Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (1.11.1-1.11.8)

[1.11.1] Ταῦτα δὲ διαπραξάμενος ἐπανῆλθεν εἰς Μακεδονίαν· καὶ τῷ τε Διὶ τῷ Ὀλυμπίῳ τὴν θυσίαν τὴν ἀπ᾽ Ἀρχελάου ἔτι καθεστῶσαν ἔθυσε καὶ τὸν ἀγῶνα ἐν Αἰγαῖς διέθηκε τὰ Ὀλύμπια· οἱ δὲ καὶ ταῖς Μούσαις λέγουσιν ὅτι ἀγῶνα ἐποίησε. [1.11.2] καὶ ἐν τούτῳ ἀγγέλλεται τὸ Ὀρφέως τοῦ Οἰάγρου τοῦ Θρᾳκὸς ἄγαλμα τὸ ἐν Πιερίδι ἱδρῶσαι ξυνεχῶς· καὶ ἄλλοι ἄλλα ἐπεθείαζον τῶν μάντεων, Ἀρίστανδρος δέ, ἀνὴρ Τελμισσεύς, μάντις, θαρρεῖν ἐκέλευσεν Ἀλέξανδρον· δηλοῦσθαι γὰρ, ὅτι ποιηταῖς ἐπῶν τε καὶ μελῶν καὶ ὅσοι ἀμφὶ ᾠδὴν ἔχουσι πολὺς πόνος ἔσται ποιεῖν τε καὶ ᾄδειν Ἀλέξανδρον καὶ τὰ Ἀλεξάνδρου ἔργα.
[1.11.3] Ἅμα δὲ τῷ ἦρι ἀρχομένῳ ἐξελαύνει ἐφ᾽ Ἑλλησπόντου, τὰ μὲν κατὰ Μακεδονίαν τε καὶ τοὺς Ἕλληνας Ἀντιπάτρῳ ἐπιτρέψας, αὐτὸς δὲ ἄγων πεζοὺς μὲν σὺν ψιλοῖς τε καὶ τοξόταις οὐ πολλῷ πλείους τῶν τρισμυρίων, ἱππέας δὲ ὑπὲρ τοὺς πεντακισχιλίους. ἦν δὲ αὐτῷ ὁ στόλος παρὰ τὴν λίμνην τὴν Κερκινῖτιν ὡς ἐπ᾽ Ἀμφίπολιν καὶ τοῦ Στρυμόνος ποταμοῦ τὰς ἐκβολάς. [1.11.4] διαβὰς δὲ τὸν Στρυμόνα παρήμειβε τὸ Πάγγαιον ὄρος τὴν ὡς ἐπ᾽ Ἄβδηρα καὶ Μαρώνειαν, πόλεις Ἑλληνίδας ἐπὶ θαλάσσῃ ᾠκισμένας. ἔνθεν δὲ ἐπὶ τὸν Ἕβρον ποταμὸν ἀφικόμενος διαβαίνει καὶ τὸν Ἕβρον εὐπετῶς. [1.11.5] ἐκεῖθεν δὲ διὰ τῆς Παιτικῆς ἐπὶ τὸν Μέλανα ποταμὸν ἔρχεται. διαβὰς δὲ καὶ τὸν Μέλανα ἐς Σηστὸν ἀφικνεῖται ἐν εἴκοσι ταῖς πάσαις ἡμέραις ἀπὸ τῆς οἴκοθεν ἐξορμήσεως. ἐλθὼν δὲ ἐς Ἐλαιοῦντα θύει Πρωτεσιλάῳ ἐπὶ τῷ τάφῳ τοῦ Πρωτεσιλάου, ὅτι καὶ Πρωτεσίλαος πρῶτος ἐδόκει ἐκβῆναι ἐς τὴν Ἀσίαν τῶν Ἑλλήνων τῶν ἅμα Ἀγαμέμνονι ἐς Ἴλιον στρατευσάντων. καὶ ὁ νοῦς τῆς θυσίας ἦν ἐπιτυχεστέραν οἷ γενέσθαι ἢ Πρωτεσιλάῳ τὴν ἀπόβασιν.
[1.11.6] Παρμενίων μὲν δὴ τῶν τε πεζῶν τοὺς πολλοὺς καὶ τὴν ἵππον διαβιβάσαι ἐτάχθη ἐκ Σηστοῦ ἐς Ἄβυδον· καὶ διέβησαν τριήρεσι μὲν ἑκατὸν καὶ ἑξήκοντα πλοίοις δὲ ἄλλοις πολλοῖς στρογγύλοις. Ἀλέξανδρον δὲ ἐξ Ἐλαιοῦντος ἐς τὸν Ἀχαιῶν λιμένα κατᾶραι ὁ πλείων λόγος κατέχει, καὶ αὐτόν τε κυβερνῶντα τὴν στρατηγίδα ναῦν διαβάλλειν καὶ, ἐπειδὴ κατὰ μέσον τὸν πόρον τοῦ Ἑλλησπόντου ἐγένετο, σφάξαντα ταῦρον τῷ Ποσειδῶνι καὶ Νηρηίσι σπένδειν ἐκ χρυσῆς φιάλης ἐς τὸν πόντον. [1.11.7] λέγουσι δὲ καὶ πρῶτον ἐκ τῆς νεὼς σὺν τοῖς ὅπλοις ἐκβῆναι αὐτὸν ἐς τὴν γῆν τὴν Ἀσίαν καὶ βωμοὺς ἱδρύσασθαι ὅθεν τε ἐστάλη ἐκ τῆς Εὐρώπης καὶ ὅπου ἐξέβη τῆς Ἀσίας Διὸς ἀποβατηρίου καὶ Ἀθηνᾶς καὶ Ἡρακλέους. ἀνελθόντα δὲ ἐς Ἴλιον τῇ τε Ἀθηνᾷ θῦσαι τῇ Ἰλιάδι, καὶ τὴν πανοπλίαν τὴν αὑτοῦ ἀναθεῖναι ἐς τὸν νεών, καὶ καθελεῖν ἀντὶ ταύτης τῶν ἱερῶν τινα ὅπλων ἔτι ἐκ τοῦ Τρωικοῦ ἔργου σωζόμενα. [1.11.8] καὶ ταῦτα λέγουσιν ὅτι οἱ ὑπασπισταὶ ἔφερον πρὸ αὐτοῦ ἐς τὰς μάχας. θῦσαι δὲ αὐτὸν καὶ Πριάμῳ ἐπὶ τοῦ βωμοῦ τοῦ Διὸς τοῦ Ἑρκείου λόγος κατέχει, μῆνιν Πριάμου παραιτούμενον τῷ Νεοπτολέμου γένει, ὃ δὴ ἐς αὐτὸν καθῆκεν.

[1.11.1] Αφού τακτοποίησε τα ζητήματα αυτά, επέστρεψε στη Μακεδονία· εκεί πρόσφερε στον Ολύμπιο Δία θυσία, η οποία ήταν καθιερωμένη από την εποχή ακόμα του Αρχελάου και οργάνωσε στις Αιγές τον αγώνα των Ολυμπίων· άλλοι λένε ότι οργάνωσε αγώνα και προς τιμήν των Μουσών. [1.11.2] Στο μεταξύ κυκλοφόρησε η φήμη ότι ίδρωνε συνεχώς το άγαλμα του Ορφέα του Θρακιώτη, του γιου του Οιάγρου, που ήταν στην Πιερία. Οι διάφοροι μάντεις έδιναν διαφορετικές εξηγήσεις, ο Αρίστανδρος όμως, ο μάντης από την Τελμισσό, σύστησε στον Αλέξανδρο να έχει θάρρος· γιατί, του είπε, αυτό σήμαινε ότι θα κοπιάσουν πολύ οι επικοί και λυρικοί ποιητές και όλοι γενικά όσοι συνθέτουν ωδές, για να εξυμνήσουν με ποιήματα και ωδές τον Αλέξανδρο και τα κατορθώματά του.
[1.11.3] Μόλις λοιπόν άρχιζε η άνοιξη, ξεκίνησε για τον Ελλήσποντο αναθέτοντας τις υποθέσεις της Μακεδονίας και της Ελλάδος στον Αντίπατρο. Ο ίδιος πήρε μαζί του όχι πολύ περισσότερους από τριάντα χιλιάδες πεζούς στρατιώτες μαζί με τους ελαφρά οπλισμένους και τους τοξότες, καθώς και πάνω από πέντε χιλιάδες ιππείς. Βάδισε κατά μήκος της Κερκινίτιδας λίμνης με κατεύθυνση την Αμφίπολη και τις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα. [1.11.4] Πέρασε τον Στρυμόνα, άφησε πίσω του το Παγγαίον όρος ακολουθώντας την οδό που οδηγεί προς τα Άβδηρα και τη Μαρώνεια, πόλεις ελληνικές χτισμένες κοντά στη θάλασσα. Από εκεί έφθασε στον Έβρο ποταμό που τον πέρασε και αυτόν με ευκολία [1.11.5] Στη συνέχεια διέσχισε την Παιτική και ήρθε στον Μέλανα ποταμό. Αφού πέρασε και τον Μέλανα, έφθασε στη Σηστό μέσα σε είκοσι συνολικά μέρες από τότε που ξεκίνησε από τη Μακεδονία. Όταν έφθασε στον Ελαιούντα, έκαμε θυσία πάνω στον τάφο του Πρωτεσίλαου, επειδή ο Πρωτεσίλαος, όπως αναφέρει η παράδοση, αποβιβάστηκε στην Ασία πρώτος από όλους τους Έλληνες που εξεστράτευσαν στην Τροία μαζί με τον Αγαμέμνονα. Σκοπός της θυσίας ήταν να είναι γι᾽ αυτόν η απόβαση πιο επιτυχημένη από ό,τι για τον Πρωτεσίλαο.
[1.11.6] Ο Παρμενίων λοιπόν ορίστηκε να μεταφέρει από τη Σηστό στην Άβυδο το μεγαλύτερο μέρος του πεζικού και το ιππικό. Και μεταφέρθηκαν πράγματι με εκατόν εξήντα πολεμικά πλοία καθώς και με πολλά άλλα φορτηγά. Η επικρατέστερη παράδοση αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος έπλευσε από τον Ελαιούντα στο λιμάνι των Αχαιών και ότι διέπλευσε τα στενά οδηγώντας ο ίδιος τη ναυαρχίδα. Και όταν έφθασε στο μέσον των στενών του Ελλησπόντου, θυσίασε, όπως λένε, ταύρο στον Ποσειδώνα και στις Νηρηίδες και έκαμε σπονδή με χρυσό κύπελλο στη θάλασσα. [1.11.7] Λένε ακόμη ότι πρώτος ο Αλέξανδρος αποβιβάστηκε από το πλοίο με τα όπλα του στην ασιατική γη και ότι έστησε βωμούς προς τιμήν του Δία, του προστάτη των αποβάσεων, της Αθηνάς και του Ηρακλή και στο μέρος της Ευρώπης από όπου ξεκίνησε και στο μέρος της Ασίας όπου αποβιβάσθηκε και ότι ανέβηκε στο Ίλιο και θυσίασε στην Αθηνά του Ιλίου και ότι αφιέρωσε στον ναό της την πανοπλία του και ότι κατέβασε από τον ναό και έλαβε ως αντάλλαγμα μερικά από τα ιερά όπλα που σώζονταν ακόμη από την εποχή του Τρωικού πολέμου. [1.11.8] Τα όπλα αυτά τα κρατούσαν, όπως λένε, οι υπασπιστές μπροστά από τον Αλέξανδρο κατά την ώρα της μάχης. Υπάρχει μια διαδεδομένη παράδοση ότι θυσίασε ο ίδιος και στον Πρίαμο επάνω στον βωμό του Ερκείου Διός παρακαλώντας να σταματήσει η οργή του Πριάμου προς τη γενιά του Νεοπτόλεμου, η οποία κατέβαινε στον ίδιο.