Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (6.13.4-6.14.5)

[6.13.4] Νέαρχος δὲ λέγει, ὅτι χαλεποὶ αὐτῷ τῶν φίλων ἐγένοντο ὅσοι ἐκάκιζον, ὅτι αὐτὸς πρὸ τῆς στρατιᾶς κινδυνεύοι· οὐ γὰρ στρατηγοῦ ταῦτα, ἀλλὰ στρατιώτου εἶναι. καί μοι δοκεῖ ἄχθεσθαι Ἀλέξανδρος τοῖσδε τοῖς λόγοις, ὅτι ἀληθεῖς τε ὄντας ἐγίγνωσκε καὶ αὑτὸν ὑπαίτιον τῇ ἐπιτιμήσει. καὶ ὅμως ὑπὸ μένους τε τοῦ ἐν ταῖς μάχαις καὶ τοῦ ἔρωτος τῆς δόξης, καθάπερ οἱ ἄλλης τινὸς ἡδονῆς ἐξηττώμενοι, οὐ καρτερὸς ἦν ἀπέχεσθαι τῶν κινδύνων. [6.13.5] ἄνθρωπον δέ τινα πρεσβύτερον λέγει Βοιώτιον, τὸ δὲ ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου οὐ λέγει, ὡς ἀχθόμενόν τε πρὸς τὰς ἐπιτιμήσεις τῶν φίλων κατέμαθεν Ἀλέξανδρον καὶ ἐσκυθρωπακότα, προσελθόντα τοῦτον βοιωτιάζοντα ἅμα τῇ φωνῇ ταῦτα φάναι· ὦ Ἀλέξανδρε, ἀνδρῶν τὰ ἔργα· καί τι καὶ ἰαμβεῖον ὑπειπεῖν, τὸν δὲ νοῦν εἶναι τοῦ ἰαμβείου ὅτι τῷ τι δρῶντι καὶ παθεῖν ἐστιν ὀφειλόμενον. καὶ τοῦτον ἔν τε τῷ παραυτίκα εὐδοκιμῆσαι καὶ ἐπιτηδειότερον ἐς τὸ ἔπειτα Ἀλεξάνδρῳ γενέσθαι.
[6.14.1] Ἐν τούτῳ δὲ ἀφίκοντο παρὰ Ἀλέξανδρον τῶν Μαλλῶν τῶν ὑπολειπομένων πρέσβεις ἐνδιδόντες τὸ ἔθνος, καὶ παρὰ Ὀξυδρακῶν οἵ τε ἡγεμόνες τῶν πόλεων καὶ οἱ νομάρχαι αὐτοὶ καὶ ἄλλοι ἅμα τούτοις ἑκατὸν καὶ πεντήκοντα οἱ γνωριμώτατοι αὐτοκράτορες περὶ σπονδῶν δῶρά τε ὅσα μέγιστα παρ᾽ Ἰνδοῖς κομίζοντες καὶ τὸ ἔθνος καὶ οὗτοι ἐνδιδόντες. [6.14.2] συγγνωστὰ δὲ ἁμαρτεῖν ἔφασαν οὐ πάλαι παρ᾽ αὐτὸν πρεσβευσάμενοι· ἐπιθυμεῖν γάρ, ὥσπερ τινὲς ἄλλοι, ἔτι μᾶλλον αὐτοὶ ἐλευθερίας τε καὶ αὐτόνομοι εἶναι, ἥντινα ἐλευθερίαν ἐξ ὅτου Διόνυσος ἐς Ἰνδοὺς ἧκε σώαν σφίσιν εἶναι ἐς Ἀλέξανδρον· εἰ δὲ Ἀλεξάνδρῳ δοκοῦν ἐστιν, ὅτι καὶ Ἀλέξανδρον ἀπὸ θεοῦ γενέσθαι λόγος κατέχει, σατράπην τε ἀναδέξεσθαι, ὅντινα τάττοι Ἀλέξανδρος, καὶ φόρους ἀποίσειν τοὺς Ἀλεξάνδρῳ δόξαντας· διδόναι δὲ καὶ ὁμήρους ἐθέλειν ὅσους ἂν αἰτῇ Ἀλέξανδρος. [6.14.3] ὁ δὲ χιλίους ᾔτησε τοὺς κρατιστεύοντας τοῦ ἔθνους, οὕς, εἰ μὲν βούλοιτο, ἀντὶ ὁμήρων καθέξειν, εἰ δὲ μή, ξυστρατεύοντας ἕξειν ἔστ᾽ ἂν διαπολεμηθῇ αὐτῷ πρὸς τοὺς ἄλλους Ἰνδούς. οἱ δὲ τούς τε χιλίους ἔπεμψαν, τοὺς κρατίστους καὶ μεγίστους σφῶν ἐπιλεξάμενοι, καὶ ἅρματα πεντακόσια οὐκ αἰτηθέντες καὶ τοὺς ἀμβάτας τῶν ἁρμάτων. Ἀλέξανδρος δὲ σατράπην μὲν τούτοις τε καὶ τῶν Μαλλῶν τοῖς ἔτι σωζομένοις ἐπέταξε Φίλιππον· τοὺς ὁμήρους δὲ αὐτοῖς ἀφῆκεν, τὰ δὲ ἅρματα ἔλαβεν.
[6.14.4] Ὡς δὲ ταῦτα αὐτῷ κεκόσμητο καὶ πλοῖα ἐπὶ τῇ διατριβῇ τῇ ἐκ τοῦ τραύματος πολλὰ προσενεναυπήγητο, ἀναβιβάσας ἐς τὰς ναῦς τῶν μὲν ἑταίρων ἱππέας ἑπτακοσίους καὶ χιλίους, τῶν ψιλῶν δὲ ὅσουσπερ καὶ πρότερον, πεζοὺς δὲ ἐς μυρίους, ὀλίγον μέν τι τῷ Ὑδραώτῃ ποταμῷ κατέπλευσεν, ὡς δὲ συνέμιξεν ὁ Ὑδραώτης τῷ Ἀκεσίνῃ, ὅτι ὁ Ἀκεσίνης κρατεῖ τοῦ Ὑδραώτου [ἐν] τῇ ἐπωνυμίᾳ, κατὰ τὸν Ἀκεσίνην αὖ ἔπλει, ἔστε ἐπὶ τὴν ξυμβολὴν τοῦ Ἀκεσίνου καὶ τοῦ Ἰνδοῦ ἧκεν. [6.14.5] τέσσαρες γὰρ οὗτοι μεγάλοι ποταμοὶ καὶ ναυσίποροι οἱ τέσσαρες εἰς τὸν Ἰνδὸν ποταμὸν τὸ ὕδωρ ξυμβάλλουσιν, οὐ ξὺν τῇ σφετέρᾳ ἕκαστος ἐπωνυμίᾳ, ἀλλὰ ὁ Ὑδάσπης μὲν ἐς τὸν Ἀκεσίνην ἐμβάλλει, ἐμβαλὼν δὲ τὸ πᾶν ὕδωρ Ἀκεσίνην παρέχεται καλούμενον· αὖθις δὲ ὁ Ἀκεσίνης οὗτος ξυμβάλλει τῷ Ὑδραώτῃ, καὶ παραλαβὼν τοῦτον ἔτι Ἀκεσίνης ἐστί· καὶ τὸν Ὕφασιν ἐπὶ τούτῳ ὁ Ἀκεσίνης παραλαβὼν τῷ αὑτοῦ δὴ ὀνόματι ἐς τὸν Ἰνδὸν ἐμβάλλει· ξυμβαλὼν δὲ ξυγχωρεῖ δὴ τῷ Ἰνδῷ. ἔνθεν δὴ ὁ Ἰνδὸς πρὶν ἐς τὸ Δέλτα σχισθῆναι οὐκ ἀπιστῶ ὅτι καὶ ἐς ἑκατὸν σταδίους ἔρχεται καὶ ὑπὲρ τοὺς ἑκατὸν τυχὸν, ἵναπερ λιμνάζει μᾶλλον.

[6.13.4] Ο Νέαρχος αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος οργιζόταν με τους φίλους του εκείνους που τον κατέκριναν, επειδή ο ίδιος διακινδύνευε πολεμώντας μπροστά από τον στρατό του, γιατί, έλεγαν, αυτό δεν ήταν καθήκον στρατηγού, αλλά στρατιώτη. Και εγώ ο ίδιος νομίζω ότι οι λόγοι αυτοί στενοχωρούσαν τον Αλέξανδρο, γιατί καταλάβαινε ότι ήταν αληθινοί και ότι ήταν ο ίδιος υπαίτιος για την επίπληξη αυτή. Επειδή όμως παρασυρόταν από το πολεμικό πάθος και τη φιλοδοξία του, του ήταν αδύνατο να απέχει από τους κινδύνους, όπως ακριβώς όσοι υποτάσσονται σε κάποια άλλη επιθυμία τους. [6.13.5] Όπως αναφέρει ο Νέαρχος, κάποιος ηλικιωμένος Βοιωτός, του οποίου όμως δεν μνημονεύει το όνομα, όταν πληροφορήθηκε ότι ο Αλέξανδρος ήταν στενοχωρημένος από τις επιπλήξεις των φίλων του και φαινόταν μελαγχολικός, παρουσιάσθηκε στον βασιλιά και του είπε τα εξής στη βοιωτική του προφορά: «Αλέξανδρε, τα μεγάλα κατορθώματα επιτελούν οι γενναίοι άνδρες» και πρόσθετε κάποιον ιαμβικό στίχο, του οποίου το νόημα ήταν ότι όποιος πράττει, πρέπει και να πάθει. Ο Βοιωτός απέκτησε αμέσως την εκτίμηση του Αλεξάνδρου και στο μέλλον είχε στενότερες σχέσεις μαζί του.
[6.14.1] Στο μεταξύ έφθασαν στον Αλέξανδρο πρέσβεις από τους υπόλοιπους Μαλλούς προσφέροντας την υποταγή του λαού τους. Έφθασαν επίσης από τους Οξυδράκες οι διοικητές των πόλεων και οι ίδιοι οι νομάρχες και μαζί με αυτούς άλλοι εκατόν πενήντα, οι επιφανέστεροι συμπολίτες τους, ως πρέσβεις εξουσιοδοτημένοι για τη σύναψη συνθήκης με δώρα από τα πιο πολύτιμα για τους Ινδούς προσφέροντας και αυτοί την υποταγή του λαού τους. [6.14.2] Παραδέχονταν ότι ήταν λάθος που δεν έστειλαν πρωτύτερα πρέσβεις προς τον Αλέξανδρο, αλλ᾽ αυτό μπορούσε να τους συγχωρηθεί, γιατί, όπως μερικοί άλλοι, και αυτοί ακόμη περισσότερο επιθυμούσαν την ελευθερία και την αυτονομία τους. Την ελευθερία τους αυτή διατηρούσαν σώα από τότε που ο Διόνυσος ήρθε στην Ινδία μέχρι την άφιξη του Αλεξάνδρου. Αν όμως αποφασίσει ο Αλέξανδρος, επειδή φημολογείται ότι και ο ίδιος είχε θεϊκή καταγωγή, ήταν πρόθυμοι να δεχθούν και όποιο σατράπη θα τους όριζε ο Αλέξανδρος και να πληρώνουν τους φόρους που θα αποφάσιζε ο Αλέξανδρος. Ήταν επίσης πρόθυμοι να παραδώσουν όσους ομήρους θα ζητούσε. [6.14.3] Και ο Αλέξανδρος ζήτησε χίλιους επιφανείς άνδρες της φυλής τους, τους οποίους, αν ήθελε, θα κρατούσε ως ομήρους, ειδάλλως θα τους είχε για να πάρουν μέρος στην εκστρατεία του, έως ότου τελειώσει ο πόλεμος με τους άλλους Ινδούς. Αυτοί του έστειλαν τους χίλιους άνδρες, αφού διάλεξαν τους πιο δυνατούς και τους πιο μεγαλόσωμους και επιπλέον πεντακόσια πολεμικά άρματα, χωρίς να τα ζητήσει, καθώς και τους αναβάτες των αρμάτων. Ο Αλέξανδρος διόρισε τον Φίλιππο σατράπη σε αυτούς και στους Μαλλούς που είχαν απομείνει και άφησε ελεύθερους τους ομήρους, κράτησε όμως τα πολεμικά άρματα.
[6.14.4] Αφού τακτοποίησε και τα ζητήματα αυτά και ναυπήγησε πολλά ακόμη πλοία, όσο καθυστερούσε εξαιτίας του τραύματός του, και επιβίβασε στα πλοία χίλιους εφτακόσιους από τους εταίρους ιππείς και από τους ελαφρά οπλισμένους όσους ακριβώς και πρωτύτερα και δέκα περίπου χιλιάδες πεζούς, έπλευσε για μικρό χρονικό διάστημα προς τα κάτω τον ποταμό Υδραώτη. Εκεί όπου ενώνεται ο Υδραώτης με τον Ακεσίνη —από το σημείο αυτό το όνομα του Ακεσίνη επικρατεί του ονόματος του Υδραώτη— έπλεε και πάλι ακολουθώντας το ρεύμα του Ακεσίνη, έως ότου έφθασε στη συμβολή του Ακεσίνη και του Ινδού. [6.14.5] Διότι και οι τέσσερις αυτοί μεγάλοι και πλωτοί ποταμοί χύνουν τα νερά τους στον Ινδό ποταμό, όχι όμως με το δικό του όνομα ο καθένας, αλλά ο Υδάσπης ενώνεται τελικά με τον Ακεσίνη και, αφού χύσει όλα τα νερά του, παίρνει το όνομα Ακεσίνης. Μετά πάλι ο Ακεσίνης ενώνεται με τον Υδραώτη και μαζί με αυτόν συνεχίζει να διατηρεί το όνομα Ακεσίνης. Στη συνέχεια ο Ακεσίνης, αφού δεχθεί και τα νερά του Ύφαση, εκβάλλει στον Ινδό διατηρώντας ως εκεί το όνομά του, αλλά μετά τη συμβολή του παραδίδει πλέον το όνομά του στον Ινδό. Από εκεί και ως το Δέλτα, όπου διασπάται, πιστεύω ότι φθάνει τους εκατό περίπου σταδίους στο πλάτος και παραπάνω ίσως από εκατό στα μέρη εκείνα που λιμνάζει περισσότερο.