Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (7.81.1-7.82.3)

[7.81.1] Ἐν τούτῳ δ᾽ οἱ Συρακόσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι, ὡς ἥ τε ἡμέρα ἐγένετο καὶ ἔγνωσαν τοὺς Ἀθηναίους ἀπεληλυθότας, ἐν αἰτίᾳ τε οἱ πολλοὶ τὸν Γύλιππον εἶχον ἑκόντα ἀφεῖναι τοὺς Ἀθηναίους, καὶ κατὰ τάχος διώκοντες, ᾗ οὐ χαλεπῶς ᾐσθάνοντο κεχωρηκότας, καταλαμβάνουσι περὶ ἀρίστου ὥραν. [7.81.2] καὶ ὡς προσέμειξαν τοῖς μετὰ τοῦ Δημοσθένους ὑστέροις τ᾽ οὖσι καὶ σχολαίτερον καὶ ἀτακτότερον χωροῦσιν, ὡς τῆς νυκτὸς τότε ξυνεταράχθησαν, εὐθὺς προσπεσόντες ἐμάχοντο, καὶ οἱ ἱππῆς τῶν Συρακοσίων ἐκυκλοῦντό τε ῥᾷον αὐτοὺς δίχα δὴ ὄντας καὶ ξυνῆγον ἐς ταὐτό. [7.81.3] τὸ δὲ Νικίου στράτευμα ἀπεῖχεν ἐν τῷ πρόσθεν καὶ πεντήκοντα σταδίους· θᾶσσόν τε γὰρ ὁ Νικίας ἦγε, νομίζων οὐ τὸ ὑπομένειν ἐν τῷ τοιούτῳ ἑκόντας εἶναι καὶ μάχεσθαι σωτηρίαν, ἀλλὰ τὸ ὡς τάχιστα ὑποχωρεῖν, τοσαῦτα μαχομένους ὅσα ἀναγκάζονται. [7.81.4] ὁ δὲ Δημοσθένης ἐτύγχανέ τε τὰ πλείω ἐν πόνῳ ξυνεχεστέρῳ ὢν διὰ τὸ ὑστέρῳ ἀναχωροῦντι αὐτῷ πρώτῳ ἐπικεῖσθαι τοὺς πολεμίους καὶ τότε γνοὺς τοὺς Συρακοσίους διώκοντας οὐ προυχώρει μᾶλλον ἢ ἐς μάχην ξυνετάσσετο, ἕως ἐνδιατρίβων κυκλοῦταί τε ὑπ᾽ αὐτῶν καὶ ἐν πολλῷ θορύβῳ αὐτός τε καὶ οἱ μετ᾽ αὐτοῦ Ἀθηναῖοι ἦσαν· ἀνειληθέντες γὰρ ἔς τι χωρίον ᾧ κύκλῳ μὲν τειχίον περιῆν, ὁδὸς δὲ ἔνθεν [τε] καὶ ἔνθεν, ἐλάας δὲ οὐκ ὀλίγας εἶχεν, ἐβάλλοντο περισταδόν. [7.81.5] τοιαύταις δὲ προσβολαῖς καὶ οὐ ξυσταδὸν μάχαις οἱ Συρακόσιοι εἰκότως ἐχρῶντο· τὸ γὰρ ἀποκινδυνεύειν πρὸς ἀνθρώπους ἀπονενοημένους οὐ πρὸς ἐκείνων μᾶλλον ἦν ἔτι ἢ πρὸς τῶν Ἀθηναίων, καὶ ἅμα φειδώ τέ τις ἐγίγνετο ἐπ᾽ εὐπραγίᾳ ἤδη σαφεῖ μὴ προαναλωθῆναί τῳ, καὶ ἐνόμιζον καὶ ὣς ταύτῃ τῇ ἰδέᾳ καταδαμασάμενοι λήψεσθαι αὐτούς. [7.82.1] ἐπειδὴ δ᾽ οὖν δι᾽ ἡμέρας βάλλοντες πανταχόθεν τοὺς Ἀθηναίους καὶ ξυμμάχους ἑώρων ἤδη τεταλαιπωρημένους τοῖς τε τραύμασι καὶ τῇ ἄλλῃ κακώσει, κήρυγμα ποιοῦνται Γύλιππος καὶ Συρακόσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι πρῶτον μὲν τῶν νησιωτῶν εἴ τις βούλεται ἐπ᾽ ἐλευθερίᾳ ὡς σφᾶς ἀπιέναι· καὶ ἀπεχώρησάν τινες πόλεις οὐ πολλαί. [7.82.2] ἔπειτα δ᾽ ὕστερον καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους ἅπαντας τοὺς μετὰ Δημοσθένους ὁμολογία γίγνεται ὥστε ὅπλα τε παραδοῦναι καὶ μὴ ἀποθανεῖν μηδένα μήτε βιαίως μήτε δεσμοῖς μήτε τῆς ἀναγκαιοτάτης ἐνδείᾳ διαίτης. [7.82.3] καὶ παρέδοσαν οἱ πάντες σφᾶς αὐτοὺς ἑξακισχίλιοι, καὶ τὸ ἀργύριον ὃ εἶχον ἅπαν κατέθεσαν ἐσβαλόντες ἐς ἀσπίδας ὑπτίας, καὶ ἐνέπλησαν ἀσπίδας τέσσαρας. καὶ τούτους μὲν εὐθὺς ἀπεκόμιζον ἐς τὴν πόλιν· Νικίας δὲ καὶ οἱ μετ᾽ αὐτοῦ ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ ἀφικνοῦνται ἐπὶ τὸν ποταμὸν τὸν Ἐρινεόν, καὶ διαβὰς πρὸς μετέωρόν τι καθῖσε τὴν στρατιάν.

[7.81.1] Στο μεταξύ, όταν ξημέρωσε, οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι κατάλαβαν ότι οι Αθηναίοι είχαν φύγει και κατηγορούσαν έντονα τον Γύλιππο ότι από σκοπού τους είχε αφήσει να φύγουν. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβουν προς ποιά κατεύθυνση είχαν φύγει και άρχισαν γρήγορα να τους καταδιώκουν. Τους πρόφτασαν την ώρα του μεσημεριανού φαγητού. [7.81.2] Όταν ήρθαν σ᾽ επαφή με το τμήμα του Δημοσθένη, που ήταν τελευταίο και βραδυπορούσε άτακτα εξαιτίας των όσων είχαν πάθει την προηγούμενη νύχτα, του έκαναν αμέσως επίθεση και άρχισαν μάχη. Καθώς είχαν χωριστεί από τον υπόλοιπο στρατό, το ιππικό των Συρακουσίων τούς περικύκλωσε πιο εύκολα και τους ακινητοποίησε. [7.81.3] Το τμήμα του Νικία είχε προχωρήσει πενήντα στάδια. Ο Νικίας βάδιζε πιο γρήγορα, γιατί θεωρούσε ότι, στην περίπτωση εκείνη, η σωτηρία δεν ήταν να περιμένει τον εχθρό και να δίνει μάχη, αλλά να υποχωρεί όσο μπορούσε πιο γρήγορα, προσφέροντας τόση μόνο αντίσταση όση ήταν απαραίτητη. [7.81.4] Ο Δημοσθένης, γενικά, βρισκόταν συνεχώς σε πιο δύσκολη θέση. Υποχωρούσε τελευταίος και αυτόν πρώτον χτυπούσαν οι εχθροί και στην περίσταση εκείνη, έχοντας καταλάβει ότι οι Συρακούσιοι τον καταδιώκουν, δεν σκεπτόταν τόσο να προχωρήσει, όσο να παραταχτεί για μάχη. Έχασε καιρό, κυκλώθηκε από τον εχθρό και βρέθηκε κι αυτός και οι στρατιώτες του σε απελπιστική θέση. Ήσαν συγκεντρωμένοι σ᾽ ένα μέρος που το περιόριζε τριγύρω ένα χαμηλό τείχος με δρόμο δεξιά κι αριστερά και πολλές ελιές. Οι Συρακούσιοι τους έριχναν από παντού. [7.81.5] Ήταν φυσικό οι Συρακούσιοι να προτιμούν τέτοιου είδους επιθέσεις, παρά την μάχη σώμα με σώμα, επειδή το να ριψοκινδυνεύουν εναντίον ανθρώπων που βρίσκονταν τώρα σε απόγνωση θα ήταν μικρότερο πλεονέκτημα γι᾽ αυτούς παρά για τους Αθηναίους. Ταυτόχρονα ο καθένας, τώρα, έχοντας βέβαιη την προοπτική της επιτυχίας, προφύλαγε την ζωή του για να μην την χάσει και δεν δει την νίκη. Αλλά και πίστευαν ότι με την τακτική αυτή, θα κατέβαλλαν τον εχθρό και θα τον έπιαναν αιχμάλωτο.
[7.82.1] Αφού, λοιπόν, έριχναν όλη την ημέρα, απ᾽ όλες τις μεριές, απάνω στους Αθηναίους και τους συμμάχους τους, όταν τους είδαν εξαντλημένους και από τα τραύματα και από την άλλη κακουχία, ο Γύλιππος, οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους έβγαλαν προκήρυξη. Πρώτα προς τους νησιώτες, με την υπόσχεση ότι θα μείνουν ελεύθεροι αν αυτομολήσουν. Στρατιώτες από λίγες πολιτείες πέρασαν στην παράταξη των Συρακουσίων. [7.82.2] Έπειτα έγινε συμφωνία με όλους τους άλλους οι οποίοι βρίσκονταν με τον Δημοσθένη, να παραδώσουν τα όπλα και να μην χάσει κανείς τη ζωή του, ούτε από βίαιο θάνατο, ούτε από φυλακή, ούτε από στέρηση των απαραίτητων για την επιβίωσή του. [7.82.3] Παραδόθηκαν όλοι, έξι χιλιάδες, και παράδωσαν όσα χρήματα είχαν μαζί τους, πετώντας τα μέσα σε ασπίδες γυρισμένες ανάποδα. Γέμισαν έτσι τέσσερις ασπίδες. Τους αιχμαλώτους αυτούς τους οδήγησαν αμέσως οι Συρακούσιοι στην πολιτεία τους. Ο Νικίας μαζί με το τμήμα του, έφτασε την ίδια μέρα στον ποταμό Ερινεό, τον διάβηκε, ανέβηκε σ᾽ ένα λόφο και έστησε το στρατόπεδό του.