Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (2.75.1-2.76.4)

[2.75.1] Τοσαῦτα ἐπιθειάσας καθίστη ἐς πόλεμον τὸν στρατόν, καὶ πρῶτον μὲν περιεσταύρωσαν αὐτοὺς τοῖς δένδρεσιν ἃ ἔκοψαν, τοῦ μηδένα ἐπεξιέναι, ἔπειτα χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν, ἐλπίζοντες ταχίστην αἵρεσιν ἔσεσθαι αὐτῶν στρατεύματος τοσούτου ἐργαζομένου. [2.75.2] ξύλα μὲν οὖν τέμνοντες ἐκ τοῦ Κιθαιρῶνος παρῳκοδόμουν ἑκατέρωθεν, φορμηδὸν ἀντὶ τοίχων τιθέντες, ὅπως μὴ διαχέοιτο ἐπὶ πολὺ τὸ χῶμα· ἐφόρουν δὲ ὕλην ἐς αὐτὸ καὶ λίθους καὶ γῆν καὶεἴ τι ἄλλο ἁνύτειν μέλλοι ἐπιβαλλόμενον. [2.75.3] ἡμέρας δὲ ἔχουν † ἑβδομήκοντα † καὶ νύκτας ξυνεχῶς, διῃρημένοι κατ᾽ ἀναπαύλας, ὥστε τοὺς μὲν φέρειν, τοὺς δὲ ὕπνον τε καὶ σῖτον αἱρεῖσθαι· Λακεδαιμονίων τε οἱ ξεναγοὶ ἑκάστης πόλεως ξυνεφεστῶτες ἠνάγκαζον ἐς τὸ ἔργον. [2.75.4] οἱ δὲ Πλαταιῆς ὁρῶντες τὸ χῶμα αἰρόμενον, ξύλινον τεῖχος ξυνθέντες καὶ ἐπιστήσαντες τῷ ἑαυτῶν τείχει ᾗ προσεχοῦτο, ἐσῳκοδόμουν ἐς αὐτὸ πλίνθους ἐκ τῶν ἐγγὺς οἰκιῶν καθαιροῦντες. [2.75.5] ξύνδεσμος δ᾽ ἦν αὐτοῖς τὰ ξύλα, τοῦ μὴ ὑψηλὸν γιγνόμενον ἀσθενὲς εἶναι τὸ οἰκοδόμημα, καὶ προκαλύμματα εἶχε δέρσεις καὶ διφθέρας, ὥστε τοὺς ἐργαζομένους καὶ τὰ ξύλα μήτε πυρφόροις οἰστοῖς βάλλεσθαι ἐν ἀσφαλείᾳ τε εἶναι. [2.75.6] ᾔρετο δὲ τὸ ὕψος τοῦ τείχους μέγα, καὶ τὸ χῶμα οὐ σχολαίτερον ἀντανῄει αὐτῷ. καὶ οἱ Πλαταιῆς τοιόνδε τι ἐπινοοῦσιν· διελόντες τοῦ τείχους ᾗ προσέπιπτε τὸ χῶμα ἐσεφόρουν τὴν γῆν. [2.76.1] οἱ δὲ Πελοποννήσιοι αἰσθόμενοι ἐν ταρσοῖς καλάμου πηλὸν ἐνίλλοντες ἐσέβαλλον ἐς τὸ διῃρημένον, ὅπως μὴ διαχεόμενον ὥσπερ ἡ γῆ φοροῖτο. [2.76.2] οἱ δὲ ταύτῃ ἀποκλῃόμενοι τοῦτο μὲν ἐπέσχον, ὑπόνομον δὲ ἐκ τῆς πόλεως ὀρύξαντες καὶ ξυντεκμηράμενοι ὑπὸ τὸ χῶμα ὑφεῖλκον αὖθις παρὰ σφᾶς τὸν χοῦν· καὶ ἐλάνθανον ἐπὶ πολὺ τοὺς ἔξω, ὥστε ἐπιβάλλοντας ἧσσον ἁνύτειν ὑπαγομένου αὐτοῖς κάτωθεν τοῦ χώματος καὶ ἱζάνοντος αἰεὶ ἐπὶ τὸ κενούμενον. [2.76.3] δεδιότες δὲ μὴ οὐδ᾽ οὕτω δύνωνται ὀλίγοι πρὸς πολλοὺς ἀντέχειν, προσεπεξηῦρον τόδε· τὸ μὲν μέγα οἰκοδόμημα ἐπαύσαντο ἐργαζόμενοι τὸ κατὰ τὸ χῶμα, ἔνθεν δὲ καὶ ἔνθεν αὐτοῦ ἀρξάμενοι ἀπὸ τοῦ βραχέος τείχους ἐκ τοῦ ἐντὸς μηνοειδὲς ἐς τὴν πόλιν ἐσῳκοδόμουν, ὅπως, εἰ τὸ μέγα τεῖχος ἁλίσκοιτο, τοῦτ᾽ ἀντέχοι, καὶ δέοι τοὺς ἐναντίους αὖθις πρὸς αὐτὸ χοῦν καὶ προχωροῦντας ἔσω διπλάσιόν τε πόνον ἔχειν καὶ ἐν ἀμφιβόλῳ μᾶλλον γίγνεσθαι. [2.76.4] ἅμα δὲ τῇ χώσει καὶ μηχανὰς προσῆγον οἱ Πελοποννήσιοι τῇ πόλει, μίαν μὲν ἣ τοῦ μεγάλου οἰκοδομήματος κατὰ τὸ χῶμα προσαχθεῖσα ἐπὶ μέγα τε κατέσεισε καὶ τοὺς Πλαταιᾶς ἐφόβησεν, ἄλλας δὲ ἄλλῃ τοῦ τείχους, ἃς βρόχους τε περιβάλλοντες ἀνέκλων οἱ Πλαταιῆς, καὶ δοκοὺς μεγάλας ἀρτήσαντες ἁλύσεσι μακραῖς σιδηραῖς ἀπὸ τῆς τομῆς ἑκατέρωθεν ἀπὸ κεραιῶν δύο ἐπικεκλιμένων καὶ ὑπερτεινουσῶν ὑπὲρ τοῦ τείχους ἀνελκύσαντες ἐγκαρσίας, ὁπότε προσπεσεῖσθαί πῃ μέλλοι ἡ μηχανή, ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῖς ταῖς ἁλύσεσι καὶ οὐ διὰ χειρὸς ἔχοντες, ἡ δὲ ῥύμῃ ἐμπίπτουσα ἀπεκαύλιζε τὸ προῦχον τῆς ἐμβολῆς.

[2.75.1] Μετά την επίκλησή του στους θεούς, ετοίμασε τον στρατό του για επιχειρήσεις. Πρώτα, με τα δέντρα που έκοψαν έκαναν έναν σταυρωτό φράχτη γύρω από τα τείχη, ώστε να μην μπορούν οι Πλαταιείς να κάνουν καμιά έξοδο. Ύστερα άρχισαν να κατασκευάζουν ένα ανάχωμα κολλητά στο τείχος, ελπίζοντας ότι με τόσον στρατό που δούλευε, σύντομα θα κυρίευαν την πόλη. [2.75.2] Με δέντρα που έκοβαν από τον Κιθαιρώνα κατασκεύαζαν σταυρωτό πλέγμα, αντί τοίχο, από τις δυο μεριές του αναχώματος, για να μην σκορπάει το χώμα. Μεταχειρίστηκαν ξύλα, πέτρες και χώμα και ό,τι άλλο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να στερεωθεί καλά το ανάχωμα. [2.75.3] Δούλεψαν αδιάκοπα μέρες και νύχτες, χωρισμένοι σε βάρδιες, ώστε ένα μέρος του στρατού να δουλεύει και το άλλο να κοιμάται ή να τρώει. Οι Λακεδαιμόνιοι αξιωματικοί που διοικούσαν τα συμμαχικά τμήματα έβιαζαν τον στρατό να δουλεύει. [2.75.4] Οι Πλαταιείς, βλέποντας το ανάχωμα να υψώνεται, κατασκεύασαν ένα ξύλινο πλέγμα και το έστησαν επάνω στο δικό τους τείχος, αντίκρυ στο ανάχωμα. Ανάμεσα στα ξύλα του έβαζαν τούβλα τα οποία έπαιρναν από τα γειτονικά σπίτια που γκρέμιζαν. [2.75.5] Ο ξύλινος σκελετός συγκρατούσε τα τούβλα για να μένει σταθερό το έργο όσο υψωνόταν. Προς τα έξω το είχαν καλύψει με κατεργασμένα και ακατέργαστα δέρματα, ώστε να έχουν ασφάλεια και να προστατεύονται κι από εμπρηστικά ακόμα βέλη και τα ξύλα και όσοι εργάζονταν εκεί. [2.75.6] Έτσι το τείχος υψώθηκε πολύ, αλλά και το ανάχωμα υψωνόταν με τον ίδιο ρυθμό. Τότε οι Πλαταιείς επινόησαν και το εξής. Άνοιξαν τρύπες στο τείχος τους, εκεί που ήταν κολλητό το ανάχωμα, και αφαιρούσαν το χώμα από κάτω.
[2.76.1] Οι Πελοποννήσιοι το κατάλαβαν και άρχισαν να βάζουν σ᾽ εκείνο το μέρος καλάθια γεμάτα πηλό για να μην σκορπάει, όπως το χώμα, και να μην μπορεί να μεταφέρεται εύκολα. [2.76.2] Οι Πλαταιείς, βλέποντας ότι η προσπάθειά τους αυτή δεν πέτυχε, την παράτησαν κι έσκαψαν, από μέσα από την πόλη, μιαν υπόνομο. Υπολόγισαν το μάκρος της ώστε να φτάσει κάτω από το ανάχωμα και άρχισαν πάλι ν᾽ αφαιρούν το χώμα από κάτω. Για πολύν καιρό οι πολιορκητές δεν κατάλαβαν τίποτε. Όσο και αν στοίβαζαν υλικά επάνω στο ανάχωμα, αυτό δεν υψωνόταν παρά πολύ λίγο, γιατί οι Πλαταιείς έσκαβαν από κάτω και το χώμα κατακάθιζε. [2.76.3] Οι πολιορκημένοι, όμως, με τον φόβο ότι ούτε με τον τρόπο αυτό θα μπορέσουν, τόσο λίγοι αυτοί, ν᾽ ανθέξουν σε τόσο πολλούς, μηχανεύτηκαν και το ακόλουθο. Έπαψαν να δουλεύουν στο απέναντι του αναχώματος πρόσθετο τείχος και, ξεκινώντας από τις δύο του άκρες, αλλά στο ύψος του παλιού τείχους, άρχισαν να χτίζουν νέο τείχος, εσωτερικό, σε σχήμα μισοφέγγαρου, έτσι ώστε, αν ο εχθρός κυρίευε το εξωτερικό ψηλό τείχος, να μπορέσουν ν᾽ αμυνθούν από το εσωτερικό αυτό τείχος και ν᾽ αναγκαστούν οι πολιορκητές να κάνουν πάλι ανάχωμα. Όσο θα προχωρούσαν οι πολιορκητές προς το νέο αυτό τείχος, τόσο θα συναντούσαν δυσκολίες και θα κινδύνευαν από πλευρικές επιθέσεις. [2.76.4] Οι Πελοποννήσιοι, όμως, ενώ εργάζονταν στο ανάχωμα, έφεραν, ταυτόχρονα, πολιορκητικές μηχανές. Μια απ᾽ αυτές στήθηκε αντίκρυ στο ψηλό πρόσθετο τείχος και το γκρέμισε σε αρκετή έκταση. Τούτο κατατρόμαξε τους Πλαιταιείς. Άλλες μηχανές στήθηκαν σε άλλα σημεία, αλλά οι Πλαταιείς κατόρθωναν, με θηλιές, να κάνουν το χτύπημα να παρεκκλίνει. Έκαναν και το εξής: κρεμούσαν, από τις δύο άκρες, μεγάλα δοκάρια με αλυσίδες δεμένες σε δυο κεραίες που εξείχαν απ᾽ το τείχος κι όταν η πολιορκητική μηχανή ετοιμαζόταν να χτυπήσει, ύψωναν πρώτα το δοκάρι σε τρόπο που να είναι εγκάρσιο σχετικά με την πολιορκητική μηχανή, και ύστερα χαλάρωναν τις αλυσίδες, και το δοκάρι, πέφτοντας εγκάρσια και με μεγάλη φόρα, έσπαζε την κεφαλή του εμβόλου.