Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (1.124.1-1.127.3)

[1.124.1] «Ὥστε πανταχόθεν καλῶς ὑπάρχον ὑμῖν πολεμεῖν καὶ ἡμῶν κοινῇ τάδε παραινούντων, εἴπερ βεβαιότατον τὸ ταὐτὰ ξυμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις εἶναι, μὴ μέλλετε Ποτειδεάταις τε ποιεῖσθαι τιμωρίαν οὖσι Δωριεῦσι καὶ ὑπὸ Ἰώνων πολιορκουμένοις, οὗ πρότερον ἦν τοὐναντίον, καὶ τῶν ἄλλων μετελθεῖν τὴν ἐλευθερίαν, ὡς οὐκέτι ἐνδέχεται περιμένοντας τοὺς μὲν ἤδη βλάπτεσθαι, τοὺς δ᾽, εἰ γνωσθησόμεθα ξυνελθόντες μέν, ἀμύνεσθαι δὲ οὐ τολμῶντες, μὴ πολὺ ὕστερον τὸ αὐτὸ πάσχειν· [1.124.2] ἀλλὰ νομίσαντες ἐς ἀνάγκην ἀφῖχθαι, ὦ ἄνδρες ξύμμαχοι, καὶ ἅμα τάδε ἄριστα λέγεσθαι, ψηφίσασθε τὸν πόλεμον μὴ φοβηθέντες τὸ αὐτίκα δεινόν, τῆς δ᾽ ἀπ᾽ αὐτοῦ διὰ πλείονος εἰρήνης ἐπιθυμήσαντες· ἐκ πολέμου μὲν γὰρ εἰρήνη μᾶλλον βεβαιοῦται, ἀφ᾽ ἡσυχίας δὲ μὴ πολεμῆσαι οὐχ ὁμοίως ἀκίνδυνον. [1.124.3] καὶ τὴν καθεστηκυῖαν ἐν τῇ Ἑλλάδι πόλιν τύραννον ἡγησάμενοι ἐπὶ πᾶσιν ὁμοίως καθεστάναι, ὥστε τῶν μὲν ἤδη ἄρχειν, τῶν δὲ διανοεῖσθαι, παραστησώμεθα ἐπελθόντες, καὶ αὐτοί τε ἀκινδύνως τὸ λοιπὸν οἰκῶμεν καὶ τοὺς νῦν δεδουλωμένους Ἕλληνας ἐλευθερώσωμεν.» τοιαῦτα μὲν οἱ Κορίνθιοι εἶπον.
[1.125.1] Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ἐπειδὴ ἀφ᾽ ἁπάντων ἤκουσαν γνώμην, ψῆφον ἐπήγαγον τοῖς ξυμμάχοις ἅπασιν ὅσοι παρῆσαν ἑξῆς, καὶ μείζονι καὶ ἐλάσσονι πόλει· καὶ τὸ πλῆθος ἐψηφίσαντο πολεμεῖν. [1.125.2] δεδογμένον δὲ αὐτοῖς εὐθὺς μὲν ἀδύνατα ἦν ἐπιχειρεῖν ἀπαρασκεύοις οὖσιν, ἐκπορίζεσθαι δὲ ἐδόκει ἑκάστοις ἃ πρόσφορα ἦν καὶ μὴ εἶναι μέλλησιν. ὅμως δὲ καθισταμένοις ὧν ἔδει ἐνιαυτὸς μὲν οὐ διετρίβη, ἔλασσον δέ, πρὶν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν Ἀττικὴν καὶ τὸν πόλεμον ἄρασθαι φανερῶς. [1.126.1] ἐν τούτῳ δὲ ἐπρεσβεύοντο τῷ χρόνῳ πρὸς τοὺς Ἀθηναίους ἐγκλήματα ποιούμενοι, ὅπως σφίσιν ὅτι μεγίστη πρόφασις εἴη τοῦ πολεμεῖν, ἢν μή τι ἐσακούωσιν.
[1.126.2] Καὶ πρῶτον μὲν πρέσβεις πέμψαντες οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐκέλευον τοὺς Ἀθηναίους τὸ ἄγος ἐλαύνειν τῆς θεοῦ· τὸ δὲ ἄγος ἦν τοιόνδε. [1.126.3] Κύλων ἦν Ἀθηναῖος ἀνὴρ Ὀλυμπιονίκης τῶν πάλαι εὐγενής τε καὶ δυνατός, ἐγεγαμήκει δὲ θυγατέρα Θεαγένους Μεγαρέως ἀνδρός, ὃς κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἐτυράννει Μεγάρων. [1.126.4] χρωμένῳ δὲ τῷ Κύλωνι ἐν Δελφοῖς ἀνεῖλεν ὁ θεὸς ἐν τοῦ Διὸς τῇ μεγίστῃ ἑορτῇ καταλαβεῖν τὴν Ἀθηναίων ἀκρόπολιν. [1.126.5] ὁ δὲ παρά τε τοῦ Θεαγένους δύναμιν λαβὼν καὶ τοὺς φίλους ἀναπείσας, ἐπειδὴ ἐπῆλθεν Ὀλύμπια τὰ ἐν Πελοποννήσῳ, κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν ὡς ἐπὶ τυραννίδι, νομίσας ἑορτήν τε τοῦ Διὸς μεγίστην εἶναι καὶ ἑαυτῷ τι προσήκειν Ὀλύμπια νενικηκότι. [1.126.6] εἰ δὲ ἐν τῇ Ἀττικῇ ἢ ἄλλοθί που ἡ μεγίστη ἑορτὴ εἴρητο, οὔτε ἐκεῖνος ἔτι κατενόησε τό τε μαντεῖον οὐκ ἐδήλου (ἔστι γὰρ καὶ Ἀθηναίοις Διάσια ἃ καλεῖται Διὸς ἑορτὴ Μειλιχίου μεγίστη ἔξω τῆς πόλεως, ἐν ᾗ πανδημεὶ θύουσι πολλὰ οὐχ ἱερεῖα, ἀλλ᾽ ‹ἁγνὰ› θύματα ἐπιχώρια), δοκῶν δὲ ὀρθῶς γιγνώσκειν ἐπεχείρησε τῷ ἔργῳ. [1.126.7] οἱ δὲ Ἀθηναῖοι αἰσθόμενοι ἐβοήθησάν τε πανδημεὶ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐπ᾽ αὐτοὺς καὶ προσκαθεζόμενοι ἐπολιόρκουν. [1.126.8] χρόνου δὲ ἐγγιγνομένου οἱ Ἀθηναῖοι τρυχόμενοι τῇ προσεδρίᾳ ἀπῆλθον οἱ πολλοί, ἐπιτρέψαντες τοῖς ἐννέα ἄρχουσι τήν τε φυλακὴν καὶ τὸ πᾶν αὐτοκράτορσι διαθεῖναι ᾗ ἂν ἄριστα διαγιγνώσκωσιν· τότε δὲ τὰ πολλὰ τῶν πολιτικῶν οἱ ἐννέα ἄρχον [1.126.9] τες ἔπρασσον. οἱ δὲ μετὰ τοῦ Κύλωνος πολιορκούμενοι φλαύρως εἶχον σίτου τε καὶ ὕδατος ἀπορίᾳ. [1.126.10] ὁ μὲν οὖν Κύλων καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐκδιδράσκουσιν· οἱ δ᾽ ἄλλοι ὡς ἐπιέζοντο καί τινες καὶ ἀπέθνῃσκον ὑπὸ τοῦ λιμοῦ, καθίζουσιν ἐπὶ τὸν βωμὸν ἱκέται τὸν ἐν τῇ ἀκροπόλει. [1.126.11] ἀναστήσαντες δὲ αὐτοὺς οἱ τῶν Ἀθηναίων ἐπιτετραμμένοι τὴν φυλακήν, ὡς ἑώρων ἀποθνῄσκοντας ἐν τῷ ἱερῷ, ἐφ᾽ ᾧ μηδὲν κακὸν ποιήσουσιν, ἀπαγαγόντες ἀπέκτειναν· καθεζομένους δέ τινας καὶ ἐπὶ τῶν σεμνῶν θεῶν τοῖς βωμοῖς ἐν τῇ παρόδῳ ἀπεχρήσαντο. καὶ ἀπὸ τούτου ἐναγεῖς καὶ ἀλιτήριοι τῆς θεοῦἐκεῖνοί τε ἐκαλοῦντο καὶ τὸ γένος τὸ ἀπ᾽ ἐκείνων. [1.126.12] ἤλασαν μὲν οὖν καὶ οἱ Ἀθηναῖοι τοὺς ἐναγεῖς τούτους, ἤλασε δὲ καὶ Κλεομένης ὁ Λακεδαιμόνιος ὕστερον μετὰ Ἀθηναίων στασιαζόντων, τούς τε ζῶντας ἐλαύνοντες καὶ τῶν τεθνεώτων τὰ ὀστᾶ ἀνελόντες ἐξέβαλον· κατῆλθον μέντοι ὕστερον, καὶ τὸ γένος αὐτῶν ἔστιν ἔτι ἐν τῇ πόλει. [1.127.1] τοῦτο δὴ τὸ ἄγος οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐκέλευον ἐλαύνειν δῆθεν τοῖς θεοῖς πρῶτον τιμωροῦντες, εἰδότες δὲ Περικλέα τὸν Ξανθίππου προσεχόμενον αὐτῷ κατὰ τὴν μητέρα καὶ νομίζοντες ἐκπεσόντος αὐτοῦ ῥᾷον ‹ἂν› σφίσι προχωρεῖν τὰ ἀπὸ τῶν Ἀθηναίων. [1.127.2] οὐ μέντοι τοσοῦτον ἤλπιζον παθεῖν ἂν αὐτὸν τοῦτο ὅσον διαβολὴν οἴσειν αὐτῷ πρὸς τὴν πόλιν ὡς καὶ διὰ τὴν ἐκείνου ξυμφορὰν τὸ μέρος ἔσται ὁ πόλεμος. [1.127.3] ὢν γὰρ δυνατώτατος τῶν καθ᾽ ἑαυτὸν καὶ ἄγων τὴν πολιτείαν ἠναντιοῦτο πάντα τοῖς Λακεδαιμονίοις, καὶ οὐκ εἴα ὑπείκειν, ἀλλ᾽ ἐς τὸν πόλεμον ὥρμα τοὺς Ἀθηναίους.

[1.124.1] »Από κάθε άποψη σας παρουσιάζεται ευνοϊκά ο πόλεμος και σας προτρέπομε κι εμείς να τον αναλάβετε. Κι αν είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει ισχυρότερος δεσμός μεταξύ πόλεων ή μεταξύ ιδιωτών από το κοινό συμφέρον, τότε μην διστάσετε να βοηθήσετε τους Ποτιδαιάτες που είναι Δωριείς και τους πολιορκούν Ίωνες, ενώ άλλοτε ποτέ συνέβαινε το αντίθετο. Μην διστάσετε να επιδιώξετε την απελευθέρωση των άλλων Ελλήνων, γιατί δεν είναι επιτρεπτό να παραταθεί περισσότερο η αναμονή εκείνων που αδικούνται και εκείνων που είναι βέβαιο ότι θα αδικηθούν σύντομα, ιδίως όταν γίνει γνωστό ότι συγκεντρωθήκαμε σε συνέλευση και δεν τολμήσαμε να υπερασπίσομε τους εαυτούς μας. [1.124.2] Σκεφθείτε, σύμμαχοι, ότι βρισκόμαστε πια μπροστά στην αναπότρεπτη ανάγκη και ότι η γνώμη μας είναι η καλύτερη. Ψηφίστε πόλεμο και μην φοβηθείτε τις άμεσες δοκιμασίες, αλλά σκεφθείτε την σταθερή ειρήνη πού θα επακολουθήσει. Με τον πόλεμο εξασφαλίζετε σταθερότερη ειρήνη, ενώ θα εκτεθείτε σε σοβαρότερο κίνδυνο αν δεν πολεμήσετε εξαιτίας της τωρινής σας ησυχίας. [1.124.3] Ας σκεφθούμε και ότι η πολιτεία που στην Ελλάδα έχει γίνει τύραννος είναι απειλή για όλες ανεξαίρετα τις πολιτείες, γιατί πολλές τις έχει κιόλας κυριέψει και τις άλλες προσπαθεί να τις υποδουλώσει. Πρέπει να την χτυπήσομε και να την νικήσομε για να ζούμε ακίνδυνα στο μέλλον και για ν᾽ απελευθερώσομε τους υπόδουλους Έλληνες». Αυτά, περίπου, είπαν οι Κορίνθιοι.
[1.125.1] Οι Λακεδαιμόνιοι, αφού άκουσαν τη γνώμη όλων, ζήτησαν σ᾽ όσους συμμάχους ήσαν εκεί, μεγάλες και μικρές πολιτείες, να ψηφίσουν. Η πλειοψηφία ψήφισε πόλεμο. [1.125.2] Αλλ᾽ αφού πήραν την απόφαση, δεν ήταν δυνατό ν᾽ αναλάβουν αμέσως δράση και συμφώνησαν να ετοιμαστεί ο καθένας τους χωρίς χρονοτριβή. Και όμως, με τις προετοιμασίες τους, πέρασε σχεδόν χρόνος προτού κάνουν εισβολή στην Αττική και κηρύξουν φανερά τον πόλεμο.
[1.126.1] Στο μεταξύ έστελναν πρέσβεις στην Αθήνα για να προβάλλουν απαιτήσεις που η απόρριψη τους θα τους έδινε τις καλύτερες δυνατές προφάσεις για να κηρύξουν τον πόλεμο. [1.126.2] Οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν μια πρώτη πρεσβεία ζητώντας να εξαγνιστεί το άγος της θεάς Αθήνας. Το ιστορικό του άγους είναι το ακόλουθο: [1.126.3] Στα παλιά χρόνια ο Αθηναίος Κύλων, ολυμπιονίκης, ήταν άνθρωπος ευγενικής καταγωγής και με μεγάλη επιρροή. Πήρε γυναίκα την κόρη του Θεαγένη , που ήταν τότε τύραννος στα Μέγαρα. [1.126.4] Ο Κύλων ζήτησε κάποτε χρησμό απ᾽ τους Δελφούς και ο θεός τού αποκρίθηκε ότι έπρεπε να καταλάβει την Ακρόπολη της Αθήνας την ημέρα της μεγαλύτερης εορτής του Δία. [1.126.5] Ο Κύλων έλαβε ενισχύσεις από τον Θεαγένη, έπεισε τους φίλους του να τον βοηθήσουν και όταν άρχισαν οι Ολυμπιακές εορτές στην Πελοπόννησο, κατέλαβε την Ακρόπολη με σκοπό να γίνει τύραννος. Νόμιζε ότι αυτή ήταν η μεγαλύτερη εορτή του Δία και ότι του ταίριαζε ιδιαίτερα, αφού ήταν ολυμπιονίκης. [1.126.6] Αλλά, το αν ο χρησμός εννοούσε εορτή στην Αττική ή σε άλλο μέρος ούτε ο Κύλων το είχε ερευνήσει ούτε το μαντείο το είχε διευκρινίσει. Και οι Αθηναίοι έχουν εορτή που ονομάζεται Διάσια και είναι η μεγαλύτερη για τον Δία Μειλίχιο. Την εορτάζει έξω από την πόλη όλος ο λαός και πολλοί προσφέρουν θυσίες — όχι σφαχτάρια, αλλά προϊόντα του τόπου. Ο Κύλων, νομίζοντας ότι ερμηνεύει σωστά τον χρησμό, ανέλαβε δράση με τις Ολυμπιακές εορτές, [1.126.7] αλλά οι Αθηναίοι, όταν το πληροφορήθηκαν, έτρεξαν όλοι εναντίον του από τις εξοχικές περιοχές, μαζεύτηκαν γύρω από την Ακρόπολη και άρχισαν να τον πολιορκούν. [1.126.8] Καθώς περνούσαν οι μέρες, η πολιορκία κούραζε τους Αθηναίους και οι περισσότεροι την εγκαταλείψαν αφήνοντας στους εννέα άρχοντες κάθε εξουσία για να εξακολουθήσουν την πολιορκία και για να παίρνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα. Την εποχή εκείνη το μεγαλύτερο μέρος της εξουσίας ήταν στα χέρια των εννέα αρχόντων. [1.126.9] Ο Κύλων και οι άνθρωποί του, πολιορκημένοι, ήσαν σε πολύ δύσκολη θέση, γιατί δεν είχαν ούτε τρόφιμα ούτε νερό. [1.126.10] Ο Κύλων και ο αδερφός του κατόρθωσαν να διαφύγουν, αλλά οι υπόλοιποι που τους τυραννούσε η πείνα —μερικοί μάλιστα είχαν πεθάνει— κάθισαν, ικέτες, στον βωμό που είναι στην Ακρόπολη. [1.126.11] Αλλά οι Αθηναίοι που τους φρουρούσαν, βλέποντας πως πεθαίνουν μέσα στον ναό, τους απομάκρυναν από εκεί, με την υπόσχεση πως δεν θα πάθουν τίποτε, και τους σκότωσαν. Μερικούς, μάλιστα, που ενώ βάδιζαν πήγαν και κάθισαν στον βωμό των Ευμενίδων, τους σκότωσαν εκεί. Γι᾽ αυτό, τόσο εκείνοι που τους σκότωσαν όσο και οι απόγονοί τους θεωρούνται ιερόσυλοι και ανοσιουργοί απέναντι στην θεά. [1.126.12] Πρώτοι οι Αθηναίοι εξόρισαν τους ιερόσυλους αυτούς και αργότερα τους εξόρισε πάλι ο Σπαρτιάτης Κλεομένης, που είχε πάρει μέρος σε μια εμφύλια στάση της Αθήνας. Τους ζωντανούς τους εξόρισαν και τα οστά των πεθαμένων τα έριξαν έξω από την πόλη. Αργότερα όμως ξαναγύρισαν οι ιερόσυλοι και οι απόγονοί τους είναι πάντα στην Αθήνα.
[1.127.1] Το άγος αυτό, λοιπόν, ζητούσαν οι Λακεδαιμόνιοι να εξαγνιστεί, τάχα για να προστατέψουν πρώτ᾽ απ᾽ όλα την λατρεία των θεών, αλλά στην πραγματικότητα επειδή ήξεραν ότι ο Περικλής του Ξανθίππου ήταν, κι αυτός, από την μάνα του, της γενιάς των ιεροσύλων και πίστευαν ότι, αν εξοριζόταν, θα μπορούσαν πιο εύκολα να επιτύχουν από τους Αθηναίους τα όσα ήθελαν. [1.127.2] Δεν είχαν, βέβαια, την ελπίδα ότι θα εξοριστεί ο Περικλής, αλλά πίστευαν ότι θα τον εκθέσουν στην κοινή γνώμη, που θα θεωρούσε ότι η καταγωγή του είναι, κατά κάποιο λόγο, αιτία του πολέμου. [1.127.3] Ήταν, πραγματικά, η ισχυρότερη προσωπικότητα στην Αθήνα και διηύθυνε την πολιτική, πάντα αντίθετος σε όλα στους Λακεδαιμονίους. Δεν δεχόταν ποτέ καμιά υποχώρηση και εξωθούσε τους Αθηναίους στον πόλεμο.