Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (8.91.1-8.92.11)

[8.91.1] Ταῦτ᾽ οὖν ἐκ πλέονός τε ὁ Θηραμένης διεθρόει καὶ ἐπειδὴ οἱ ἐκ τῆς Λακεδαίμονος πρέσβεις οὐδὲν πράξαντες ἀνεχώρησαν τοῖς ξύμπασι ξυμβατικόν, φάσκων κινδυνεύσειν τὸ τεῖχος τοῦτο καὶ τὴν πόλιν διαφθεῖραι. [8.91.2] ἅμα γὰρ καὶ ἐκ τῆς Πελοποννήσου ἐτύγχανον Εὐβοέων ἐπικαλουμένων κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον τοῦτον δύο καὶ τεσσαράκοντα νῆες, ὧν ἦσαν καὶ ἐκ Τάραντος καὶ Λοκρῶν Ἰταλιώτιδες καὶ Σικελικαί τινες, ὁρμοῦσαι ἤδη ἐπὶ Λᾷ τῆς Λακωνικῆς καὶ παρασκευαζόμεναι τὸν ἐς τὴν Εὔβοιαν πλοῦν (ἦρχε δὲ αὐτῶν Ἀγησανδρίδας Ἀγησάνδρου Σπαρτιάτης)· ἃς ἔφη Θηραμένης οὐκ Εὐβοίᾳ μᾶλλον ἢ τοῖς τειχίζουσι τὴν Ἠετιωνείαν προσπλεῖν, καὶ εἰ μή τις ἤδη φυλάξεται, λήσειν διαφθαρέντας. [8.91.3] ἦν δέ τι καὶ τοιοῦτον ἀπὸ τῶν τὴν κατηγορίαν ἐχόντων, καὶ οὐ πάνυ διαβολὴ μόνον τοῦ λόγου. ἐκεῖνοι γὰρ μάλιστα μὲν ἐβούλοντο ὀλιγαρχούμενοι ἄρχειν καὶ τῶν ξυμμάχων, εἰ δὲ μή, τάς τε ναῦς καὶ τὰ τείχη ἔχοντες αὐτονομεῖσθαι, ἐξειργόμενοι δὲ καὶ τούτου μὴ οὖν ὑπὸ τοῦ δήμου γε αὖθις γενομένου αὐτοὶ πρὸ τῶν ἄλλων μάλιστα διαφθαρῆναι, ἀλλὰ καὶ τοὺς πολεμίους ἐσαγαγόμενοι ἄνευ τειχῶν καὶ νεῶν ξυμβῆναι καὶ ὁπωσοῦν τὰ τῆς πόλεως ἔχειν, εἰ τοῖς γε σώμασι σφῶν ἄδεια ἔσται. [8.92.1] διόπερ καὶ τὸ τεῖχος τοῦτο καὶ πυλίδας ἔχον καὶ ἐσόδους καὶ ἐπεσαγωγὰς τῶν πολεμίων ἐτείχιζόν τε προθύμως καὶ φθῆναι ἐβούλοντο ἐξεργασάμενοι. [8.92.2] πρότερον μὲν οὖν κατ᾽ ὀλίγους τε καὶ κρύφα μᾶλλον τὰ λεγόμενα ἦν· ἐπειδὴ δὲ ὁ Φρύνιχος ἥκων ἐκ τῆς ἐς Λακεδαίμονα πρεσβείας πληγεὶς ὑπ᾽ ἀνδρὸς τῶν περιπόλων τινὸς ἐξ ἐπιβουλῆς ἐν τῇ ἀγορᾷ πληθούσῃ καὶ οὐ πολὺ ἀπὸ τοῦ βουλευτηρίου ἀπελθὼν ἀπέθανε παραχρῆμα, καὶ ὁ μὲν πατάξας διέφυγεν, ὁ δὲ ξυνεργὸς Ἀργεῖος ἄνθρωπος ληφθεὶς καὶ βασανιζόμενος ὑπὸ τῶν τετρακοσίων οὐδενὸς ὄνομα τοῦ κελεύσαντος εἶπεν οὐδὲ ἄλλο τι ἢ ὅτι εἰδείη πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐς τοῦ περιπολάρχου καὶ ἄλλοσε κατ᾽ οἰκίας ξυνιόντας, τότε δὴ οὐδενὸς γεγενημένου ἀπ᾽ αὐτοῦ νεωτέρου καὶ ὁ Θηραμένης ἤδη θρασύτερον καὶ Ἀριστοκράτης καὶ ὅσοι ἄλλοι τῶν τετρακοσίων αὐτῶν καὶ τῶν ἔξωθεν ἦσαν ὁμογνώμονες ᾖσαν ἐπὶ τὰ πράγματα. [8.92.3] ἅμα γὰρ καὶ ἀπὸ τῆς Λᾶς αἱ νῆες ἤδη περιπεπλευκυῖαι καὶ ὁρμισάμεναι ἐς τὴν Ἐπίδαυρον τὴν Αἴγιναν κατεδεδραμήκεσαν· καὶ οὐκ ἔφη ὁ Θηραμένης εἰκὸς εἶναι ἐπ᾽ Εὔβοιαν πλεούσας αὐτὰς ἐς Αἴγιναν κατακολπίσαι καὶ πάλιν ἐν Ἐπιδαύρῳ ὁρμεῖν, εἰ μὴ παρακληθεῖσαι ἥκοιεν ἐφ᾽ οἷσπερ καὶ αὐτὸς αἰεὶ κατηγόρει· οὐκέτι οὖν οἷόν τε εἶναι ἡσυχάζειν. [8.92.4] τέλος δὲ πολλῶν καὶ στασιωτικῶν λόγων καὶ ὑποψιῶν προσγενομένων καὶ ἔργῳ ἤδη ἥπτοντο τῶν πραγμάτων· οἱ γὰρ ἐν τῷ Πειραιεῖ τὸ τῆς Ἠετιωνείας τεῖχος ὁπλῖται οἰκοδομοῦντες, ἐν οἷς καὶ ὁ Ἀριστοκράτης ἦν ταξιαρχῶν καὶ τὴν ἑαυτοῦ φυλὴν ἔχων, ξυλλαμβάνουσιν Ἀλεξικλέα στρατηγὸν ὄντα ἐκ τῆς ὀλιγαρχίας καὶ μάλιστα πρὸς τοὺς ἑταίρους τετραμμένον, καὶ ἐς οἰκίαν ἀγαγόντες εἶρξαν. [8.92.5] ξυνεπελάβοντο δὲ αὐτοῖς ἅμα καὶ ἄλλοι καὶ Ἕρμων τις τῶν περιπόλων τῶν Μουνιχίασι τεταγμένων ἄρχων· τὸ δὲ μέγιστον, τῶν ὁπλιτῶν τὸ στῖφος ταῦτα ἐβούλετο. [8.92.6] ὡς δὲ ἐσηγγέλθη τοῖς τετρακοσίοις (ἔτυχον δὲ ἐν τῷ βουλευτηρίῳ ξυγκαθήμενοι), εὐθύς, πλὴν ὅσοις μὴ βουλομένοις ταῦτ᾽ ἦν, ἑτοῖμοι ἦσαν ἐς τὰ ὅπλα ἰέναι καὶ τῷ Θηραμένει καὶ τοῖς μετ᾽ αὐτοῦ ἠπείλουν. ὁ δὲ ἀπολογούμενος ἑτοῖμος ἔφη εἶναι ξυναφαιρησόμενος ἰέναι ἤδη. καὶ παραλαβὼν ἕνα τῶν στρατηγῶν ὃς ἦν αὐτῷ ὁμογνώμων ἐχώρει ἐς τὸν Πειραιᾶ· ἐβοήθει δὲ καὶ Ἀρίσταρχος καὶ τῶν ἱππέων νεανίσκοι. [8.92.7] ἦν δὲ θόρυβος πολὺς καὶ ἐκπληκτικός· οἵ τε γὰρ ἐν τῷ ἄστει ἤδη ᾤοντο τόν τε Πειραιᾶ κατειλῆφθαι καὶ τὸν ξυνειλημμένον τεθνάναι, οἵ τε ἐν τῷ Πειραιεῖ τοὺς ἐκ τοῦ ἄστεως ὅσον οὔπω ἐπὶ σφᾶς παρεῖναι. [8.92.8] μόλις δὲ τῶν τε πρεσβυτέρων διακωλυόντων τοὺς ἐν τῷ ἄστει διαθέοντας καὶ ἐπὶ τὰ ὅπλα φερομένους καὶ Θουκυδίδου τοῦ Φαρσαλίου τοῦ προξένου τῆς πόλεως παρόντος καὶ προθύμως ἐμποδών τε ἑκάστοις γιγνομένου καὶ ἐπιβοωμένου μὴ ἐφεδρευόντων ἐγγὺς τῶν πολεμίων ἀπολέσαι τὴν πατρίδα, ἡσύχασάν τε καὶ σφῶν αὐτῶν ἀπέσχοντο. [8.92.9] καὶ ὁ μὲν Θηραμένης ἐλθὼν ἐς τὸν Πειραιᾶ (ἦν δὲ καὶ αὐτὸς στρατηγός), ὅσον καὶ ἀπὸ βοῆς ἕνεκα, ὠργίζετο τοῖς ὁπλίταις· ὁ δὲ Ἀρίσταρχος καὶ οἱ ἐναντίοι τῷ ἀληθεῖ ἐχαλέπαινον. [8.92.10] οἱ δὲ ὁπλῖται ὁμόσε τε ἐχώρουν οἱ πλεῖστοι τῷ ἔργῳ καὶ οὐ μετεμέλοντο, καὶ τὸν Θηραμένη ἠρώτων εἰ δοκεῖ αὐτῷ ἐπ᾽ ἀγαθῷ τὸ τεῖχος οἰκοδομεῖσθαι καὶ εἰ ἄμεινον εἶναι καθαιρεθέν. ὁ δέ, εἴπερ καὶ ἐκείνοις δοκεῖ καθαιρεῖν, καὶ ἑαυτῷ ἔφη ξυνδοκεῖν. καὶ ἐντεῦθεν εὐθὺς ἀναβάντες οἵ τε ὁπλῖται καὶ πολλοὶ τῶν ἐκ τοῦ Πειραιῶς ἀνθρώπων κατέσκαπτον τὸ τείχισμα. [8.92.11] ἦν δὲ πρὸς τὸν ὄχλον ἡ παράκλησις ὡς χρή, ὅστις τοὺς πεντακισχιλίους βούλεται ἄρχειν ἀντὶ τῶν τετρακοσίων, ἰέναι ἐπὶ τὸ ἔργον. ἐπεκρύπτοντο γὰρ ὅμως ἔτι τῶν πεντακισχιλίων τῷ ὀνόματι, μὴ ἄντικρυς δῆμον ὅστις βούλεται ἄρχειν ὀνομάζειν, φοβούμενοι μὴ τῷ ὄντι ὦσι καὶ πρός τινα εἰπών τίς τι ἀγνοίᾳ σφαλῇ. καὶ οἱ τετρακόσιοι διὰ τοῦτο οὐκ ἤθελον τοὺς πεντακισχιλίους οὔτε εἶναι οὔτε μὴ ὄντας δήλους εἶναι, τὸ μὲν καταστῆσαι μετόχους τοσούτους ἄντικρυς ἂν δῆμον ἡγούμενοι, τὸ δ᾽ αὖ ἀφανὲς φόβον ἐς ἀλλήλους παρέξειν.

[8.91.1] Αυτά διέδιδε ο Θηραμένης και όταν οι πρέσβεις που είχαν πάει στην Λακεδαίμονα γύρισαν αφού απέτυχαν σε όλες τους τις προσπάθειες να κάνουν συμβιβασμό, είπε φανερά ότι το οχυρό αυτό μπορεί να καταστρέψει ολόκληρη την πολιτεία. [8.91.2] Εκείνη την εποχή ακριβώς, σαράντα δύο καράβια βρίσκονταν συγκεντρωμένα στην Λα της Λακωνικής κι ετοιμάζονταν να πάνε στην Εύβοια, όπου είχαν ζητήσει βοήθεια. Μεταξύ τους ήσαν καράβια ιταλικά από τον Τάραντα και τους Λοκρούς και μερικά σικελικά. Αρχηγός τους ήταν ο Σπαρτιάτης Αγησανδρίδας του Αγησάνδρου. Ο Θηραμένης έλεγε ότι τα καράβια αυτά δεν πήγαιναν να βοηθήσουν την Εύβοια, αλλά θα έρχονταν να βοηθήσουν εκείνους που οχύρωναν την Ηετιωνεία και ότι, αν δεν πάρουν τα μέτρα τους, τότε η πολιτεία θα καταστραφεί χωρίς να το καταλάβει. [8.91.3] Τα όσα έλεγε δεν ήσαν αβάσιμες διαβολές, γιατί εκείνοι τους οποίους κατηγορούσε, κάτι παρόμοιο είχαν σκοπό να κάνουν. Ήθελαν, δηλαδή, να διατηρήσουν την αθηναϊκή ηγεμονία με ολιγαρχικό καθεστώς στην Αθήνα. Αν δεν το κατόρθωναν, τότε θα προσπαθούσαν, έχοντας τον στόλο και τα τείχη, να προφυλάξουν την ανεξαρτησία της Αθήνας. Αλλά, αν και τούτο δεν ήταν δυνατόν, τότε προτιμούσαν αντί να είναι πρώτοι αυτοί τα θύματα της επαναφοράς της δημοκρατίας, να επιτρέψουν στον εχθρό να μπει στην πολιτεία, να του παραδώσουν και τον στόλο και τα τείχη για να κάνουν συμφωνία και για να μείνουν στην εξουσία με οποιουσδήποτε όρους, αρκεί να σώσουν την ζωή τους.
[8.92.1] Γι᾽ αυτόν ακριβώς τον λόγο έχτιζαν το τείχος και μάλιστα με μικρές πύλες και περάσματα για να μπουν οι εχθροί, και εβίαζαν την δουλειά για να είναι έτοιμο. [8.92.2] Στην αρχή οι διαδόσεις αυτές ήσαν κρυφές και λίγοι τις συζητούσαν. Αλλά έγινε το εξής: Όταν ο Φρύνιχος γύρισε από την πρεσβεία στην Λακεδαίμονα, τον χτύπησε με μαχαίρι, καθώς έβγαινε από το βουλευτήριο, κάποιος μιας περιπόλου, την ώρα που η Αγορά είχε πολύν κόσμο. Ο Φρύνιχος πέθανε σχεδόν αμέσως και ο δράστης μπόρεσε να ξεφύγει. Συνέλαβαν, όμως, τον συνένοχό του, έναν Αργείο, τον οποίο βασάνισαν οι Τετρακόσιοι, αλλά δεν μαρτύρησε το όνομα εκείνου που είχε διατάξει την δολοφονία. Το μόνο που ήξερε, είπε, ήταν ότι πολλοί άνθρωποι συγκεντρώνονταν και στο σπίτι του περιπολάρχου και σε άλλα σπίτια. Επειδή η δολοφονία αυτή δεν προκάλεσε καμιάν αντίδραση, ο Θηραμένης, ο Αριστοκράτης, όσοι από τους Τετρακόσιους ήσαν οπαδοί τους και όσοι άλλοι είχαν τα ίδια φρονήματα, άρχισαν να ενεργούν φανερά. [8.92.3] Ταυτόχρονα, ο εχθρικός στόλος είχε έρθει από την Λα στην Επίδαυρο, από όπου έκανε επιδρομές εναντίον της Αίγινας. Ο Θηραμένης έλεγε ότι ήταν περίεργο, στόλος που πήγαινε στην Εύβοια, να πάει στην Αίγινα κι από εκεί να επιστρέψει πάλι στην Επίδαυρο, εκτός εάν τον είχαν καλέσει να έρθει για τον σκοπό ακριβώς εκείνον τον οποίο από καιρό είχε αποκαλύψει. Δεν μπορούσαν, λοιπόν, να μένουν άπρακτοι. [8.92.4] Τέλος, αφού κυκλοφόρησαν πολλά στασιαστικά συνθήματα και προστέθηκαν κι άλλες υποψίες, άρχισαν ν᾽ αναλαμβάνουν δράση. Οι οπλίτες που στον Πειραιά εργάζονταν στο τείχος της Ηετιωνείας —μεταξύ τους ήταν ο Αριστοκράτης που ήταν ταξίαρχος και διέταζε την φυλή του— έπιασαν τον Αλεξικλή, ο οποίος ήταν στρατηγός ολιγαρχικός και προσηλωμένος στο νέο καθεστώς, και τον φυλάκισαν σ᾽ ένα σπίτι. [8.92.5] Πολλοί άλλοι τους βοήθησαν σ᾽ αυτό, καθώς ο Έρμων, αρχηγός μιας από τις περιπολίες που είχαν τοποθετηθεί στην Μουνιχία. Αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι το πλήθος των οπλιτών και των στρατιωτών ήταν σύμφωνο. [8.92.6] Όταν το πληροφορήθηκαν οι Τετρακόσιοι (έτυχε να συνεδριάζουν στο Βουλευτήριο) όλοι, εκτός από όσους ήσαν αντίθετοι, ήσαν έτοιμοι να πάρουν τα όπλα και φοβέριζαν τον Θηραμένη και τους οπαδούς του. Αλλά ο Θηραμένης υπερασπίστηκε τον εαυτό του λέγοντας ότι ήταν έτοιμος να πάει μαζί τους ν᾽ απελευθερώσει τον φυλακισμένο. Πήρε μαζί έναν από τους στρατηγούς, ο οποίος είχε τα ίδια φρονήματα μαζί του, και ξεκίνησε για τον Πειραιά. Πήγαν να τον ενισχύσουν ο Αρίσταρχος και μερικοί νέοι ιππείς. [8.92.7] Παντού επικρατούσε μεγάλη σύγχυση και φόβος. Στην Αθήνα νόμιζαν ότι ο Πειραιάς είχε κιόλας πέσει και ότι ο φυλακισμένος είχε σκοτωθεί, ενώ στον Πειραιά νόμιζαν ότι από στιγμή σε στιγμή έρχονται από την Αθήνα να τους χτυπήσουν. [8.92.8] Πολλοί έτρεχαν να πάρουν τα όπλα τους και μόλις μπόρεσαν να τους εμποδίσουν οι γεροντότεροι μαζί με τον Θουκυδίδη από τα Φάρσαλα —πρόξενο των Αθηναίων που έτυχε να βρίσκεται εκεί— που τους εμπόδιζε, φωνάζοντας ότι ο εχθρός καραδοκούσε και ότι δεν έπρεπε να καταστρέψουν την πατρίδα τους. Τέλος ησύχασαν και δεν οπλίστηκαν. [8.92.9] Ο Θηραμένης έφτασε στον Πειραιά (ήταν και αυτός στρατηγός) και, θυμωμένος τάχα, έκανε επίπληξη στους οπλίτες, ενώ ο Αρίσταρχος και οι αντίπαλοι των ολιγαρχικών οργίστηκαν πραγματικά. [8.92.10] Αλλά οι περισσότεροι οπλίτες δεν άλλαξαν γνώμη και δεν έδειχναν σημεία μεταμέλειας. Ρωτούσαν τον Θηραμένη αν νόμιζε ότι το οχυρό χτιζόταν για το καλό της πολιτείας ή αν θα ήταν καλύτερα να το κατεδαφίσουν. Τους αποκρίθηκε ότι αν νομίζουν καλύτερο να το κατεδαφίσουν, τότε και αυτός συμφωνεί μαζί τους. Τότε οι οπλίτες και πολλοί Πειραιώτες ανέβηκαν στο τείχος και άρχισαν να το κατεδαφίζουν. [8.92.11] Ρίχτηκε το σύνθημα στο πλήθος, όποιος θέλει να καταργηθούν οι Τετρακόσιοι και να πάρουν την εξουσία οι Πέντε Χιλιάδες, να λάβει μέρος στην κατεδάφιση. Έκρυβαν ακόμα τον πραγματικό τους σκοπό και χρησιμοποιούσαν τους Πέντε Χιλιάδες, μη θέλοντας να μιλήσουν ακόμα για εξουσία του λαού, από φόβο μήπως οι Πέντε Χιλιάδες υπήρχαν πραγματικά και μήπως προκαλέσουν αντιδράσεις αν, χωρίς να το ξέρουν, απευθύνονταν σε πρόσωπα που ήσαν από τους Πέντε Χιλιάδες. Ακριβώς γι᾽ αυτόν τον λόγο οι Τετρακόσιοι δεν ήθελαν ούτε να υπάρχουν οι Πέντε Χιλιάδες ούτε να είναι γνωστό ότι δεν υπάρχουν. Θεωρούσαν ότι, αν Πέντε Χιλιάδες πολίτες ασκούσαν την εξουσία, τούτο θα ισοδυναμούσε με δημοκρατία, αλλά ότι έπρεπε να μείνει αόριστη η κατάσταση, ώστε οι πολίτες να φοβούνται ο ένας τον άλλον.