Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (2.44.1-2.48.3)

[2.44.1] «Δι᾽ ὅπερ καὶ τοὺς τῶνδε νῦν τοκέας, ὅσοι πάρεστε, οὐκ ὀλοφύρομαι μᾶλλον ἢ παραμυθήσομαι. ἐν πολυτρόποις γὰρ ξυμφοραῖς ἐπίστανται τραφέντες· τὸ δ᾽ εὐτυχές, οἳ ἂν τῆς εὐπρεπεστάτης λάχωσιν, ὥσπερ οἵδε μὲν νῦν, τελευτῆς, ὑμεῖς δὲ λύπης, καὶ οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη. [2.44.2] χαλεπὸν μὲν οὖν οἶδα πείθειν ὄν, ὧν καὶ πολλάκις ἕξετε ὑπομνήματα ἐν ἄλλων εὐτυχίαις, αἷς ποτὲ καὶ αὐτοὶ ἠγάλλεσθε· καὶ λύπη οὐχ ὧν ἄν τις μὴ πειρασάμενος ἀγαθῶν στερίσκηται, ἀλλ᾽ οὗ ἂν ἐθὰς γενόμενος ἀφαιρεθῇ. [2.44.3] καρτερεῖν δὲ χρὴ καὶ ἄλλων παίδων ἐλπίδι, οἷς ἔτι ἡλικία τέκνωσιν ποιεῖσθαι· ἰδίᾳ τε γὰρ τῶν οὐκ ὄντων λήθη οἱ ἐπιγιγνόμενοί τισιν ἔσονται, καὶ τῇ πόλει διχόθεν, ἔκ τε τοῦ μὴ ἐρημοῦσθαι καὶ ἀσφαλείᾳ, ξυνοίσει· οὐ γὰρ οἷόν τε ἴσον τι ἢ δίκαιον βουλεύεσθαι οἳ ἂν μὴ καὶ παῖδας ἐκ τοῦ ὁμοίου παραβαλλόμενοι κινδυνεύωσιν. [2.44.4] ὅσοι δ᾽ αὖ παρηβήκατε, τόν τε πλέονα κέρδος ὃν ηὐτυχεῖτε βίον ἡγεῖσθε καὶ τόνδε βραχὺν ἔσεσθαι, καὶ τῇ τῶνδε εὐκλείᾳ κουφίζεσθε. τὸ γὰρ φιλότιμον ἀγήρων μόνον, καὶ οὐκ ἐν τῷ ἀχρείῳ τῆς ἡλικίας τὸ κερδαίνειν, ὥσπερ τινές φασι, μᾶλλον τέρπει, ἀλλὰ τὸ τιμᾶσθαι. [2.45.1] παισὶ δ᾽ αὖ ὅσοι τῶνδε πάρεστε ἢ ἀδελφοῖς ὁρῶ μέγαν τὸν ἀγῶνα (τὸν γὰρ οὐκ ὄντα ἅπας εἴωθεν ἐπαινεῖν), καὶ μόλις ἂν καθ᾽ ὑπερβολὴν ἀρετῆς οὐχ ὁμοῖοι, ἀλλ᾽ ὀλίγῳ χείρους κριθεῖτε. φθόνος γὰρ τοῖς ζῶσι πρὸς τὸ ἀντίπαλον, τὸ δὲ μὴ ἐμποδὼν ἀνανταγωνίστῳ εὐνοίᾳ τετίμηται. [2.45.2] εἰ δέ με δεῖ καὶ γυναικείας τι ἀρετῆς, ὅσαι νῦν ἐν χηρείᾳ ἔσονται, μνησθῆναι, βραχείᾳ παραινέσει ἅπαν σημανῶ. τῆς τε γὰρ ὑπαρχούσης φύσεως μὴ χείροσι γενέσθαι ὑμῖν μεγάλη ἡ δόξα καὶ ἧς ἂν ἐπ᾽ ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ.
[2.46.1] «Εἴρηται καὶ ἐμοὶ λόγῳ κατὰ τὸν νόμον ὅσα εἶχον πρόσφορα, καὶ ἔργῳ οἱ θαπτόμενοι τὰ μὲν ἤδη κεκόσμηνται, τὰ δὲ αὐτῶν τοὺς παῖδας τὸ ἀπὸ τοῦδε δημοσίᾳ ἡ πόλις μέχρι ἥβης θρέψει, ὠφέλιμον στέφανον τοῖσδέ τε καὶ τοῖς λειπομένοις τῶν τοιῶνδε ἀγώνων προτιθεῖσα· ἆθλα γὰρ οἷς κεῖται ἀρετῆς μέγιστα, τοῖς δὲ καὶ ἄνδρες ἄριστοι πολιτεύουσιν. [2.46.2] νῦν δὲ ἀπολοφυράμενοι ὃν προσήκει ἑκάστῳ ἄπιτε.»
[2.47.1] Τοιόσδε μὲν ὁ τάφος ἐγένετο ἐν τῷ χειμῶνι τούτῳ· καὶ διελθόντος αὐτοῦ πρῶτον ἔτος τοῦ πολέμου τοῦδε ἐτελεύτα. [2.47.2] τοῦ δὲ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου Πελοποννήσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι τὰ δύο μέρη ὥσπερ καὶ τὸ πρῶτον ἐσέβαλον ἐς τὴν Ἀττικήν (ἡγεῖτο δὲ Ἀρχίδαμος ὁ Ζευξιδάμου Λακεδαιμονίων βασιλεύς), καὶ καθεζόμενοι ἐδῄουν τὴν γῆν. [2.47.3] καὶ ὄντων αὐτῶν οὐ πολλάς πω ἡμέρας ἐν τῇ Ἀττικῇ ἡ νόσος πρῶτον ἤρξατο γενέσθαι τοῖς Ἀθηναίοις, λεγόμενον μὲν καὶ πρότερον πολλαχόσε ἐγκατασκῆψαι καὶ περὶ Λῆμνον καὶ ἐν ἄλλοις χωρίοις, οὐ μέντοι τοσοῦτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων οὐδαμοῦ ἐμνημονεύετο γενέσθαι. [2.47.4] οὔτε γὰρ ἰατροὶ ἤρκουν τὸ πρῶτον θεραπεύοντες ἀγνοίᾳ, ἀλλ᾽ αὐτοὶ μάλιστα ἔθνῃσκον ὅσῳ καὶ μάλιστα προσῇσαν, οὔτε ἄλλη ἀνθρωπεία τέχνη οὐδεμία· ὅσα τε πρὸς ἱεροῖς ἱκέτευσαν ἢ μαντείοις καὶ τοῖς τοιούτοις ἐχρήσαντο, πάντα ἀνωφελῆ ἦν, τελευτῶντές τε αὐτῶν ἀπέστησαν ὑπὸ τοῦ κακοῦ νικώμενοι. [2.48.1] ἤρξατο δὲ τὸ μὲν πρῶτον, ὡς λέγεται, ἐξ Αἰθιοπίας τῆς ὑπὲρ Αἰγύπτου, ἔπειτα δὲ καὶ ἐς Αἴγυπτον καὶ Λιβύην κατέβη καὶ ἐς τὴν βασιλέως γῆν τὴν πολλήν. [2.48.2] ἐς δὲ τὴν Ἀθηναίων πόλιν ἐξαπιναίως ἐσέπεσε, καὶ τὸ πρῶτον ἐν τῷ Πειραιεῖ ἥψατο τῶν ἀνθρώπων, ὥστε καὶ ἐλέχθη ὑπ᾽ αὐτῶν ὡς οἱ Πελοποννήσιοι φάρμακα ἐσβεβλήκοιεν ἐς τὰ φρέατα· κρῆναι γὰρ οὔπω ἦσαν αὐτόθι. ὕστερον δὲ καὶ ἐς τὴν ἄνω πόλιν ἀφίκετο, καὶ ἔθνῃσκον πολλῷ μᾶλλον ἤδη. [2.48.3] λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῦ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει καὶ ἰατρὸς καὶ ἰδιώτης, ἀφ᾽ ὅτου εἰκὸς ἦν γενέσθαι αὐτό, καὶ τὰς αἰτίας ἅστινας νομίζει τοσαύτης μεταβολῆς ἱκανὰς εἶναι δύναμιν ἐς τὸ μεταστῆσαι σχεῖν· ἐγὼ δὲ οἷόν τε ἐγίγνετο λέξω, καὶ ἀφ᾽ ὧν ἄν τις σκοπῶν, εἴ ποτε καὶ αὖθις ἐπιπέσοι, μάλιστ᾽ ἂν ἔχοι τι προειδὼς μὴ ἀγνοεῖν, ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας.

[2.44.1] »Γι᾽ αυτό και τους γονείς που ήρθαν στην τελετή δεν τους κλαίω τόσο όσο θέλω να τους παρηγορήσω. Ξέρουν πως ανδρώθηκαν για ν᾽ αντικρίσουν τις πολλές τροπές της ζωής. Αλλά είναι τύχη το να βρει κανείς ένα δοξασμένο τέλος. [2.44.2] Είναι δύσκολο, το ξέρω, να σας κάνω να το πιστέψετε, εσάς που η ευτυχία των άλλων θα σας θυμίζει την δική σας πίκρα. Μεγαλύτερη λύπη νιώθει κανείς για ό,τι είχε κι έχασε, παρά για ό,τι δεν είχε ποτέ. [2.44.3] Σε όσους το επιτρέπει η ηλικία, ας τους παρηγορεί η σκέψη πως θ᾽ αποκτήσουν άλλα παιδιά που θα τους κάνουν να ξεχάσουν εκείνα που έχασαν. Τούτο θα ωφελήσει και την πολιτεία, που θα πλουτίζει με νέα βλαστάρια. [2.44.4] Όσοι από σας είστε μεγάλης ηλικίας, ας θεωρείτε κέρδος την ώς τώρα ευτυχισμένη σας ζωή και ας εύχεστε πως λίγα είναι τα χρόνια που σας μένουν ακόμα να ζήσετε με παρηγοριά τη δόξα των παιδιών σας. Μόνο η αγάπη για τις τιμές δεν φθείρεται. Στο γήρας, η μεγαλύτερη ευτυχία δεν είναι, όπως λένε, τα χρήματα, αλλά οι τιμές.
[2.45.1] »Παιδιά και αδελφοί των νεκρών, όσοι βρίσκεστε εδώ, βλέπω για σας δύσκολο τον αγώνα, γιατί όσους δεν υπάρχουν πια είναι πρόθυμος ο καθείς να τους επαινέσει. Αν δείξετε ξεχωριστή ανδρεία, ίσως κριθείτε, όχι εντελώς, αλλά σχεδόν όμοιοί τους. Όσοι ζουν, βλέπουν με φθόνο τους συναγωνιστές τους, ενώ είναι πρόθυμοι να τιμήσουν όσους δεν υπάρχουν πια. [2.45.2] Αν πρέπει να μιλήσω και για την αρετή των γυναικών που χήρεψαν, με λίγα λόγια προτροπής θα πω ό,τι χρειάζεται. Μη φανείτε κατώτερες από την γυναικεία φύση σας. Αυτό είναι η μεγάλη σας δόξα καθώς και το να μην ακούγεται το όνομά σας μεταξύ των ανδρών, είτε για καλό είτε για κακό.
[2.46] »Είπα κι εγώ, κατά το νόμο, τα όσα έκρινα σωστά για την περίσταση. Οι νεκροί τιμήθηκαν με την ταφή και τα παιδιά τους, από σήμερα, θα τ᾽ αναλάβει η πολιτεία ώσπου να μεγαλώσουν και τούτο είναι στέφανος και βραβείο ωφέλιμο και για τους νεκρούς και για όσους είναι στη ζωή. Εκεί όπου ορίζονται σπουδαία έπαθλα για την ανδρεία, εκεί και υπάρχουν οι άριστοι πολίτες. Τώρα, αφού ο καθένας κλάψει τον δικό του, ας πηγαίνετε».
[2.47.1] Έτσι έγινε η ταφή εκείνο τον χειμώνα κι όταν πέρασε, τέλειωσε ο πρώτος χρόνος του πολέμου. [2.47.2] Μόλις άρχισε το καλοκαίρι, οι Πελοποννήσιοι και οι σύμμαχοί τους, με τα δύο τρίτα της συνολικής τους δύναμης, έκαναν εισβολή στην Αττική όπως και τον πρώτο χρόνο. Αρχηγός ήταν ο Αρχίδαμος του Ζευξιδάμου, βασιλεύς των Λακεδαιμονίων. Οργάνωσαν στρατόπεδο και άρχισαν να λεηλατούν την ύπαιθρο. [2.47.3] Δεν ήσαν πολλές μέρες στην Αττική όταν, για πρώτη φορά, παρουσιάστηκε στην Αθήνα η λοιμική. Λέγεται ότι η αρρώστια είχε άλλοτε παρουσιαστεί και σ᾽ άλλα μέρη, στην Λήμνο και σ᾽ άλλους τόπους, αλλά πουθενά δεν θυμόνταν επιδημία σε τόση έκταση και τόσο θανατηφόρα. [2.47.4] Ούτε οι γιατροί, που για πρώτη φορά αντιμετώπιζαν την αρρώστια και δεν την ήξεραν, μπορούσαν να βοηθήσουν (αντίθετα, πέθαιναν οι περισσότεροι επειδή έρχονταν σ᾽ επαφή με τους αρρώστους) ούτε τίποτε άλλο. Και οι παρακλήσεις στους Θεούς και στα μαντεία δεν ωφέλησαν σε τίποτε και οι άνθρωποι, αποκαμωμένοι από την λοιμική, τα παράτησαν και αυτά.
[2.48.1] Η λοιμική πρωτοφάνηκε, όπως λένε, στην Αιθιοπία, πέρα από την Αίγυπτο. Έπειτα κατέβηκε στην Λιβύη και σε πολλά μέρη της αυτοκρατορίας του Βασιλέως. [2.48.2] Στην Αθήνα έπεσε ξαφνικά. Πρώτα εμφανίστηκε στον Πειραιά, όπου διαδόθηκε ότι οι Πελοποννήσιοι είχαν δηλητηριάσει τα πηγάδια (ο Πειραιάς δεν είχε ακόμα βρύσες) και μετά απλώθηκε και στην απάνω πόλη, όπου άρχισαν να πεθαίνουν πάρα πολλοί. [2.48.3] Αφήνω στον καθένα, γιατρό ή αδαή, να εξηγήσει, κατά τα όσα ξέρει, από πού ήρθε και ποιά ήταν η αιτία της λοιμικής που προκαλούσε τέτοιαν αναταραχή στον οργανισμό, οδηγώντας τον από την υγεία στον θάνατο. Εγώ, που αρρώστησα ο ίδιος και είδα, με τα μάτια μου, άλλους ν᾽ αρρωσταίνουν, θα περιγράψω την αρρώστια και τα συμπτώματά της, ώστε αν τύχει και ξανάρθει ποτέ, να τα έχει ο καθένας υπόψη του και να ξέρει την αρρώστια για να πάρει καλά τα μέτρα του.