Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (6.92.2-6.93.4)

[6.92.2] «Καὶ χείρων οὐδενὶ ἀξιῶ δοκεῖν ὑμῶν εἶναι, εἰ τῇ ἐμαυτοῦ μετὰ τῶν πολεμιωτάτων φιλόπολίς ποτε δοκῶν εἶναι νῦν ἐγκρατῶς ἐπέρχομαι, οὐδὲ ὑποπτεύεσθαί μου ἐς τὴν φυγαδικὴν προθυμίαν τὸν λόγον. [6.92.3] φυγάς τε γάρ εἰμι τῆς τῶν ἐξελασάντων πονηρίας, καὶ οὐ τῆς ὑμετέρας, ἢν πείθησθέ μοι, ὠφελίας· καὶ πολεμιώτεροι οὐχ οἱ τοὺς πολεμίους που βλάψαντες ὑμεῖς ἢ οἱ τοὺς φίλους ἀναγκάσαντες πολεμίους γενέσθαι. [6.92.4] τό τε φιλόπολι οὐκ ἐν ᾧ ἀδικοῦμαι ἔχω, ἀλλ᾽ ἐν ᾧ ἀσφαλῶς ἐπολιτεύθην. οὐδ᾽ ἐπὶ πατρίδα οὖσαν ἔτι ἡγοῦμαι νῦν ἰέναι, πολὺ δὲ μᾶλλον τὴν οὐκ οὖσαν ἀνακτᾶσθαι. καὶ φιλόπολις οὗτος ὀρθῶς, οὐχ ὃς ἂν τὴν ἑαυτοῦ ἀδίκως ἀπολέσας μὴ ἐπίῃ, ἀλλ᾽ ὃς ἂν ἐκ παντὸς τρόπου διὰ τὸ ἐπιθυμεῖν πειραθῇ αὐτὴν ἀναλαβεῖν. [6.92.5] οὕτως ἐμοί τε ἀξιῶ ὑμᾶς καὶ ἐς κίνδυνον καὶ ἐς ταλαιπωρίαν πᾶσαν ἀδεῶς χρῆσθαι, ὦ Λακεδαιμόνιοι, γνόντας τοῦτον δὴ τὸν ὑφ᾽ ἁπάντων προβαλλόμενον λόγον, ὡς εἰ πολέμιός γε ὢν σφόδρα ἔβλαπτον, κἂν φίλος ὢν ἱκανῶς ὠφελοίην, ὅσῳ τὰ μὲν Ἀθηναίων οἶδα, τὰ δ᾽ ὑμέτερα ᾔκαζον· καὶ αὐτοὺς νῦν νομίσαντας περὶ μεγίστων δὴ τῶν διαφερόντων βουλεύεσθαι μὴ ἀποκνεῖν τὴν ἐς τὴν Σικελίαν τε καὶ ἐς τὴν Ἀττικὴν στρατείαν, ἵνα τά τε ἐκεῖ βραχεῖ μορίῳ ξυμπαραγενόμενοι μεγάλα σώσητε καὶ Ἀθηναίων τήν τε οὖσαν καὶ τὴν μέλλουσαν δύναμιν καθέλητε, καὶ μετὰ ταῦτα αὐτοί τε ἀσφαλῶς οἰκῆτε καὶ τῆς ἁπάσης Ἑλλάδος ἑκούσης καὶ οὐ βίᾳ, κατ᾽ εὔνοιαν δὲ ἡγῆσθε.»
[6.93.1] Ὁ μὲν Ἀλκιβιάδης τοσαῦτα εἶπεν, οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι διανοούμενοι μὲν καὶ αὐτοὶ πρότερον στρατεύειν ἐπὶ τὰς Ἀθήνας, μέλλοντες δ᾽ ἔτι καὶ περιορώμενοι, πολλῷ μᾶλλον ἐπερρώσθησαν διδάξαντος ταῦτα ἕκαστα αὐτοῦ καὶ νομίσαντες παρὰ τοῦ σαφέστατα εἰδότος ἀκηκοέναι· [6.93.2] ὥστε τῇ ἐπιτειχίσει τῆς Δεκελείας προσεῖχον ἤδη τὸν νοῦν καὶ τὸ παραυτίκα καὶ τοῖς ἐν τῇ Σικελίᾳ πέμπειν τινὰ τιμωρίαν. καὶ Γύλιππον τὸν Κλεανδρίδου προστάξαντες ἄρχοντα τοῖς Συρακοσίοις ἐκέλευον μετ᾽ ἐκείνων καὶ τῶν Κορινθίων βουλευόμενον ποιεῖν ὅπῃ ἐκ τῶν παρόντων μάλιστα καὶ τάχιστά τις ὠφελία ἥξει τοῖς ἐκεῖ. [6.93.3] ὁ δὲ δύο μὲν ναῦς τοὺς Κορινθίους ἤδη ἐκέλευέν οἱ πέμπειν ἐς Ἀσίνην, τὰς δὲ λοιπὰς παρασκευάζεσθαι ὅσας διανοοῦνται πέμπειν καί, ὅταν καιρὸς ᾖ, ἑτοίμας εἶναι πλεῖν. ταῦτα δὲ ξυνθέμενοι ἀνεχώρουν ἐκ τῆς Λακεδαίμονος.
[6.93.4] Ἀφίκετο δὲ καὶ ἡ ἐκ τῆς Σικελίας τριήρης τῶν Ἀθηναίων, ἣν ἀπέστειλαν οἱ στρατηγοὶ ἐπί τε χρήματα καὶ ἱππέας. καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἀκούσαντες ἐψηφίσαντο τήν τε τροφὴν πέμπειν τῇ στρατιᾷ καὶ τοὺς ἱππέας. καὶ ὁ χειμὼν ἐτελεύτα, καὶ ἕβδομον καὶ δέκατον ἔτος τῷ πολέμῳ ἐτελεύτα τῷδε ὃν Θουκυδίδης ξυνέγραψεν.

[6.92.2] Και έχω την αξίωση να μην με θεωρήσει κανείς από σας ποταπό, επειδή, ενώ άλλοτε ήμουν πατριώτης, τώρα εργάζομαι τόσο δραστήρια εναντίον της πατρίδας μου μαζί με τους μεγαλύτερους εχθρούς της. Ούτε πρέπει να δυσπιστείτε στα λόγια μου, αποδίδοντάς τα στον ζήλο του εξορίστου. [6.92.3] Είμαι εξόριστος, ναι! Αλλά για ν᾽ αποφύγω την μοχθηρία εκείνων που μ᾽ έδιωξαν και όχι για να αποφύγω την δυνατότητα να σας ωφελήσω, αν με ακούσετε. Χειρότεροι εχθροί δεν είναι εκείνοι οι οποίοι, σαν και σας, έβλαψαν τους εχθρούς τους, αλλά εκείνοι οι οποίοι ανάγκασαν τους φίλους να γίνουν εχθροί. [6.92.4] Δεν αισθάνομαι πατριωτισμό όταν με αδικούν, τον αισθάνομαι εκεί που ασκώ με ασφάλεια τα πολιτικά μου δικαιώματα. Ούτε αισθάνομαι ότι έχω πια πατρίδα και ότι, τώρα, ενεργώ εναντίον της. Αντίθετα, νομίζω πως δεν έχω πια πατρίδα και θέλω να την ανακτήσω. Καλός πατριώτης δεν είναι εκείνος ο οποίος αφού έχασε άδικα την πατρίδα του, αρνιέται να βαδίσει εναντίον της, αλλά εκείνος που προσπαθεί από πάθος, να την ανακτήσει με κάθε τρόπο. [6.92.5] Έχω την αξίωση, Λακεδαιμόνιοι, να με μεταχειριστείτε χωρίς δισταγμό σε κάθε κίνδυνο και σε κάθε ταλαιπωρία. Και σκεφθείτε αυτό που όλοι τώρα λένε, ότι, αφού όταν ήμουν εχθρός σας μπορούσα να σας βλάψω πολύ, τώρα που είμαι φίλος σας μπορώ να σας ωφελήσω εξαιρετικά, αφού τα των Αθηναίων τα ξέρω καλά, ενώ τα δικά σας τα υπέθετα μόνο. Και τώρα, έχοντας συνείδηση ότι συσκέπτεστε για τα ύψιστα συμφέροντά σας, μην διστάσετε να στείλετε στρατό στην Σικελία και στην Αττική, ώστε με μικρές δυνάμεις να σώσετε σπουδαία συμφέροντα και να καταστρέψετε οριστικά και την δύναμη που έχουν τώρα οι Αθηναίοι και όσην επιδιώκουν ν᾽ αποκτήσουν στο μέλλον. Μετά θα μπορείτε να ζείτε με απόλυτη ασφάλεια και η Ελλάδα ολόκληρη θα δεχτεί την ηγεμονία σας, όχι με την βία αλλά εκούσια και από φιλικά προς εσάς αισθήματα».
[6.93.1] Αυτά, περίπου, είπε ο Αλκιβιάδης. Οι Λακεδαιμόνιοι οι οποίοι και πρωτύτερα σχεδίαζαν να εκστρατεύσουν εναντίον της Αθήνας, αλλά δίσταζαν ακόμα εξετάζοντας την κατάσταση απ᾽ όλες τις πλευρές, αναθάρρησαν πολύ μετά τα όσα τους ανάπτυξε με τόσες λεπτομέρειες, γιατί πίστευαν ότι τα άκουσαν από τον άνθρωπο που τα ήξερε καλύτερα από κάθε άλλον. [6.93.2] Άρχισαν να σκέπτονται σοβαρά να οχυρώσουν την Δεκέλεια κι αποφάσισαν να στείλουν αμέσως κάποια βοήθεια στους Σικελιώτες. Όρισαν τον Γύλιππο του Κλεανδρίδα αρχηγό των Συρακουσίων και του έδωσαν διαταγή να συνεννοηθεί μαζί τους, και με τους Κορινθίους, για να εξετάσουν, ανάλογα με την περίσταση, τον καλύτερο τρόπο να στείλουν, το γρηγορότερο, κάποια βοήθεια. [6.93.3] Ο Γύλιππος ζήτησε από τους Κορινθίους να του στείλουν δύο καράβια στην Ασίνη και να ετοιμάσουν όσα άλλα ήσαν αποφασισμένοι να στείλουν ώστε, όταν έρθει η στιγμή, να είναι έτοιμα να ξεκινήσουν. Αφού συνεννοήθηκαν γι᾽ αυτά, οι απεσταλμένοι έφυγαν από την Λακεδαίμονα. [6.93.4] Έφτασε και στην Αθήνα το πολεμικό που είχαν στείλει οι στρατηγοί από την Σικελία για να ζητήσουν χρήματα και ιππικό. Όταν οι Αθηναίοι άκουσαν το μήνυμα, ψήφισαν να σταλούν εφόδια και ιππικό. Τέλειωσε έτσι ο χειμώνας και μαζί του ο δέκατος έβδομος χρόνος του πολέμου που ιστορεί ο Θουκυδίδης.