Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (4.28.6-4.29.6)

[4.28.6] Ἀλέξανδρος δὲ τῆς μὲν χώρας τῆς ἐπὶ τάδε τοῦ Ἰνδοῦ ποταμοῦ σατράπην κατέστησε Νικάνορα τῶν ἑταίρων. αὐτὸς δὲ τὰ μὲν πρῶτα ὡς ἐπὶ τὸν Ἰνδὸν ποταμὸν ἦγε, καὶ πόλιν τε Πευκελαῶτιν οὐ πόρρω τοῦ Ἰνδοῦ ᾠκισμένην ὁμολογίᾳ παρεστήσατο καὶ ἐν αὐτῇ φρουρὰν καταστήσας τῶν Μακεδόνων καὶ Φίλιππον ἐπὶ τῇ φρουρᾷ ἡγεμόνα, ὁ δὲ καὶ ἄλλα προσηγάγετο μικρὰ πολίσματα πρὸς τῷ Ἰνδῷ ποταμῷ ᾠκισμένα. ξυνείποντο δὲ αὐτῷ Κωφαῖός τε καὶ Ἀσσαγέτης οἱ ὕπαρχοι τῆς χώρας. [4.28.7] ἀφικόμενος δὲ ἐς Ἐμβόλιμα πόλιν, ἣ ξύνεγγυς τῆς πέτρας τῆς Ἀόρνου ᾠκεῖτο, Κρατερὸν μὲν ξὺν μέρει τῆς στρατιᾶς καταλείπει αὐτοῦ, σῖτόν τε ἐς τὴν πόλιν ὡς πλεῖστον ξυνάγειν καὶ ὅσα ἄλλα ἐς χρόνιον τριβήν, ὡς ἐντεῦθεν ὁρμωμένους τοὺς Μακεδόνας χρονίῳ πολιορκίᾳ ἐκτρυχῶσαι τοὺς κατέχοντας τὴν πέτραν, εἰ μὴ ἐξ ἐφόδου ληφθείη. [4.28.8] αὐτὸς δὲ τοὺς τοξότας τε ἀναλαβὼν καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας καὶ τὴν Κοίνου τάξιν καὶ ἀπὸ τῆς ἄλλης φάλαγγος ἐπιλέξας τοὺς κουφοτάτους τε καὶ ἅμα εὐοπλοτάτους καὶ τῶν ἑταίρων ἱππέων ἐς διακοσίους καὶ ἱπποτοξότας ἐς ἑκατὸν προσῆγε τῇ πέτρᾳ. καὶ ταύτῃ μὲν τῇ ἡμέρᾳ κατεστρατοπεδεύσατο, ἵνα ἐπιτήδειον αὐτῷ ἐφαίνετο, τῇ δὲ ὑστεραίᾳ ὀλίγον προελθὼν ὡς πρὸς τὴν πέτραν αὖθις ἐστρατοπεδεύσατο.
[4.29.1] Καὶ ἐν τούτῳ ἧκον παρ᾽ αὐτὸν τῶν προσχώρων τινές, σφᾶς τε αὐτοὺς ἐνδιδόντες καὶ ἡγήσεσθαι φάσκοντες ἐς τῆς πέτρας τὸ ἐπιμαχώτατον, ὅθεν οὐ χαλεπὸν αὐτῷ ἔσεσθαι ἑλεῖν τὸ χωρίον. καὶ ξὺν τούτοις πέμπει Πτολεμαῖον τὸν Λάγου τὸν σωματοφύλακα τούς τε Ἀγριᾶνας ἄγοντα καὶ τοὺς ψιλοὺς τοὺς ἄλλους καὶ τῶν ὑπασπιστῶν ἐπιλέκτους, προστάξας, ἐπειδὰν καταλάβῃ τὸ χωρίον, κατέχειν μὲν αὐτὸ ἰσχυρᾷ φυλακῇ, οἷ δὲ σημαίνειν ὅτι ἔχεται. [4.29.2] καὶ Πτολεμαῖος ἐλθὼν ὁδὸν τραχεῖάν τε καὶ δύσπορον λανθάνει τοὺς βαρβάρους κατασχὼν τὸν τόπον· καὶ τοῦτον χάρακι ἐν κύκλῳ καὶ τάφρῳ ὀχυρώσας πυρσὸν αἴρει ἀπὸ τοῦ ὄρους ἔνθεν ὀφθήσεσθαι ὑπὸ Ἀλεξάνδρου ἔμελλεν. καὶ ὤφθη τε ἅμα ἡ φλὸξ καὶ Ἀλέξανδρος ἐπῆγε τῇ ὑστεραίᾳ τὴν στρατιάν· ἀμυνομένων δὲ τῶν βαρβάρων οὐδὲν πλέον αὐτῷ ὑπὸ δυσχωρίας ἐγίγνετο. [4.29.3] ὡς δὲ Ἀλεξάνδρῳ ἄπορον τὴν προσβολὴν κατέμαθον οἱ βάρβαροι, ἀναστρέψαντες τοῖς ἀμφὶ Πτολεμαῖον αὐτοὶ προσέβαλλον· καὶ γίγνεται αὐτῶν τε καὶ τῶν Μακεδόνων μάχη καρτερά, τῶν μὲν διασπάσαι τὸν χάρακα σπουδὴν ποιουμένων, τῶν Ἰνδῶν, Πτολεμαίου δὲ διαφυλάξαι τὸ χωρίον· καὶ μεῖον σχόντες οἱ βάρβαροι ἐν τῷ ἀκροβολισμῷ νυκτὸς ἐπιγενομένης ἀπεχώρησαν.
[4.29.4] Ἀλέξανδρος δὲ τῶν Ἰνδῶν τινα τῶν αὐτομόλων πιστόν τε ἄλλως καὶ τῶν χωρίων δαήμονα ἐπιλεξάμενος πέμπει παρὰ Πτολεμαῖον τῆς νυκτὸς, γράμματα φέροντα τὸν Ἰνδόν, ἵνα ἐνεγέγραπτο, ἐπειδὰν αὐτὸς προσβάλλῃ τῇ πέτρᾳ, τὸν δὲ ἐπιέναι τοῖς βαρβάροις κατὰ τὸ ὄρος μηδὲ ἀγαπᾶν ἐν φυλακῇ ἔχοντα τὸ χωρίον, ὡς ἀμφοτέρωθεν βαλλομένους τοὺς Ἰνδοὺς ἀμφιβόλους γίγνεσθαι. [4.29.5] καὶ αὐτὸς ἅμα τῇ ἡμέρᾳ ἄρας ἐκ τοῦ στρατοπέδου προσῆγε τὴν στρατιὰν κατὰ τὴν πρόσβασιν, ᾗ Πτολεμαῖος λαθὼν ἀνέβη, γνώμην ποιούμενος, ὡς, εἰ ταύτῃ βιασάμενος ξυμμίξει τοῖς ἀμφὶ Πτολεμαῖον, οὐ χαλεπὸν ἔτι ἐσόμενον αὐτῷ τὸ ἔργον. [4.29.6] καὶ ξυνέβη οὕτως. ἔστε μὲν γὰρ ἐπὶ μεσημβρίαν ξυνειστήκει καρτερὰ μάχη τοῖς τε Ἰνδοῖς καὶ τοῖς Μακεδόσιν, τῶν μὲν ἐκβιαζομένων ἐς τὴν πρόσβασιν, τῶν δὲ βαλλόντων ἀνιόντας· ὡς δὲ οὐκ ἀνίεσαν οἱ Μακεδόνες, ἄλλοι ἐπ᾽ ἄλλοις ἐπιόντες, οἱ δὲ πρόσθεν ἀναπαυόμενοι, μόγις δὴ ἀμφὶ δείλην ἐκράτησαν τῆς παρόδου καὶ ξυνέμιξαν τοῖς ξὺν Πτολεμαίῳ. ἐκεῖθεν δὲ ὁμοῦ ἤδη γενομένη ἡ στρατιὰ πᾶσα ἐπήγετο αὖθις ὡς ἐπ᾽ αὐτὴν τὴν πέτραν· ἀλλὰ γὰρ ἔτι ἄπορος ἦν αὐτῇ ἡ προσβολή, ταύτῃ μὲν δὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦτο τὸ τέλος γίγνεται.

[4.28.6] Ο Αλέξανδρος διόρισε σατράπη της περιοχής που είναι δυτικά του Ινδού ποταμού τον Νικάνορα, έναν από τους εταίρους. Ο ίδιος προχώρησε πρώτα προς τον Ινδό ποταμό. Πήρε με το μέρος του έπειτα από συμφωνία την πόλη Πευκελαώτιδα, που ήταν χτισμένη κοντά στον Ινδό ποταμό, και τοποθέτησε σε αυτή μακεδονική φρουρά και φρούραρχο τον Φίλιππο· μετά υπέταξε και άλλες μικρές πόλεις χτισμένες κοντά στον Ινδό. Τον ακολουθούσαν ο Κωφαίος και ο Ασσαγέτης, οι ύπαρχοι της περιοχής. [4.28.7] Όταν έφθασε στην πόλη Εμβόλιμα, που ήταν χτισμένη κοντά στον βράχο της Αόρνου, άφησε εκεί τον Κρατερό με μέρος του στρατού, για να συγκεντρώσει στην πόλη όσο περισσότερο σιτάρι μπορούσε, καθώς και όσα άλλα ήταν απαραίτητα για μακροχρόνια παράταση των επιχειρήσεων, ώστε οι Μακεδόνες έχοντας την πόλη αυτή ως ορμητήριο να ταλαιπωρήσουν εκείνους που κατείχαν τον βράχο με παρατεινόμενη πολιορκία, στην περίπτωση που ο βράχος δεν κυριευόταν με επίθεση. [4.28.8] Ο ίδιος ο Αλέξανδρος, αφού πήρε μαζί του τους τοξότες και τους Αγριάνες και τη φάλαγγα του Κοίνου και διάλεξε από την υπόλοιπη φάλαγγα όσους είχαν τον ελαφρότερο και συγχρόνως τον καλύτερο οπλισμό και διακόσιους περίπου εταίρους ιππείς και εκατό περίπου ιπποτοξότες, τους οδήγησε κατά του βράχου. Τη μέρα εκείνη στρατοπέδευσε στο μέρος που του φαινόταν κατάλληλο, ενώ την επομένη προχώρησε λίγο προς τον βράχο και στρατοπέδευσε πάλι.
[4.29.1] Στο μεταξύ έφθασαν στον Αλέξανδρο μερικοί από τους κατοίκους των γύρω περιοχών και παραδόθηκαν διαβεβαιώνοντάς τον ότι θα τον οδηγήσουν στο πιο ευπρόσβλητο σημείο του βράχου, από όπου δεν θα ήταν δύσκολο να καταλάβει την τοποθεσία. Μαζί με αυτούς έστειλε ο Αλέξανδρος τον σωματοφύλακα Πτολεμαίο, τον γιο του Λάγου, επικεφαλής των Αγριάνων και των άλλων ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών και των επιλέκτων υπασπιστών, διατάζοντάς τον, μόλις καταλάβει την τοποθεσία, να την εξασφαλίσει με ισχυρή φρουρά και να τον ειδοποιήσει με σήμα του ότι την κατέλαβε. [4.29.2] Ο Πτολεμαίος πέρασε από έναν ανώμαλο και δύσβατο δρόμο και κυρίευσε την τοποθεσία χωρίς να τον αντιληφθούν οι βάρβαροι. Την οχύρωσε γύρω γύρω με χαράκωμα και τάφρο και ύψωσε δαυλό από το βουνό, εκεί όπου θα τον έβλεπε ο Αλέξανδρος. Όταν ο Αλέξανδρος είδε τη φλόγα, οδήγησε χωρίς καθυστέρηση την επόμενη μέρα τον στρατό του. Όπως όμως αμύνονταν οι βάρβαροι, δεν είχε καμία επιτυχία, επειδή το έδαφος ήταν ανώμαλο. [4.29.3] Όταν κατάλαβαν οι βάρβαροι ότι ήταν χωρίς αποτέλεσμα η επίθεση του Αλεξάνδρου, στράφηκαν κατά των ανδρών του Πτολεμαίου και έκαναν αυτοί τώρα επίθεση. Και έγινε σφοδρή μάχη ανάμεσα στους βαρβάρους και τους Μακεδόνες, επειδή οι Ινδοί προσπαθούσαν να καταστρέψουν με κάθε τρόπο το χαράκωμα, ενώ ο Πτολεμαίος να κρατήσει την τοποθεσία. Επειδή όμως οι βάρβαροι φάνηκαν κατώτεροι στην αψιμαχία, αποχώρησαν μόλις νύχτωσε.
[4.29.4] Ο Αλέξανδρος διάλεξε έναν από τους Ινδούς λιποτάκτες, ο οποίος και πολύ έμπιστος ήταν και γνώριζε καλά τα μέρη, και τον έστειλε τη νύχτα στον Πτολεμαίο να του φέρει επιστολή. Σε αυτήν του έγραφε να επιτεθεί κατά των βαρβάρων από το βουνό, όταν ο ίδιος θα προσέβαλε τον βράχο και να μην περιορισθεί στη φρούρηση της τοποθεσίας, επειδή, αν χτυπούσαν και από τις δυο μεριές, οι Ινδοί δεν θα ήξεραν τί να κάνουν. [4.29.5] Μόλις ξημέρωσε, ξεκίνησε ο ίδιος από το στρατόπεδο και οδήγησε τον στρατό του προς τη δίοδο, από την οποία είχε ανέβει ο Πτολεμαίος χωρίς να γίνει αντιληπτός. Είχε τη γνώμη ότι αν παραβίαζε τη δίοδο αυτή και συνενωνόταν με τη δύναμη του Πτολεμαίου, η επιχείρηση δεν θα ήταν πλέον δύσκολη. [4.29.6] Συνέβησαν έτσι τα πράγματα, δηλαδή ως το μεσημέρι εξακολουθούσε να συνάπτεται σκληρή μάχη ανάμεσα στους Ινδούς και τους Μακεδόνες, επειδή οι Μακεδόνες προσπαθούσαν να παραβιάσουν τη δίοδο, ενώ οι Ινδοί τους έριχναν βλήματα, καθώς ανέβαιναν. Επειδή όμως οι Μακεδόνες δεν σταματούσαν, αλλά άλλοι διαδέχονταν άλλους στην επίθεση, ενώ αναπαύονταν οι προηγούμενοι, κυρίευσαν με δυσκολία μόλις κατά το δειλινό τη δίοδο και ενώθηκαν με τη δύναμη του Πτολεμαίου. Από εκεί ενωμένος πλέον όλος ο στρατός του Αλεξάνδρου όρμησε ξανά εναντίον αυτού του βράχου. Η επίθεση όμως του Αλεξάνδρου έγινε χωρίς αποτέλεσμα, και έτσι τελείωσε αυτήν την ημέρα η επιχείρηση.