Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (8.78.1-8.80.4)

[8.78.1] Ὑπὸ δὲ τὸν χρόνον τοῦτον καὶ οἱ ἐν τῇ Μιλήτῳ τῶν Πελοποννησίων ἐν τῷ ναυτικῷ στρατιῶται κατὰ σφᾶς αὐτοὺς διεβόων ὡς ὑπό τε Ἀστυόχου καὶ Τισσαφέρνους φθείρεται τὰ πράγματα, τοῦ μὲν οὐκ ἐθέλοντος οὔτε πρότερον ναυμαχεῖν, ἕως ἔτι αὐτοί τε ἔρρωντο μᾶλλον καὶ τὸ ναυτικὸν τῶν Ἀθηναίων ὀλίγον ἦν, οὔτε νῦν, ὅτε στασιάζειν τε λέγονται καὶ αἱ νῆες αὐτῶν οὐδέπω ἐν τῷ αὐτῷ εἰσίν, ἀλλὰ τὰς παρὰ Τισσαφέρνους Φοινίσσας ναῦς μένοντες, ἄλλως ὄνομα καὶ οὐκ ἔργον, κινδυνεύσειν διατριβῆναι· τὸν δ᾽ αὖ Τισσαφέρνην τάς τε ναῦς ταύτας οὐ κομίζειν, καὶ τροφὴν ὅτι οὐ ξυνεχῶς οὐδ᾽ ἐντελῆ διδοὺς κακοῖ τὸ ναυτικόν. οὔκουν ἔφασαν χρῆναι μέλλειν ἔτι, ἀλλὰ διαναυμαχεῖν. καὶ μάλιστα οἱ Συρακόσιοι ἐνῆγον. [8.79.1] αἰσθόμενοι δὲ οἱ ξύμμαχοι καὶ ὁ Ἀστύοχος τὸν θροῦν, καὶ δόξαν αὐτοῖς ἀπὸ ξυνόδου ὥστε διαναυμαχεῖν, ἐπειδὴ καὶ ἐσηγγέλλετο αὐτοῖς ἡ ἐν τῇ Σάμῳ ταραχή, ἄραντες ταῖς ναυσὶ πάσαις οὔσαις δώδεκα καὶ ἑκατὸν καὶ τοὺς Μιλησίους πεζῇ κελεύσαντες ἐπὶ τῆς Μυκάλης παριέναι ἔπλεον ὡς πρὸς τὴν Μυκάλην. [8.79.2] οἱ δὲ Ἀθηναῖοι ταῖς ἐκ Σάμου ναυσὶ δυοῖν καὶ ὀγδοήκοντα, αἳ ἔτυχον ἐν Γλαύκῃ τῆς Μυκάλης ὁρμοῦσαι (διέχει δὲ ὀλίγον ταύτῃ ἡ Σάμος τῆς ἠπείρου πρὸς τὴν Μυκάλην), ὡς εἶδον τὰς τῶν Πελοποννησίων ναῦς προσπλεούσας, ὑπεχώρησαν ἐς τὴν Σάμον, οὐ νομίσαντες τῷ πλήθει διακινδυνεῦσαι περὶ τοῦ παντὸς ἱκανοὶ εἶναι. [8.79.3] καὶ ἅμα (προῄσθοντο γὰρ αὐτοὺς ἐκ τῆς Μιλήτου ναυμαχησείοντας) προσεδέχοντο καὶ τὸν Στρομβιχίδην ἐκ τοῦ Ἑλλησπόντου σφίσι ταῖς ἐκ τῆς Χίου ναυσὶν ἐπ᾽ Ἀβύδου ἀφικομέναις προσβοηθήσειν· προυπέπεμπτο γὰρ αὐτῷ ἄγγελος. [8.79.4] καὶ οἱ μὲν οὕτως ἐπὶ τῆς Σάμου ἀνεχώρησαν, οἱ δὲ Πελοποννήσιοι καταπλεύσαντες ἐπὶ τῆς Μυκάλης ἐστρατοπεδεύσαντο, καὶ τῶν Μιλησίων καὶ τῶν πλησιοχώρων ὁ πεζός. [8.79.5] καὶ τῇ ὑστεραίᾳ μελλόντων αὐτῶν ἐπιπλεῖν τῇ Σάμῳ ἀγγέλλεται ὁ Στρομβιχίδης ταῖς ἀπὸ τοῦ Ἑλλησπόντου ναυσὶν ἀφιγμένος· καὶ εὐθὺς ἀπέπλεον πάλιν ἐπὶ τῆς Μιλήτου. [8.79.6] οἱ δὲ Ἀθηναῖοι προσγενομένων σφίσι τῶν νεῶν ἐπίπλουν αὐτοὶ ποιοῦνται τῇ Μιλήτῳ ναυσὶν ὀκτὼ καὶ ἑκατὸν βουλόμενοι διαναυμαχῆσαι· καὶ ὡς οὐδεὶς αὐτοῖς ἀντανήγετο, ἀπέπλευσαν πάλιν ἐς τὴν Σάμον.
[8.80.1] Ἐν δὲ τῷ αὐτῷ θέρει μετὰ τοῦτο εὐθὺς οἱ Πελοποννήσιοι, ἐπειδὴ ἁθρόαις ταῖς ναυσὶν οὐκ ἀξιόμαχοι νομίσαντες εἶναι οὐκ ἀντανήγοντο, ἀπορήσαντες ὁπόθεν τοσαύταις ναυσὶ χρήματα ἕξουσιν, ἄλλως τε καὶ Τισσαφέρνους κακῶς διδόντος, ἀποστέλλουσιν ὡς τὸν Φαρνάβαζον, ὥσπερ καὶ τὸ πρῶτον ἐκ τῆς Πελοποννήσου προσετάχθη, Κλέαρχον τὸν Ῥαμφίου ἔχοντα ναῦς τεσσαράκοντα. [8.80.2] ἐπεκαλεῖτό τε γὰρ αὐτοὺς ὁ Φαρνάβαζος καὶ τροφὴν ἑτοῖμος ἦν παρέχειν, καὶ ἅμα καὶ τὸ Βυζάντιον ἐπεκηρυκεύετο αὐτοῖς ἀποστῆναι. [8.80.3] καὶ αἱ μὲν τῶν Πελοποννησίων αὗται νῆες ἀπάρασαι ἐς τὸ πέλαγος, ὅπως λάθοιεν ἐν τῷ πλῷ τοὺς Ἀθηναίους, χειμασθεῖσαι, καὶ αἱ μὲν Δήλου λαβόμεναι αἱ πλείους μετὰ Κλεάρχου καὶ ὕστερον πάλιν ἐλθοῦσαι ἐς Μίλητον (Κλέαρχος δὲ κατὰ γῆν αὖθις ἐς τὸν Ἑλλήσποντον κομισθεὶς ἦρχεν), αἱ δὲ μετὰ Ἑλίξου τοῦ Μεγαρέως στρατηγοῦ δέκα ἐς τὸν Ἑλλήσποντον διασωθεῖσαι Βυζάντιον ἀφιστᾶσιν. [8.80.4] καὶ μετὰ ταῦτα οἱ ἐκ τῆς Σάμου πέμπουσιν αἰσθόμενοι νεῶν βοήθειαν καὶ φυλακὴν ἐς τὸν Ἑλλήσποντον, καί τις καὶ ναυμαχία βραχεῖα γίγνεται πρὸ τοῦ Βυζαντίου ναυσὶν ὀκτὼ πρὸς ὀκτώ.

[8.78.1] Την ίδια εποχή, οι στρατιώτες του πελοποννησιακού στόλου που βρισκόταν στην Μίλητο, κατηγορούσαν μεταξύ τους, τον Αστύοχο και τον Τισσαφέρνη ότι φθείρουν την κατάσταση. Τον Αστύοχο τον κατηγορούσαν επειδή δεν ήθελε να ναυμαχήσει, ούτε πρωτύτερα όταν ο πελοποννησιακός στόλος ήταν πολύ ισχυρός και ο στόλος των Αθηναίων λίγος, ούτε τώρα που, καθώς λέγεται, βρίσκονται οι Αθηναίοι σε διάσταση μεταξύ τους και δεν έχουν ακόμα συγκεντρώσει τον στόλο τους. Οι δυνάμεις τους κινδυνεύουν να φθαρούν περιμένοντας τον φοινικικό στόλο του Τισσαφέρνη που είναι μύθος και όχι πραγματικότητα. Τον Τισσαφέρνη τον κατηγορούσαν επειδή δεν έφερνε τον φοινικικόν αυτό στόλο κι επειδή εξασθενούσε τον πελοποννησιακό στόλο, πληρώνοντας με αταξία και όχι ολόκληρους τους μισθούς. Έλεγαν, λοιπόν, πως έπρεπε να τελειώνουν οι αναβολές και να επιδιώξουν αποφασιστική ναυμαχία. Ιδίως οι Συρακούσιοι ήσαν οι περισσότερο επίμονοι.
[8.79.1] Όταν ο Αστύοχος και οι σύμμαχοι κατάλαβαν αυτή την κατακραυγή, έκαναν συμβούλιο κι αποφάσισαν να ναυμαχήσουν. Έμαθαν τις ταραχές στο στρατόπεδο της Σάμου και ξεκίνησαν με όλον τον στόλο, εκατόν δώδεκα καράβια και έπλεαν προς την Μυκάλη. Έδωσαν διαταγή στους Μιλησίους να πάνε από στεριά στο ακρωτήρι της Μυκάλης. [8.79.2] Ογδόντα δύο αθηναϊκά καράβια της Σάμου έτυχε να βρίσκονται στην Γλαύκη της Μυκάλης —στο σημείο αυτό μεταξύ Σάμου και Μυκάλης η απόσταση είναι η μικρότερη— και όταν είδαν τον πελοποννησιακό στόλο να πλέει εναντίον τους υποχώρησαν στην Σάμο επειδή θεώρησαν ότι με τα καράβια που είχαν, δεν ήσαν σε θέση να τα ριψοκινδυνέψουν όλα για όλα. [8.79.3] Ταυτόχρονα —επειδή είχαν πληροφορηθεί από πριν ότι οι Πελοποννήσιοι έρχονται για να ναυμαχήσουν— είχαν στείλει μήνυμα και περίμεναν τον Στρομβιχίδη (από τον Ελλήσποντο όπου είχε πάει —στην Άβυδο— με καράβια που είχε πάρει από την Χίο) να έρθει να τους βοηθήσει. [8.79.4] Οι Αθηναίοι υποχώρησαν στην Σάμο και οι Πελοποννήσιοι έφτασαν στην Μυκάλη όπου έστησαν στρατόπεδο μαζί με τους Μιλησίους και τους πεζούς από γειτονικές πολιτείες. [8.79.5] Την επομένη, ενώ ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν εναντίον της Σάμου, έμαθαν ότι ο Στρομβιχίδης είχε φτάσει από τον Ελλήσποντο με τα καράβια του. Έφυγαν αμέσως πίσω στην Μίλητο. [8.79.6] Οι Αθηναίοι, με την ενίσχυση που πήραν, ξεκίνησαν για την Μίλητο με εκατόν οκτώ καράβια, έχοντας σκοπό να δώσουν αποφασιστική ναυμαχία. Αλλά καθώς δεν βγήκε καμιά εχθρική δύναμη ν᾽ αναμετρηθεί μαζί τους, γύρισαν πίσω στην Σάμο.
[8.80.1] Αμέσως μετά απ᾽ αυτό, το ίδιο καλοκαίρι, οι Πελοποννήσιοι, οι οποίοι έκριναν ότι δεν μπορούσαν ν᾽ αναμετρηθούν με τον εχθρό παρατάσσοντας ολόκληρο τον στόλο, βρέθηκαν σε αμηχανία πού θα βρουν χρήματα για τόσα καράβια, επειδή ο Τισσαφέρνης τούς πλήρωνε πολύ ακατάστατα. Έστειλαν στον Φαρνάβαζο σαράντα καράβια με αρχηγό τον Κλέαρχο του Ραμφία σύμφωνα με τις αρχικές του οδηγίες. [8.80.2] Ο ίδιος ο Φαρνάβαζος τους καλούσε και ήταν έτοιμος να τους δίνει μισθό. Ταυτόχρονα το Βυζάντιο έστελνε μηνύματα ότι ήταν έτοιμο ν᾽ αποστατήσει. [8.80.3] Τα σαράντα καράβια ανοίχτηκαν στο πέλαγος ώστε να ταξιδέψουν χωρίς να το νιώσουν οι Αθηναίοι. Αλλά τα βρήκε μεγάλη τρικυμία. Τα περισσότερα, με τον Κλέαρχο, έπιασαν στην Δήλο και αργότερα γύρισαν στην Μίλητο (ο Κλέαρχος, όμως, πήγε από στεριά στον Ελλήσποντο, όπου ανάλαβε τα καθήκοντά του) ενώ τα δέκα υπόλοιπα, με αρχηγό τον Μεγαρέα Έλιξο, μπόρεσαν να φτάσουν στον Ελλήσποντο και προκάλεσαν την αποστασία του Βυζαντίου. [8.80.4] Το πληροφορήθηκαν οι Αθηναίοι και έστειλαν ενίσχυση μερικά καράβια για να φρουρούν τον Ελλήσποντο. Έγινε και μια σύντομη ναυμαχία στ᾽ ανοιχτά του Βυζαντίου, όπου αναμετρήθηκαν οκτώ και οκτώ καράβια.