Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (2.57.1-2.60.7)

[2.57.1] Ὅσον δὲ χρόνον οἵ τε Πελοποννήσιοι ἦσαν ἐν τῇ γῇ τῇ Ἀθηναίων καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐστράτευον ἐπὶ τῶν νεῶν, ἡ νόσος ἔν τε τῇ στρατιᾷ τοὺς Ἀθηναίους ἔφθειρε καὶ ἐν τῇ πόλει, ὥστε καὶ ἐλέχθη τοὺς Πελοποννησίους δείσαντας τὸ νόσημα, ὡς ἐπυνθάνοντο τῶν αὐτομόλων ὅτι ἐν τῇ πόλει εἴη καὶ θάπτοντας ἅμα ᾐσθάνοντο, θᾶσσον ἐκ τῆς γῆς ἐξελθεῖν. [2.57.2] τῇ δὲ ἐσβολῇ ταύτῃ πλεῖστόν τε χρόνον ἐνέμειναν καὶ τὴν γῆν πᾶσαν ἔτεμον· ἡμέρας γὰρ τεσσαράκοντα μάλιστα ἐν τῇ γῇ τῇ Ἀττικῇ ἐγένοντο.
[2.58.1] Τοῦ δ᾽ αὐτοῦ θέρους Ἅγνων ὁ Νικίου καὶ Κλεόπομπος ὁ Κλεινίου, ξυστράτηγοι ὄντες Περικλέους, λαβόντες τὴν στρατιὰν ᾗπερ ἐκεῖνος ἐχρήσατο ἐστράτευσαν εὐθὺς ἐπὶ Χαλκιδέας τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης καὶ Ποτείδαιαν ἔτι πολιορκουμένην, ἀφικόμενοι δὲ μηχανάς τε τῇ Ποτειδαίᾳ προσέφερον καὶ παντὶ τρόπῳ ἐπειρῶντο ἑλεῖν. [2.58.2] προυχώρει δὲ αὐτοῖς οὔτε ἡ αἵρεσις τῆς πόλεως οὔτε τἆλλα τῆς παρασκευῆς ἀξίως· ἐπιγενομένη γὰρ ἡ νόσος ἐνταῦθα δὴ πάνυ ἐπίεσε τοὺς Ἀθηναίους, φθείρουσα τὴν στρατιάν, ὥστε καὶ τοὺς προτέρους στρατιώτας νοσῆσαι τῶν Ἀθηναίων ἀπὸ τῆς ξὺν Ἅγνωνι στρατιᾶς, ἐν τῷ πρὸ τοῦ χρόνῳ ὑγιαίνοντας. Φορμίων δὲ καὶ οἱ ἑξακόσιοι καὶ χίλιοι οὐκέτι ἦσαν περὶ Χαλκιδέας. [2.58.3] ὁ μὲν οὖν Ἅγνων ἀνεχώρησε ταῖς ναυσὶν ἐς τὰς Ἀθήνας, ἀπὸ τετρακισχιλίων ὁπλιτῶν χιλίους καὶ πεντήκοντα τῇ νόσῳ ἀπολέσας ἐν τεσσαράκοντα μάλιστα ἡμέραις· οἱ δὲ πρότεροι στρατιῶται κατὰ χώραν μένοντες ἐπολιόρκουν τὴν Ποτείδαιαν.
[2.59.1] Μετὰ δὲ τὴν δευτέραν ἐσβολὴν τῶν Πελοποννησίων οἱ Ἀθηναῖοι, ὡς ἥ τε γῆ αὐτῶν ἐτέτμητο τὸ δεύτερον καὶ ἡ νόσος ἐπέκειτο ἅμα καὶ ὁ πόλεμος, ἠλλοίωντο τὰς γνώμας, [2.59.2] καὶ τὸν μὲν Περικλέα ἐν αἰτίᾳ εἶχον ὡς πείσαντα σφᾶς πολεμεῖν καὶ δι᾽ ἐκεῖνον ταῖς ξυμφοραῖς περιπεπτωκότες, πρὸς δὲ τοὺς Λακεδαιμονίους ὥρμηντο ξυγχωρεῖν· καὶ πρέσβεις τινὰς πέμψαντες ὡς αὐτοὺς ἄπρακτοι ἐγένοντο. πανταχόθεν τε τῇ γνώμῃ ἄποροι καθεστηκότες ἐνέκειντο τῷ Περικλεῖ. [2.59.3] ὁ δὲ ὁρῶν αὐτοὺς πρὸς τὰ παρόντα χαλεπαίνοντας καὶ πάντα ποιοῦντας ἅπερ αὐτὸς ἤλπιζε, ξύλλογον ποιήσας (ἔτι δ᾽ ἐστρατήγει) ἐβούλετο θαρσῦναί τε καὶ ἀπαγαγὼν τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης πρὸς τὸ ἠπιώτερον καὶ ἀδεέστερον καταστῆσαι· παρελθὼν δὲ ἔλεξε τοιάδε.
[2.60.1] «Καὶ προσδεχομένῳ μοι τὰ τῆς ὀργῆς ὑμῶν ἔς με γεγένηται (αἰσθάνομαι γὰρ τὰς αἰτίας) καὶ ἐκκλησίαν τούτου ἕνεκα ξυνήγαγον, ὅπως ὑπομνήσω καὶ μέμψωμαι εἴ τι μὴ ὀρθῶς ἢ ἐμοὶ χαλεπαίνετε ἢ ταῖς ξυμφοραῖς εἴκετε. [2.60.2] ἐγὼ γὰρ ἡγοῦμαι πόλιν πλείω ξύμπασαν ὀρθουμένην ὠφελεῖν τοὺς ἰδιώτας ἢ καθ᾽ ἕκαστον τῶν πολιτῶν εὐπραγοῦσαν, ἁθρόαν δὲ σφαλλομένην. [2.60.3] καλῶς μὲν γὰρ φερόμενος ἀνὴρ τὸ καθ᾽ ἑαυτὸν διαφθειρομένης τῆς πατρίδος οὐδὲν ἧσσον ξυναπόλλυται, κακοτυχῶν δὲ ἐν εὐτυχούσῃ πολλῷ μᾶλλον διασῴζεται. [2.60.4] ὁπότε οὖν πόλις μὲν τὰς ἰδίας ξυμφορὰς οἵα τε φέρειν, εἷς δ᾽ ἕκαστος τὰς ἐκείνης ἀδύνατος, πῶς οὐ χρὴ πάντας ἀμύνειν αὐτῇ, καὶ μὴ ὃ νῦν ὑμεῖς δρᾶτε· ταῖς κατ᾽ οἶκον κακοπραγίαις ἐκπεπληγμένοι τοῦ κοινοῦ τῆς σωτηρίας ἀφίεσθε, καὶ ἐμέ τε τὸν παραινέσαντα πολεμεῖν καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς οἳ ξυνέγνωτε δι᾽ αἰτίας ἔχετε. [2.60.5] καίτοι ἐμοὶ τοιούτῳ ἀνδρὶ ὀργίζεσθε ὃς οὐδενὸς ἥσσων οἴομαι εἶναι γνῶναί τε τὰ δέοντα καὶ ἑρμηνεῦσαι ταῦτα, φιλόπολίς τε καὶ χρημάτων κρείσσων. [2.60.6] ὅ τε γὰρ γνοὺς καὶ μὴ σαφῶς διδάξας ἐν ἴσῳ καὶ εἰ μὴ ἐνεθυμήθη· ὅ τε ἔχων ἀμφότερα, τῇ δὲ πόλει δύσνους, οὐκ ἂν ὁμοίως τι οἰκείως φράζοι· προσόντος δὲ καὶ τοῦδε, χρήμασι δὲ νικωμένου, τὰ ξύμπαντα τούτου ἑνὸς ἂν πωλοῖτο. [2.60.7] ὥστ᾽ εἴ μοι καὶ μέσως ἡγούμενοι μᾶλλον ἑτέρων προσεῖναι αὐτὰ πολεμεῖν ἐπείσθητε, οὐκ ἂν εἰκότως νῦν τοῦ γε ἀδικεῖν αἰτίαν φεροίμην.

[2.57.1] Όσο καιρό οι Πελοποννήσιοι ήσαν στην Αττική και οι Αθηναίοι στην εκστρατεία, η επιδημία εξακολουθούσε να θερίζει και μέσα στην πολιτεία και στο εκστρατευτικό σώμα. Διαδόθηκε, μάλιστα, ότι οι Πελοποννήσιοι φοβήθηκαν την επιδημία —το έμαθαν από αυτομόλους και από τις πολλές φωτιές όπου οι Αθηναίοι έκαιγαν τους νεκρούς —κι έφυγαν γρήγορα από την Αττική. [2.57.2] Στην εισβολή, όμως, εκείνη έμειναν στην Αττική περισσότερο από κάθε άλλη φορά και την κατάστρεψαν ολόκληρη. Έμειναν περισσότερο από σαράντα μέρες.
[2.58.1] Το ίδιο καλοκαίρι, ο Άγνων του Νικίου και ο Κλεόπομπος του Κλεινίου, που ήσαν συστρατηγοί του Περικλή, πήραν το εκστρατευτικό σώμα που είχε χρησιμοποιήσει εκείνος και πήγαν να χτυπήσουν τους Χαλκιδείς της Θράκης και την Ποτίδαια, που ήταν πάντα πολιορκημένη. Μόλις έφτασαν, χτύπησαν την Ποτίδαια με πολιορκητικές μηχανές και προσπάθησαν, με κάθε τρόπο, να την κυριέψουν. [2.58.2] Αλλά δεν μπόρεσαν να πετύχουν τίποτε. Ούτε την Ποτίδαια πήραν ούτε άλλη καμιά επιτυχία είχαν, και τούτο επειδή ο στρατός είχε μεταφέρει, μαζί του, την λοιμική που έκανε θραύση στους οπλίτες, σε βαθμό που και αυτοί ακόμα οι οπλίτες της πρώτης εκστρατείας, οι οποίοι ήσαν υγιείς, κόλλησαν την αρρώστια από εκείνους που είχαν έρθει με τον Άγνωνα. Ο Φορμίων, εξάλλου, με τους χίλιους εξακόσιους οπλίτες του, δεν ήταν πια στην Χαλκιδική [2.58.3] κι έτσι ο Άγνων γύρισε, με τα καράβια του, στην Αθήνα. Από τέσσερις χιλιάδες οπλίτες η επιδημία πήρε χίλιους πενήντα μέσα σε σαράντα μέρες. Αλλά οι οπλίτες της πρώτης εκστρατείας έμειναν στην Ποτίδαια κι εξακολούθησαν την πολιορκία.
[2.59.1] Μετά την δεύτερη εισβολή των Πελοποννησίων, οι Αθηναίοι, που έβλεπαν να καταστρέφεται για δεύτερη φορά η γη τους και πάθαιναν συμφορές από την επιδημία, άρχισαν να χάνουν το ηθικό τους. [2.59.2] Κατηγορούσαν τον Περικλή ότι τους παράσυρε στον πόλεμο και ότι εξαιτίας του πάθαιναν όλες αυτές τις συμφορές. Ήσαν έτοιμοι να συμβιβαστούν με τους Λακεδαιμονίους, στους οποίους, μάλιστα, έστειλαν και πρεσβεία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Είχαν φτάσει σε απόγνωση και στράφηκαν εναντίον του Περικλή. [2.59.3] Εκείνος, βλέποντάς τους στην κατάσταση ακριβώς που είχε προβλέψει, αγανακτισμένους από τα παθήματά τους, συγκάλεσε Εκκλησία, —ήταν ακόμα στρατηγός— και θέλοντας να τους ενθαρρύνει, να καθησυχάσει τον θυμό τους, να τους κάνει να ψυχραιμήσουν και να έχουν περισσότερη αυτοπεποίθηση, ανέβηκε στο βήμα και είπε τα ακόλουθα:
[2.60.1] «Είχα προβλέψει την εναντίον μου αγανάκτησή σας —καταλαβαίνω πολύ καλά τα αίτιά της— και γι᾽ αυτό συγκάλεσα Εκκλησία, για να σας θυμίσω, ακριβώς, μερικά πράματα και να σας αποδείξω ότι έχετε άδικο ν᾽ αγανακτείτε εναντίον μου και ότι δεν δείχνετε καρτερία μπροστά στις συμφορές. [2.60.2] Πιστεύω ότι, αν μια πολιτεία βρίσκεται στο σύνολό της σε ακμή, εξυπηρετεί πολύ καλύτερα τους πολίτες παρά όταν οι πολίτες ευτυχούν ο καθένας, αλλά η πολιτεία στο σύνολό της δυστυχεί. [2.60.3] Όσο κι αν ένας ιδιώτης ευτυχεί στις ιδιωτικές του υποθέσεις, καταστρέφεται κι ο ίδιος μαζί με την πατρίδα του, αν καταστραφεί εκείνη. Αν όμως δυστυχήσει, ενώ η πατρίδα του ευημερεί, έχει πολλές ελπίδες να σωθεί. [2.60.4] Αφού, λοιπόν, η πολιτεία μπορεί ν᾽ ανθέξει στις δυστυχίες των πολιτών της, ενώ οι πολίτες δεν μπορούν ν᾽ ανθέξουν στην δυστυχία της πολιτείας, πώς είναι δυνατόν να μην την βοηθήσομε, αλλά να κάνομε ό,τι σεις τώρα κάνετε; Τσακισμένοι απ᾽ τις προσωπικές συμφορές, παραμελείτε το έργο της κοινής σωτηρίας και στρέφετε τις κατηγορίες σας και εναντίον μου, που σας συμβούλεψα να πολεμήστε, και εναντίον του εαυτού σας που συμφωνήσατε μαζί μου και αποφασίσατε τον πόλεμο. [2.60.5] Αγανακτείτε εναντίον μου, ενώ είμαι άξιος και δεν είμαι κατώτερος από κανέναν όταν πρόκειται να διακρίνω ποιό είναι το σωστό σε κάθε περίπτωση και να σας το εξηγήσω. Είμαι φιλόπατρις και ανώτερος χρημάτων. [2.60.6] Εκείνος που ξέρει τί πρέπει να γίνει κι όμως δεν έχει την ικανότητα να πείσει τους άλλους, είναι σαν να μην ξέρει τίποτε. Όποιος έχει και τα δύο αυτά χαρίσματα, αλλά δεν έχει φιλοπατρία, δεν μπορεί να δώσει τις συμβουλές που πρέπει. Αν έχει και φιλοπατρία, αλλά δεν είναι ανώτερος χρημάτων, τότε μπορεί τα πάντα να πουλήσει για χρήματα. [2.60.7] Αν λοιπόν, όταν πεισθήκατε να πολεμήστε, θεωρούσατε ότι έχω αυτά τα προσόντα περισσότερο από άλλους, σε μέτριο έστω βαθμό, δεν θα ήταν σωστό, τώρα, να με κατηγορείτε ότι κακά έπραξα.