Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (1.89.1-1.92.1)

[1.89.1] Οἱ γὰρ Ἀθηναῖοι τρόπῳ τοιῷδε ἦλθον ἐπὶ τὰ πράγματα ἐν οἷς ηὐξήθησαν. [1.89.2] ἐπειδὴ Μῆδοι ἀνεχώρησαν ἐκ τῆς Εὐρώπης νικηθέντες καὶ ναυσὶ καὶ πεζῷ ὑπὸ Ἑλλήνων καὶ οἱ καταφυγόντες αὐτῶν ταῖς ναυσὶν ἐς Μυκάλην διεφθάρησαν, Λεωτυχίδης μὲν ὁ βασιλεὺς τῶν Λακεδαιμονίων, ὅσπερ ἡγεῖτο τῶν ἐν Μυκάλῃ Ἑλλήνων, ἀπεχώρησεν ἐπ᾽ οἴκου ἔχων τοὺς ἀπὸ Πελοποννήσου ξυμμάχους, οἱ δὲ Ἀθηναῖοι καὶ οἱ ἀπὸ Ἰωνίας καὶ Ἑλλησπόντου ξύμμαχοι ἤδη ἀφεστηκότες ἀπὸ βασιλέως ὑπομείναντες Σηστὸν ἐπολιόρκουν Μήδων ἐχόντων, καὶ ἐπιχειμάσαντες εἷλον αὐτὴν ἐκλιπόντων τῶν βαρβάρων, καὶ μετὰ τοῦτο ἀπέπλευσαν ἐξ Ἑλλησπόντου ὡς ἕκαστοι κατὰ πόλεις. [1.89.3] Ἀθηναίων δὲ τὸ κοινόν, ἐπειδὴ αὐτοῖς οἱ βάρβαροι ἐκ τῆς χώρας ἀπῆλθον, διεκομίζοντο εὐθὺς ὅθεν ὑπεξέθεντο παῖδας καὶ γυναῖκας καὶ τὴν περιοῦσαν κατασκευήν, καὶ τὴν πόλιν ἀνοικοδομεῖν παρεσκευάζοντο καὶ τὰ τείχη· τοῦ τε γὰρ περιβόλου βραχέα εἱστήκει καὶ οἰκίαι αἱ μὲν πολλαὶ ἐπεπτώκεσαν, ὀλίγαι δὲ περιῆσαν, ἐν αἷς αὐτοὶ ἐσκήνωσαν οἱ δυνατοὶ τῶν Περσῶν.
[1.90.1] Λακεδαιμόνιοι δὲ αἰσθόμενοι τὸ μέλλον ἦλθον πρεσβείᾳ, τὰ μὲν καὶ αὐτοὶ ἥδιον ἂν ὁρῶντες μήτ᾽ ἐκείνους μήτ᾽ ἄλλον μηδένα τεῖχος ἔχοντα, τὸ δὲ πλέον τῶν ξυμμάχων ἐξοτρυνόντων καὶ φοβουμένων τοῦ τε ναυτικοῦ αὐτῶν τὸ πλῆθος, ὃ πρὶν οὐχ ὑπῆρχε, καὶ τὴν ἐς τὸν Μηδικὸν πόλεμον τόλμαν γενομένην. [1.90.2] ἠξίουν τε αὐτοὺς μὴ τειχίζειν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἔξω Πελοποννήσου μᾶλλον ὅσοις εἱστήκει ξυγκαθελεῖν μετὰ σφῶν τοὺς περιβόλους, τὸ μὲν βουλόμενον καὶ ὕποπτον τῆς γνώμης οὐ δηλοῦντες ἐς τοὺς Ἀθηναίους, ὡς δὲ τοῦ βαρβάρου, εἰ αὖθις ἐπέλθοι, οὐκ ἂν ἔχοντος ἀπὸ ἐχυροῦ ποθέν, ὥσπερ νῦν ἐκ τῶν Θηβῶν, ὁρμᾶσθαι· τήν τε Πελοπόννησον πᾶσιν ἔφασαν ἀναχώρησίν τε καὶ ἀφορμὴν ἱκανὴν εἶναι. [1.90.3] οἱ δ᾽ Ἀθηναῖοι Θεμιστοκλέους γνώμῃ τοὺς μὲν Λακεδαιμονίους ταῦτ᾽ εἰπόντας ἀποκρινάμενοι ὅτι πέμψουσιν ὡς αὐτοὺς πρέσβεις περὶ ὧν λέγουσιν εὐθὺς ἀπήλλαξαν· ἑαυτὸν δ᾽ ἐκέλευεν ἀποστέλλειν ὡς τάχιστα ὁ Θεμιστοκλῆς ἐς τὴν Λακεδαίμονα, ἄλλους δὲ πρὸς ἑαυτῷ ἑλομένους πρέσβεις μὴ εὐθὺς ἐκπέμπειν, ἀλλ᾽ ἐπισχεῖν μέχρι τοσούτου ἕως ἂν τὸ τεῖχος ἱκανὸν ἄρωσιν ὥστε ἀπομάχεσθαι ἐκ τοῦ ἀναγκαιοτάτου ὕψους· τειχίζειν δὲ πάντας πανδημεὶ τοὺς ἐν τῇ πόλει [καὶ αὐτοὺς καὶ γυναῖκας καὶ παῖδας], φειδομένους μήτε ἰδίου μήτε δημοσίου οἰκοδομήματος ὅθεν τις ὠφελία ἔσται ἐς τὸ ἔργον, ἀλλὰ καθαιροῦντας πάντα. [1.90.4] καὶ ὁ μὲν ταῦτα διδάξας καὶ ὑπειπὼν τἆλλα ὅτι αὐτὸς τἀκεῖ πράξοι ᾤχετο. [1.90.5] καὶ ἐς τὴν Λακεδαίμονα ἐλθὼν οὐ προσῄει πρὸς τὰς ἀρχάς, ἀλλὰ διῆγε καὶ προυφασίζετο. καὶ ὁπότε τις αὐτὸν ἔροιτο τῶν ἐν τέλει ὄντων ὅτι οὐκ ἐπέρχεται ἐπὶ τὸ κοινόν, ἔφη τοὺς ξυμπρέσβεις ἀναμένειν, ἀσχολίας δέ τινος οὔσης αὐτοὺς ὑπολειφθῆναι, προσδέχεσθαι μέντοι ἐν τάχει ἥξειν καὶ θαυμάζειν ὡς οὔπω πάρεισιν. [1.91.1] οἱ δὲ ἀκούοντες τῷ μὲν Θεμιστοκλεῖ ἐπείθοντο διὰ φιλίαν αὐτοῦ, τῶν δὲ ἄλλων ἀφικνουμένων καὶ σαφῶς κατηγορούντων ὅτι τειχίζεταί τε καὶ ἤδη ὕψος λαμβάνει, οὐκ εἶχον ὅπως χρὴ ἀπιστῆσαι. [1.91.2] γνοὺς δὲ ἐκεῖνος κελεύει αὐτοὺς μὴ λόγοις μᾶλλον παράγεσθαι ἢ πέμψαι σφῶν αὐτῶν ἄνδρας οἵτινες χρηστοὶ καὶ πιστῶς ἀναγγελοῦσι σκεψάμενοι. [1.91.3] ἀποστέλλουσιν οὖν, καὶ περὶ αὐτῶν ὁ Θεμιστοκλῆς τοῖς Ἀθηναίοις κρύφα πέμπει κελεύων ὡς ἥκιστα ἐπιφανῶς κατασχεῖν καὶ μὴ ἀφεῖναι πρὶν ἂν αὐτοὶ πάλιν κομισθῶσιν (ἤδη γὰρ καὶ ἧκον αὐτῷ οἱ ξυμπρέσβεις, Ἁβρώνιχός τε ὁ Λυσικλέους καὶ Ἀριστείδης ὁ Λυσιμάχου, ἀγγέλλοντες ἔχειν ἱκανῶς τὸ τεῖχος) ἐφοβεῖτο γὰρ μὴ οἱ Λακεδαιμόνιοι σφᾶς, ὁπότε σαφῶς ἀκούσειαν, οὐκέτι ἀφῶσιν. [1.91.4] οἵ τε οὖν Ἀθηναῖοι τοὺς πρέσβεις, ὥσπερ ἐπεστάλη, κατεῖχον, καὶ ὁ Θεμιστοκλῆς ἐπελθὼν τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐνταῦθα δὴ φανερῶς εἶπεν ὅτι ἡ μὲν πόλις σφῶν τετείχισται ἤδη ὥστε ἱκανὴ εἶναι σῴζειν τοὺς ἐνοικοῦντας, εἰ δέ τι βούλονται Λακεδαιμόνιοι ἢ οἱ ξύμμαχοι πρεσβεύεσθαι παρὰ σφᾶς, ὡς πρὸς διαγιγνώσκοντας τὸ λοιπὸν ἰέναι τά τε σφίσιν αὐτοῖς ξύμφορα καὶ τὰ κοινά. [1.91.5] τήν τε γὰρ πόλιν ὅτε ἐδόκει ἐκλιπεῖν ἄμεινον εἶναι καὶ ἐς τὰς ναῦς ἐσβῆναι, ἄνευ ἐκείνων ἔφασαν γνόντες τολμῆσαι, καὶ ὅσα αὖ μετ᾽ ἐκείνων βουλεύεσθαι, οὐδενὸς ὕστεροι γνώμῃ φανῆναι. [1.91.6] δοκεῖν οὖν σφίσι καὶ νῦν ἄμεινον εἶναι τὴν ἑαυτῶν πόλιν τεῖχος ἔχειν, καὶ ἰδίᾳ τοῖς πολίταις καὶ ἐς τοὺς πάντας ξυμμάχους ὠφελιμώ τερον ἔσεσθαι· [1.91.7] οὐ γὰρ οἷόν τ᾽ εἶναι μὴ ἀπὸ ἀντιπάλου παρασκευῆς ὁμοῖόν τι ἢ ἴσον ἐς τὸ κοινὸν βουλεύεσθαι. ἢ πάντας οὖν ἀτειχίστους ἔφη χρῆναι ξυμμαχεῖν ἢ καὶ τάδε νομίζειν ὀρθῶς ἔχειν. [1.92.1] οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ἀκούσαντες ὀργὴν μὲν φανερὰν οὐκ ἐποιοῦντο τοῖς Ἀθηναίοις (οὐδὲ γὰρ ἐπὶ κωλύμῃ, ἀλλὰ γνώμης παραινέσει δῆθεν τῷ κοινῷ ἐπρεσβεύσαντο, ἅμα δὲ καὶ προσφιλεῖς ὄντες ἐν τῷ τότε διὰ τὴν ἐς τὸν Μῆδον προθυμίαν τὰ μάλιστ᾽ αὐτοῖς ἐτύγχανον), τῆς μέντοι βουλήσεως ἁμαρτάνοντες ἀδήλως ἤχθοντο. οἵ τε πρέσβεις ἑκατέρων ἀπῆλθον ἐπ᾽ οἴκου ἀνεπικλήτως.

[1.89.1] Ας ιστορήσω, τώρα, πώς οι Αθηναίοι απόκτησαν τόσο μεγάλη δύναμη. [1.89.2] Όταν οι Μήδοι, αφού νικήθηκαν από τους Έλληνες και στην στεριά και στην θάλασσα, αποσύρθηκαν απ᾽ την Ευρώπη και όταν όσοι είχαν καταφύγει με τον στόλο τους στην Μυκάλη καταστράφηκαν, ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Λεωτυχίδης, αρχηγός των Ελλήνων στην Μυκάλη, γύρισε στην Πελοπόννησο με τους Πελοποννησίους συμμάχους. Οι Αθηναίοι, όμως, και όσοι σύμμαχοι της Ιωνίας και του Ελλησπόντου είχαν κιόλας αποσπαστεί από τον Βασιλέα, πολιόρκησαν την Σηστό την οποία κρατούσαν οι Μήδοι και, αφού ξεχειμώνιασαν, την κυρίεψαν όταν την εγκατέλειψαν οι βάρβαροι. Αμέσως μετά απόπλευσαν απ᾽ τον Ελλήσποντο και ο καθένας γύρισε στην πατρίδα του. [1.89.3] Οι Αθηναίοι, μόλις οι βάρβαροι εκκένωσαν την πατρίδα τους, άρχισαν να φέρνουν πίσω τα γυναικόπαιδά τους και την κινητή περιουσία τους από τα μέρη όπου τα είχαν πάει για ασφάλεια και ετοιμάζονταν να ξαναχτίσουν την πόλη και τα τείχη. Από το τείχος τίποτε σχεδόν δεν έμεινε και τα περισσότερα σπίτια είχαν καταστραφεί. Ελάχιστα μόνο είχαν σωθεί, δηλαδή εκείνα όπου είχαν κατοικήσει μεγάλοι αξιωματούχοι των Περσών.
[1.90.1] Οι Λακεδαιμόνιοι όμως, όταν πληροφορήθηκαν τί επρόκειτο να γίνει, έστειλαν πρεσβεία στην Αθήνα, επειδή προτιμούσαν να μην έχουν τείχη ούτε οι Αθηναίοι ούτε άλλος κανείς. Τους παρακίνησαν και οι σύμμαχοί τους, επειδή φοβόνταν την Αθήνα η οποία είχε αποκτήσει ισχυρό στόλο που δεν είχε πριν και είχε επιδείξει μεγάλη τόλμη στον πόλεμο εναντίον των Περσών. [1.90.2] Οι Λακεδαιμόνιοι ζήτησαν από τους Αθηναίους να μην χτίσουν τείχη και είπαν ότι ήσαν έτοιμοι να τους βοηθήσουν για να κατεδαφίσουν τα τείχη όλων των πόλεων έξω από την Πελοπόννησο. Δεν φανέρωσαν στους Αθηναίους τους πραγματικούς σκοπούς τους και τις υποψίες τους, αλλά ισχυρίστηκαν ότι με τον τρόπο αυτό, αν ποτέ οι βάρβαροι έκαναν νέα επιδρομή, δεν θα είχαν στην διάθεσή τους τειχισμένες πολιτείες για να τις χρησιμοποιούν σαν ορμητήρια και σαν καταφύγια. [1.90.3] Οι Αθηναίοι, κατά πρόταση του Θεμιστοκλή, αποκρίθηκαν στα όσα είπαν οι Λακεδαιμόνιοι ότι θα στείλουν πρεσβεία για να συζητήσουν το θέμα κι έτσι τους έστειλαν πίσω. Τότε ο Θεμιστοκλής συμβούλεψε τους Αθηναίους να τον στείλουν τον ίδιο, αμέσως, πρέσβη στη Σπάρτη και να διορίσουν και άλλους πρέσβεις οι οποίοι όμως να μην φύγουν αμέσως, αλλά να αργοπορήσουν έως ότου υψωθεί το τείχος όσο χρειάζεται για μιαν ασφαλή άμυνα. Παράλληλα έπρεπε όλος ο πληθυσμός, άντρες, γυναίκες και παιδιά, να δουλέψουν στο τείχος και να μην αφήσουν οικοδομές, ιδιωτικές ή δημόσιες, που θα μπορούσε το υλικό τους να είναι χρήσιμο για το τείχος, αλλά να τις κατεδαφίσουν όλες. [1.90.4] Αφού έδωσε τις οδηγίες αυτές και είπε ότι ο ίδιος θα τα καταφέρει στην Σπάρτη, έφυγε. [1.90.5] Όταν έφθασε στην Σπάρτη, δεν πήγε να παρουσιαστεί στις αρχές, αλλά χρονοτριβούσε με διάφορες προφάσεις και όταν κανένας από τους άρχοντες τον ρωτούσε γιατί δεν παρουσιάζεται στις αρχές, έλεγε ότι περίμενε και τους άλλους συμπρέσβεις που τους είχες καθυστερήσει κάποια ασχολία, αλλά ότι τους περίμενε από στιγμή σε στιγμή και απορούσε πώς δεν είχαν ακόμα φτάσει.
[1.91.1] Οι Λακεδαιμόνιοι, που αγαπούσαν τον Θεμιστοκλή, τον πίστευαν. Όταν, όμως, άρχισαν να φτάνουν πρόσωπα που βεβαίωναν κατηγορηματικά ότι το τείχος χτίζεται και έχει φτάσει σε αρκετό ύψος, δεν μπορούσαν να μην τα πιστέψουν. [1.91.2] Ο Θεμιστοκλής το κατάλαβε και τους είπε να μην παρασύρονται από διαδόσεις, αλλά να στείλουν αντιπροσωπεία από δικούς τους τίμιους πολίτες οι οποίοι να πάνε να δούνε οι ίδιοι και να τους αναφέρουν ακριβώς την κατάσταση. [1.91.3] Οι Σπαρτιάτες έστειλαν αντιπροσωπεία, αλλά και ο Θεμιστοκλής έστειλε, κρυφά, μήνυμα στους Αθηναίους να κρατήσουν τους αντιπροσώπους με όσο πιο εύσχημο τρόπο μπορούσαν και να μην τους αφήσουν να φύγουν προτού επιστρέψει από τη Σπάρτη ό ίδιος με τους άλλους συναδέλφους του, γιατί στο μεταξύ είχαν φτάσει οι άλλοι πρέσβεις, ο Αβρώνιχος του Λυσικλέους και ο Αριστείδης του Λυσιμάχου που του είχαν φέρει την είδηση ότι το τείχος είχε κιόλας υψωθεί αρκετά. Ο Θεμιστοκλής φοβόταν μήπως οι Λακεδαιμόνιοι, όταν μάθαιναν την αλήθεια, δεν τους άφηναν να φύγουν. [1.91.4] Οι Αθηναίοι κράτησαν τους αντιπροσώπους κατά τις οδηγίες του Θεμιστοκλή ο οποίος παρουσιάστηκε, τότε, στους Σπαρτιάτες και τους δήλωσε φανερά, ότι η Αθήνα είχε κιόλας τειχιστεί για να μπορεί να προστατεύει τους κατοίκους της και ότι αν, στο μέλλον, οι Σπαρτιάτες ή άλλοι σύμμαχοι έστελναν πρέσβεις στους Αθηναίους, έπρεπε να ξέρουν ότι θ᾽ απευθύνονται πια σε ανθρώπους που είναι σε θέση να διακρίνουν και το δικό τους και το κοινό συμφέρον. [1.91.5] Γιατί όταν είχαν θεωρήσει ότι ήταν προτιμότερο να εγκαταλείψουν την πόλη τους και να μπουν στα καράβια τους, είχαν πάρει την τολμηρή αυτή απόφαση χωρίς να έχουν ανάγκη τη βοήθεια της Σπάρτης και όταν, αργότερα, έγιναν κοινές συσκέψεις, οι Αθηναίοι δεν φάνηκαν κατώτεροι από κανέναν στο να παίρνουν τις σωστές αποφάσεις. [1.91.6] Και τώρα, λοιπόν, είχαν την πεποίθηση ότι ήταν προτιμότερο η πολιτεία τους να είναι τειχισμένη και ότι τούτο θα είναι εξαιρετικά ωφέλιμο και για τους Αθηναίους και για όλους γενικά τους συμμάχους. [1.91.7] Δεν θα μπορούσαν, άλλωστε, να μετέχουν στα κοινά κατά τρόπο ισότιμο αν δεν είχαν ανάλογη στρατιωτική θέση. Έπρεπε, λοιπόν, είπε, ή όλοι όσοι συμμαχήσουν να είναι ατείχιστοι ή τότε να θεωρηθεί ότι ορθή ήταν και η ενέργεια των Αθηναίων.
[1.92.1] Όταν οι Λακεδαιμόνιοι τ᾽ άκουσαν αυτά, δεν έδειξαν, φανερά, αγανάκτηση εναντίον των Αθηναίων. Είχαν στείλει, άλλωστε, την πρεσβεία τους όχι για να εμποδίσουν το έργο, αλλά για να υποβάλλουν τάχα μια γνώμη για το κοινό συμφέρον. Τίποτε περισσότερο. Εκτός απ᾽ αυτό έτρεφαν θερμά αισθήματα για τους Αθηναίους εξαιτίας της λαμπρής διαγωγής τους στους μηδικούς πολέμους. Δυσανασχετούσαν, όμως, χωρίς να το δείχνουν, επειδή είχαν αποτύχει στον σκοπό τους. Έτσι και οι δύο πρεσβείες γύρισαν η καθεμιά στην πολιτεία της χωρίς να δημιουργηθούν προστριβές.