Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (4.29.7-4.30.6)

[4.29.7] Ὑπὸ δὲ τὴν ἕω παραγγέλλει στρατιώτῃ ἑκάστῳ κόπτειν χάρακας ἑκατὸν κατ᾽ ἄνδρα. καὶ οὗτοι κεκομμένοι ἦσαν καὶ αὐτὸς ἐχώννυεν ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς κορυφῆς τοῦ λόφου, ἵνα ἐστρατοπεδευκότες ἦσαν, ὡς ἐπὶ τὴν πέτραν χῶμα μέγα, ἔνθεν τοξεύματά τε ἂν ἐξικνεῖσθαι ἐς τοὺς προμαχομένους [δυνατὰ] αὐτῷ ἐφαίνετο καὶ ἀπὸ μηχανῶν βέλη ἀφιέμενα· καὶ ἐχώννυον αὐτῷ πᾶς τις ἀντιλαμβανόμενος τοῦ ἔργου· καὶ αὐτὸς ἐφειστήκει θεατὴς καὶ ἐπαινέτης τοῦ ξὺν προθυμίᾳ περαινομένου, κολαστὴς δὲ τοῦ ἐν τῷ παραχρῆμα ἐκλιποῦς.
[4.30.1] Τῇ μὲν δὴ πρώτῃ ἡμέρᾳ ὡς ἐπὶ στάδιον ἔχωσεν αὐτῷ ὁ στρατός. ἐς δὲ τὴν ὑστεραίαν οἵ τε σφενδονῆται σφενδονῶντες ἐς τοὺς Ἰνδοὺς ἐκ τοῦ ἤδη κεχωσμένου καὶ ἀπὸ τῶν μηχανῶν βέλη ἀφιέμενα ἀνέστελλε τῶν Ἰνδῶν τὰς ἐκδρομὰς τὰς ἐπὶ τοὺς χωννύοντας. καὶ ἐχώννυτο αὐτῷ ἐς τρεῖς ἡμέρας ξυνεχῶς τὸ χωρίον. τῇ τετάρτῃ δὲ βιασάμενοι τῶν Μακεδόνων οὐ πολλοὶ κατέσχον ὀλίγον γήλοφον ἰσόπεδον τῇ πέτρᾳ. καὶ Ἀλέξανδρος οὐδέν τι ἐλινύων ἐπῆγε τὸ χῶμα ξυνάψαι ἐθέλων τὸ χωννύμενον τῷ γηλόφῳ, ὅντινα οἱ ὀλίγοι αὐτῷ ἤδη κατεῖχον.
[4.30.2] Οἱ δὲ Ἰνδοὶ πρός τε τὴν ἀδιήγητον τόλμαν τῶν ἐς τὸν γήλοφον βιασαμένων Μακεδόνων ἐκπλαγέντες καὶ τὸ χῶμα ξυνάπτον ἤδη ὁρῶντες, τοῦ μὲν ἀπομάχεσθαι ἔτι ἀπείχοντο, πέμψαντες δὲ κήρυκας σφῶν παρὰ Ἀλέξανδρον ἐθέλειν ἔφασκον ἐνδοῦναι τὴν πέτραν, εἴ σφισι σπένδοιτο. γνώμην δὲ ἐπεποίηντο ἐν τῷ ἔτι διαμέλλοντι τῶν σπονδῶν διαγαγόντες τὴν ἡμέραν νυκτὸς ὡς ἕκαστοι διασκεδάννυσθαι ἐπὶ τὰ σφέτερα ἤθη. [4.30.3] καὶ τοῦτο ὡς ἐπύθετο Ἀλέξανδρος, ἐνδίδωσιν αὐτοῖς χρόνον τε ἐς τὴν ἀποχώρησιν καὶ τῆς φυλακῆς τὴν κύκλωσιν τὴν πάντῃ ἀφελεῖν. καὶ αὐτὸς ἔμενεν ἔστε ἤρξαντο τῆς ἀποχωρήσεως· καὶ ἐν τούτῳ ἀναλαβὼν τῶν σωματοφυλάκων καὶ τῶν ὑπασπιστῶν ἐς ἑπτακοσίους κατὰ τὸ ἐκλελειμμένον τῆς πέτρας ἀνέρχεται ἐς αὐτὴν πρῶτος, καὶ οἱ Μακεδόνες ἄλλος ἄλλῃ ἀνιμῶντες ἀλλήλους ἀνῄεσαν. [4.30.4] καὶ οὗτοι ἐπὶ τοὺς ἀποχωροῦντας τῶν βαρβάρων τραπόμενοι ἀπὸ ξυνθήματος, πολλοὺς μὲν αὐτῶν ἐν τῇ φυγῇ ἀπέκτειναν, οἱ δὲ καὶ πεφοβημένως ἀποχωροῦντες κατὰ τῶν κρημνῶν ῥίψαντες σφᾶς ἀπέθανον. εἴχετό τε Ἀλεξάνδρῳ ἡ πέτρα ἡ τῷ Ἡρακλεῖ ἄπορος γενομένη καὶ ἔθυεν ἐπ᾽ αὐτῇ Ἀλέξανδρος καὶ κατεσκεύασε φρούριον, παραδοὺς Σισικόττῳ ἐπιμελεῖσθαι τῆς φρουρᾶς, ὃς ἐξ Ἰνδῶν μὲν πάλαι ηὐτομολήκει ἐς Βάκτρα παρὰ Βῆσσον, Ἀλεξάνδρου δὲ κατασχόντος τὴν χώραν τὴν Βακτρίαν ξυνεστράτευέ τε αὐτῷ καὶ πιστὸς ἐς τὰ μάλιστα ἐφαίνετο.
[4.30.5] Ἄρας δ᾽ ἐκ τῆς πέτρας ἐς τὴν Ἀσσακηνῶν χώραν ἐμβάλλει. Τὸν γὰρ ἀδελφὸν τὸν Ἀσσακάνου ἐξηγγέλλετο τούς τε ἐλέφαντας ἔχοντα καὶ τῶν προσχώρων βαρβάρων πολλοὺς ξυμπεφευγέναι ἐς τὰ ταύτῃ ὄρη. καὶ ἀφικόμενος ἐς Δύρτα πόλιν τῶν μὲν ‹ἐν›οικούντων οὐδένα καταλαμβάνει οὐδὲ ἐν τῇ χώρᾳ τῇ πρὸς τῇ πόλει· ἐς δὲ τὴν ὑστεραίαν Νέαρχόν τε καὶ Ἀντίοχον τοὺς χιλιάρχους τῶν ὑπασπιστῶν ἐκπέμπει· [4.30.6] καὶ Νεάρχῳ μὲν τοὺς Ἀγριᾶνας τοὺς ψιλοὺς ἄγειν ἔδωκεν, Ἀντιόχῳ δὲ τήν τε αὑτοῦ χιλιαρχίαν καὶ δύο ἐπὶ ταύτῃ ἄλλας. ἐστέλλοντο δὲ τά τε χωρία κατοψόμενοι καὶ εἴ πού τινας τῶν βαρβάρων ξυλλαβεῖν ἐς ἔλεγχον τῶν κατὰ τὴν χώραν, τῶν τε ἄλλων καὶ μάλιστα δὴ τὰ ἀμφὶ τοὺς ἐλέφαντας ἔμελεν αὐτῷ μαθεῖν.

[4.29.7] Την αυγή της επόμενης μέρας παράγγειλε ο Αλέξανδρος στον κάθε στρατιώτη του να κόψει από εκατό πασσάλους ο καθένας. Κόπηκαν οι πάσσαλοι και άρχισε ο Αλέξανδρος να κατασκευάζει ένα μεγάλο πρόχωμα κάνοντας αρχή από την κορυφή του λόφου, όπου είχαν στρατοπεδεύσει οι άνδρες του, μέχρι τον βράχο. Νόμιζε ότι από το πρόχωμα μπορούσαν να φθάσουν τους υπερασπιστές του βράχου τα τοξεύματα και τα βλήματα που έριχναν οι πολιορκητικές μηχανές του. Όλοι οι άνδρες του καταπιάσθηκαν με την κατασκευή του προχώματος. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος επιστατούσε το έργο· παρατηρούσε και επαινούσε όσους τέλειωναν με προθυμία τη δουλειά και τιμωρούσε αμέσως όσους την παραμελούσαν.
[4.30.1] Την πρώτη μέρα, λοιπόν, ο στρατός του έκανε επίχωση σε μήκος ενός σταδίου. Την επομένη οι σφενδονήτες του έριχναν βλήματα στους Ινδούς από το κατασκευασμένο ήδη μέρος του προχώματος και οι μηχανές του έριχναν βέλη που συγκρατούσαν τις επιδρομές των Ινδών εναντίον εκείνων που έκαναν την επίχωση. Επί τρεις μέρες γινόταν συνεχώς η επίχωση της τοποθεσίας. Την τέταρτη μέρα λίγοι Μακεδόνες κατέλαβαν με έφοδο ένα μικρό λόφο που είχε το ίδιο ύψος με τον βράχο. Χωρίς καμία αργοπορία ο Αλέξανδρος επεξέτεινε το πρόχωμα θέλοντας να το ενώσει με τον λόφο που κατείχαν πλέον οι λίγοι στρατιώτες του.
[4.30.2] Οι Ινδοί, επειδή τρόμαξαν από την απερίγραπτη τόλμη των Μακεδόνων, που κυρίευσαν με έφοδο τον λόφο, και έβλεπαν να ενώνεται πλέον το πρόχωμα με τον λόφο, σταμάτησαν να πολεμούν. Έστειλαν κήρυκες στον Αλέξανδρο και έλεγαν ότι ήταν πρόθυμοι να παραδώσουν τον βράχο, αν έρχονταν σε συμφωνία. Είχαν όμως λάβει την απόφαση να περάσουν τη μέρα καθυστερώντας με τη σύναψη της συμφωνίας και να διασκορπισθούν κατά τη διάρκεια της νύχτας ο καθένας στον τόπο του. [4.30.3] Όταν το πληροφορήθηκε ο Αλέξανδρος, τους έδωσε αρκετό χρόνο για να αποχωρήσουν αποσύροντας τελείως τους φρουρούς που τους είχαν κυκλώσει από όλες τις μεριές. Περίμενε ο ίδιος ώσπου να αρχίσει η αποχώρηση και τότε πήρε μαζί του επτακόσιους περίπου σωματοφύλακες και τους υπασπιστές του και ανέβηκε πρώτος στον βράχο από εκεί που είχε εγκαταλειφθεί. Οι Μακεδόνες τράβηξαν ο ένας τον άλλο και ανέβηκαν από διαφορετικά σημεία. [4.30.4] Όταν δόθηκε το σύνθημα, στράφηκαν εναντίον των βαρβάρων που αποχωρούσαν. Σκότωσαν πολλούς από αυτούς κατά τη φυγή, ενώ άλλοι, καθώς αποχωρούσαν πανικόβλητοι, ρίχθηκαν στους γκρεμούς και σκοτώθηκαν. Έτσι ο Αλέξανδρος κατέλαβε τον βράχο, που δεν είχε κατορθώσει να καταλάβει ο Ηρακλής. Πρόσφερε θυσία επάνω στον βράχο και κατασκεύασε φρούριο, του οποίου τη φρούρηση ανέθεσε στον Σισίκοττο. Αυτός είχε προ καιρού εγκαταλείψει τους Ινδούς και είχε προσχωρήσει στον Βήσσο, στα Βάκτρα, από τότε όμως που κυρίευσε ο Αλέξανδρος την Βακτριανή, εκστράτευε μαζί του και φαινόταν πολύ έμπιστος.
[4.30.5] Ο Αλέξανδρος κίνησε από τον βράχο της Αόρνου και εισέβαλε στη χώρα των Ασσακηνών, γιατί τον πληροφόρησαν ότι ο αδελφός του Ασσακάνου είχε καταφύγει στα βουνά της περιοχής έχοντας μαζί του τους ελέφαντες και πολλούς γειτονικούς βαρβάρους. Και φθάνοντας στην πόλη Δύρτα δεν βρήκε κανένα από τους κατοίκους της σε αυτήν ούτε στην ύπαιθρο χώρα που ήταν κοντά στην πόλη. Την επομένη έστειλε τον Νέαρχο και τον Αντίοχο, που ήταν χιλίαρχοι των υπασπιστών. [4.30.6] Ανέθεσε στον Νέαρχο να οδηγεί τους ελαφρά οπλισμένους Αγριάνες και στον Αντίοχο τη δική του χιλιαρχία και εκτός από αυτήν άλλες δύο. Σκοπός της αποστολής τους ήταν να κατασκοπεύσουν τα μέρη εκείνα, να συλλάβουν, αν βρουν κάπου μερικούς βαρβάρους, και να τους ανακρίνουν για την κατάσταση της περιοχής τους. Ενδιαφερόταν να μάθει και για άλλα βέβαια πράγματα, προ πάντων όμως για τους ελέφαντες.