσαν ήταν τριάντα περίπου χιλιάδες και κατέφυγαν σ᾽ ένα βουνό πολύ δύσβατο και απόκρημνο από όλες τις πλευρές του. Ο Αλέξανδρος πήρε μαζί του τους πιο ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες του και τους οδήγησε εναντίον τους. [3.30.11] Τότε λοιπόν έγιναν στο βουνό πολλές επιθέσεις των Μακεδόνων. Στην αρχή οι βάρβαροι τους απέκρουαν χτυπώντας τους από μακριά, και πολλοί από τους Μακεδόνες τραυματίστηκαν· και ο ίδιος ο Αλέξανδρος χτυπήθηκε στην κνήμη με βέλος, που πέρασε πέρα για πέρα και έσπασε ένα τμήμα από το κόκαλο. Παρ᾽ όλα αυτά όμως κατέλαβε την οχυρή θέση· από τους βαρβάρους μερικοί εξοντώθηκαν από τους Μακεδόνες επί τόπου, οι περισσότεροι όμως έπεσαν από τα βράχια και σκοτώθηκαν, με αποτέλεσμα από τους τριάντα χιλιάδες να μη σωθούν περισσότεροι από οκτώ χιλιάδες.