Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (8.81.1-8.84.5)

[8.81.1] Οἱ δὲ προεστῶτες ἐν τῇ Σάμῳ καὶ μάλιστα Θρασύβουλος, αἰεί γε τῆς αὐτῆς γνώμης ἐχόμενος, ἐπειδὴ μετέστησε τὰ πράγματα, ὥστε κατάγειν Ἀλκιβιάδην, [καὶ] τέλος ἀπ᾽ ἐκκλησίας ἔπεισε τὸ πλῆθος τῶν στρατιωτῶν, καὶ ψηφισαμένων αὐτῶν Ἀλκιβιάδῃ κάθοδον καὶ ἄδειαν πλεύσας ὡς τὸν Τισσαφέρνην κατῆγεν ἐς τὴν Σάμον τὸν Ἀλκιβιάδην, νομίζων μόνην σωτηρίαν εἰ Τισσαφέρνην αὐτοῖς μεταστήσειεν ἀπὸ Πελοποννησίων. [8.81.2] γενομένης δὲ ἐκκλησίας τήν τε ἰδίαν ξυμφορὰν τῆς φυγῆς ἐπῃτιάσατο καὶ ἀνωλοφύρατο ὁ Ἀλκιβιάδης, καὶ περὶ τῶν πολιτικῶν πολλὰ εἰπὼν ἐς ἐλπίδας τε αὐτοὺς οὐ σμικρὰς τῶν μελλόντων καθίστη, καὶ ὑπερβάλλων ἐμεγάλυνε τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν παρὰ τῷ Τισσαφέρνει, ἵνα οἵ τε οἴκοι τὴν ὀλιγαρχίαν ἔχοντες φοβοῖντο αὐτὸν καὶ μᾶλλον αἱ ξυνωμοσίαι διαλυθεῖεν καὶ οἱ ἐν τῇ Σάμῳ τιμιώτερόν τε αὐτὸν ἄγοιεν καὶ αὐτοὶ ἐπὶ πλέον θαρσοῖεν, οἵ τε πολέμιοι τῷ Τισσαφέρνει ὡς μάλιστα διαβάλλοιντο καὶ [ἀπὸ] τῶν ὑπαρχουσῶν ἐλπίδων ἐκπίπτοιεν. [8.81.3] ὑπισχνεῖτο δ᾽ οὖν τάδε μέγιστα ἐπικομπῶν ὁ Ἀλκιβιάδης, ὡς Τισσαφέρνης αὐτῷ ὑπεδέξατο ἦ μήν, ἕως ἄν τι τῶν ἑαυτοῦ λείπηται, ἢν Ἀθηναίοις πιστεύσῃ, μὴ ἀπορήσειν αὐτοὺς τροφῆς, οὐδ᾽ ἢν δέῃ τελευτῶντα τὴν ἑαυτοῦ στρωμνὴν ἐξαργυρῶσαι, τάς τε ἐν Ἀσπένδῳ ἤδη οὔσας Φοινίκων ναῦς κομιεῖν Ἀθηναίοις καὶ οὐ Πελοποννησίοις· πιστεῦσαι δ᾽ ἂν μόνως Ἀθηναίοις, εἰ σῶς αὐτὸς κατελθὼν αὐτῷ ἀναδέξαιτο. [8.82.1] οἱ δὲ ἀκούοντες ταῦτά τε καὶ ἄλλα πολλὰ στρατηγόν τε αὐτὸν εὐθὺς εἵλοντο μετὰ τῶν προτέρων καὶ τὰ πράγματα πάντα ἀνετίθεσαν, τήν τε παραυτίκα ἐλπίδα ἕκαστος τῆς τε σωτηρίας καὶ τῆς τῶν τετρακοσίων τιμωρίας οὐδενὸς ἂν ἠλλάξαντο, καὶ ἑτοῖμοι ἤδη ἦσαν διὰ τὸ αὐτίκα τούς τε παρόντας πολεμίους ἐκ τῶν λεχθέντων καταφρονεῖν καὶ πλεῖν ἐπὶ τὸν Πειραιᾶ. [8.82.2] ὁ δὲ τὸ μὲν ἐπὶ τὸν Πειραιᾶ πλεῖν τοὺς ἐγγυτέρω πολεμίους ὑπολιπόντας καὶ πάνυ διεκώλυσε, πολλῶν ἐπειγομένων, τὰ δὲ τοῦ πολέμου πρῶτον ἔφη, ἐπειδὴ καὶ στρατηγὸς ᾕρητο, πλεύσας ὡς Τισσαφέρνην πράξειν. [8.82.3] καὶ ἀπὸ ταύτης τῆς ἐκκλησίας εὐθὺς ᾤχετο, ἵνα δοκῇ πάντα μετ᾽ ἐκείνου κοινοῦσθαι, καὶ ἅμα βουλόμενος αὐτῷ τιμιώτερός τε εἶναι καὶ ἐνδείκνυσθαι ὅτι καὶ στρατηγὸς ἤδη ᾕρηται καὶ εὖ καὶ κακῶς οἷός τέ ἐστιν αὐτὸν [ἤδη] ποιεῖν. ξυνέβαινε δὲ τῷ Ἀλκιβιάδῃ τῷ μὲν Τισσαφέρνει τοὺς Ἀθηναίους φοβεῖν, ἐκείνοις δὲ τὸν Τισσαφέρνην.
[8.83.1] Οἱ δὲ Πελοποννήσιοι ἐν τῇ Μιλήτῳ πυνθανόμενοι τὴν τοῦ Ἀλκιβιάδου κάθοδον, καὶ πρότερον τῷ Τισσαφέρνει ἀπιστοῦντες πολλῷ δὴ μᾶλλον ἔτι διεβέβληντο. [8.83.2] ξυνηνέχθη γὰρ αὐτοῖς κατὰ τὸν ἐπὶ τὴν Μίλητον τῶν Ἀθηναίων ἐπίπλουν, ὡς οὐκ ἠθέλησαν ἀνταναγαγόντες ναυμαχῆσαι, πολλῷ ἐς τὴν μισθοδοσίαν τὸν Τισσαφέρνην ἀρρωστότερον γενόμενον καὶ ἐς τὸ μισεῖσθαι ὑπ᾽ αὐτῶν πρότερον ἔτι τούτων διὰ τὸν Ἀλκιβιάδην ἐπιδεδωκέναι. [8.83.3] καὶ ξυνιστάμενοι κατ᾽ ἀλλήλους οἷάπερ καὶ πρότερον οἱ στρατιῶται ἀνελογίζοντο καί τινες καὶ τῶν ἄλλων τῶν ἀξίων λόγου ἀνθρώπων καὶ οὐ μόνον τὸ στρατιωτικόν, ὡς οὔτε μισθὸν ἐντελῆ πώποτε λάβοιεν, τό τε διδόμενον βραχὺ καὶ οὐδὲ τοῦτο ξυνεχῶς· καὶ εἰ μή τις ἢ διαναυμαχήσει ἢ ἀπαλλάξεται ὅθεν τροφὴν ἕξει, ἀπολείψειν τοὺς ἀνθρώπους τὰς ναῦς· πάντων τε Ἀστύοχον εἶναι αἴτιον ἐπιφέροντα ὀργὰς Τισσαφέρνει διὰ ἴδια κέρδη. [8.84.1] ὄντων δ᾽ αὐτῶν ἐν τοιούτῳ ἀναλογισμῷ ξυνηνέχθη καὶ τοιόσδε τις θόρυβος περὶ τὸν Ἀστύοχον. [8.84.2] τῶν γὰρ Συρακοσίων καὶ Θουρίων ὅσῳ μάλιστα καὶ ἐλεύθεροι ἦσαν τὸ πλῆθος οἱ ναῦται, τοσούτῳ καὶ θρασύτατα προσπεσόντες τὸν μισθὸν ἀπῄτουν. ὁ δὲ αὐθαδέστερόν τέ τι ἀπεκρίνατο καὶ ἠπείλησε καὶ τῷ γε Δωριεῖ ξυναγορεύοντι τοῖς ἑαυτοῦ ναύταις καὶ ἐπανήρατο τὴν βακτηρίαν. [8.84.3] τὸ δὲ πλῆθος τῶν στρατιωτῶν ὡς εἶδον, οἷα δὴ ναῦται, ὥρμησαν ἐκραγέντες ἐπὶ τὸν Ἀστύοχον ὥστε βάλλειν· ὁ δὲ προϊδὼν καταφεύγει ἐπὶ βωμόν τινα. οὐ μέντοι ἐβλήθη γε, ἀλλὰ διελύθησαν ἀπ᾽ ἀλλήλων. [8.84.4] ἔλαβον δὲ καὶ τὸ ἐν τῇ Μιλήτῳ ἐνῳκοδομημένον τοῦ Τισσαφέρνους φρούριον οἱ Μιλήσιοι λάθρᾳ ἐπιπεσόντες, καὶ τοὺς ἐνόντας φύλακας αὐτοῦ ἐκβάλλουσιν· ξυνεδόκει δὲ καὶ τοῖς ἄλλοις ξυμμάχοις ταῦτα καὶ οὐχ ἥκιστα τοῖς Συρακοσίοις. [8.84.5] ὁ μέντοι Λίχας οὔτε ἠρέσκετο αὐτοῖς ἔφη τε χρῆναι Τισσαφέρνει καὶ δουλεύειν Μιλησίους καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς ἐν τῇ βασιλέως τὰ μέτρια καὶ ἐπιθεραπεύειν, ἕως ἂν τὸν πόλεμον εὖ θῶνται. οἱ δὲ Μιλήσιοι ὠργίζοντό τε αὐτῷ καὶ διὰ ταῦτα καὶ δι᾽ ἄλλα τοιουτότροπα καὶ νόσῳ ὕστερον ἀποθανόντα αὐτὸν οὐκ εἴασαν θάψαι οὗ ἐβούλοντο οἱ παρόντες τῶν Λακεδαιμονίων.

[8.81.1] Οι Αθηναίοι αρχηγοί στην Σάμο και ιδιαίτερα ο Θρασύβουλος, ο οποίος είχε πάντα την ίδια γνώμη από τότε που είχε πρωτοστατήσει στην μεταπολίτευση, ότι δηλαδή έπρεπε ν᾽ ανακληθεί ο Αλκιβιάδης, κατόρθωσαν τέλος, κάνοντας Εκκλησία, να πείσουν τους περισσότερους στρατιώτες. Ψήφισαν να τον ανακαλέσουν και να τον αμνηστεύσουν. Ο Θρασύβουλος πήρε καράβι, πήγε εκεί που ήταν ο Τισσαφέρνης και έφερε πίσω στην Σάμο τον Αλκιβιάδη, έχοντας την πεποίθηση ότι η μόνη σωτηρία ήταν να μεταστρέψει τον Τισσαφέρνη για να γίνει φίλος των Αθηναίων και να εγκαταλείψει τους Πελοποννησίους. [8.81.2] Έγινε Εκκλησία όπου ο Αλκιβιάδης διατύπωσε παράπονα για την εξορία του και τις ταλαιπωρίες που είχε υποστεί, και μετά μίλησε πολύ για την πολιτική κατάσταση, δίνοντάς τους μεγάλες ελπίδες για τα όσα θα συνέβαιναν μελλοντικά και υπερβάλλοντας πολύ την επιρροή του στον Τισσαφέρνη, ώστε να φοβίσει τους ολιγαρχικούς της Αθήνας και να διαλυθούν γρήγορα οι πολιτικοί σύλλογοι και ταυτόχρονα να ενισχύσει την επιβολή του στους στρατιώτες της Σάμου και να τους ενθαρρύνει, ενώ οι εχθροί θ᾽ άρχιζαν να έχουν μεγάλες αμφιβολίες για τον Τισσαφέρνη και θα έχαναν τις ελπίδες τους. [8.81.3] Με μεγάλα, λοιπόν, λόγια ο Αλκιβιάδης υποσχέθηκε στους στρατιώτες ότι ο Τισσαφέρνης τον είχε διαβεβαιώσει πως αν οι Αθηναίοι του εμπνεύσουν εμπιστοσύνη, και όσο του έμεναν χρήματα, δεν θα τους άφηνε να στερηθούν, ακόμα και αν, τελικά, θα χρειαζόταν να πουλήσει το ίδιο το κρεβάτι του. Ότι τον φοινικικό στόλο που ήταν κιόλας στην Άσπενδο, θα τον φέρει για να ενισχύσει τους Αθηναίους και όχι τους Πελοποννησίους. Τέλος, ότι ο Τισσαφέρνης θα είχε εμπιστοσύνη στους Αθηναίους μόνον όταν ο Αλκιβιάδης γυρίσει σώος στην Σάμο και του εγγυηθεί για την φιλία των Αθηναίων.
[8.82.1] Αφού τ᾽ άκουσαν αυτά και άλλα πολλά, οι στρατιώτες τον εκλέξαν αμέσως στρατηγό μαζί με τους προηγούμενους και του ανάθεσαν την γενική διαχείριση των υποθέσεων. Και την στιγμή εκείνη κανείς τους δεν θα άλλαζε με τίποτα στον κόσμο την διπλή ελπίδα που είχε, δηλαδή την δική του σωτηρία και την τιμωρία των Τετρακοσίων. Και ήσαν έτοιμοι, περιφρονώντας τον εχθρό που ήταν τότε αντίκρυ τους, να ξεκινήσουν αμέσως για τον Πειραιά. [8.82.2] Παρόλον ότι πολλοί επιμέναν σ᾽ αυτό, ο Αλκιβιάδης αντιτάχθηκε, με όλη του την δύναμη, στην πρόταση να φύγουν για τον Πειραιά, αφήνοντας πίσω τους τον εχθρό που ήταν τόσο κοντά. Είπε ότι πρώτ᾽ απ᾽ όλα έπρεπε να φροντίσουν για τον πόλεμο, αφού τον είχαν εκλέξει στρατηγό, και να πάει να βρει τον Τισσαφέρνη για την συνέχισή του. [8.82.3] Έφυγε αμέσως από την Εκκλησία για να πάει στον σατράπη, ώστε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι συζητούσε μαζί του όλα τα ζητήματα, αλλά και για να παρουσιαστεί μπροστά του με κύρος ηγέτη, αφού είχε μόλις εκλεγεί στρατηγός, που θα μπορούσε από τότε και ύστερα είτε να τον βλάψει, είτε να τον εξυπηρετήσει. Έτσι ο Αλκιβιάδης ήταν σε θέση να εκφοβίζει τον Τισσαφέρνη με τους Αθηναίους και τους Αθηναίους με τον Τισσαφέρνη.
[8.83.1] Όταν οι Πελοποννήσιοι της Μιλήτου έμαθαν την ανάκληση του Αλκιβιάδη, αυξήθηκε πολύ η δυσαρέσκειά τους εναντίον του Τισσαφέρνη, τον οποίον υποψιάζονταν και πριν. [8.83.2] Από τότε που ο αθηναϊκός στόλος είχε παρουσιαστεί μπροστά στην Μίλητο και οι Πελοποννήσιοι δεν θέλησαν να τους αντιμετωπίσουν σε ναυμαχία, ο Τισσαφέρνης είχε δείξει ακόμα μεγαλύτερη απροθυμία να τους πληρώνει τους μισθούς και η έχθρα τους εναντίον του, που είχε αρχίσει από τότε που είχε σχέσεις με τον Αλκιβιάδη, είχε μεγαλώσει πολύ. [8.83.3] Οι στρατιώτες, καθώς και μερικοί από τους αξιωματούχους, συγκεντρώνονταν και συσκέπτονταν μεταξύ τους —όπως το είχαν κάνει και άλλοτε— και διαπίστωναν ότι ποτέ δεν είχαν λάβει ολόκληρο τον μισθό τους και ότι και τον μειωμένο αυτόν μισθό δεν τον έπαιρναν τακτικά. Έλεγαν ότι έπρεπε ή να γίνει μια αποφασιστική ναυμαχία, ή, τότε, να μεταφερθούν αλλού, σε μέρος όπου θα μπορούσαν να προμηθεύονται χρήματα. Αλλιώς τα πληρώματα θα εγκατέλειπαν τα καράβια τους. Για όλα αυτά θεωρούσαν υπεύθυνο τον Αστύοχο, που για να έχει προσωπικό όφελος, ανεχόταν τις ιδιοτροπίες του Τισσαφέρνη.
[8.84.1] Ενώ αυτή ήταν η κατάσταση των πνευμάτων, σημειώθηκε και το ακόλουθο επεισόδιο εξαιτίας του Αστυόχου. [8.84.2] Οι ναύτες των Συρακουσίων και των Θουρίων —οι περισσότεροι ήσαν ελεύθεροι πολίτες και γι᾽ αυτό ήσαν πιο απαιτητικοί— τον περικύκλωσαν και ζητούσαν, με φωνές, τους μισθούς τους. Ο Αστύοχος τους αποκρίθηκε με αναίδεια και τους απείλησε. Σήκωσε μάλιστα το ραβδί του για να χτυπήσει τον Δωριέα που συνηγορούσε για τους δικούς του ναύτες. [8.84.3] Άμα το πλήθος το είδε, ξέσπασε σε φοβέρες, όπως κάνουν οι ναυτικοί, και όρμησε απάνω στον Αστύοχο για να τον χτυπήσει. Ο Αστύοχος τους πρόλαβε, καταφεύγοντας σ᾽ έναν βωμό. Έτσι ξέφυγε και το πλήθος διαλύθηκε. [8.84.4] Οι Μιλήσιοι έκαναν αιφνιδιαστική επίθεση και κυρίεψαν το φρούριο που είχε χτίσει ο Τισσαφέρνης μέσα στην πολιτεία και έδιωξαν την φρουρά. Την επιχείρηση αυτήν την επιδοκίμασαν όλοι οι άλλοι σύμμαχοι και ιδίως οι Συρακούσιοι. [8.84.5] Την αποδοκίμασε όμως ο Λίχας, που είπε ότι και οι Μιλήσιοι και όσοι άλλοι κατοικούσαν στα εδάφη του βασιλέως, έπρεπε ν᾽ αναγνωρίζουν την εξουσία του Τισσαφέρνη, όσο θα την ασκούσε με μέτρο, και να τον κολακεύουν έως ότου τελειώσει ο πόλεμος. Οι Μιλήσιοι θύμωσαν μαζί του και γι᾽ αυτό και για άλλα παρόμοια και όταν αργότερα αρρώστησε και πέθανε, δεν άφησαν τους Λακεδαιμονίους να τον θάψουν εκεί που ήθελαν.