Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (6.49.1-6.51.3)

[6.49.1] Λάμαχος δὲ ἄντικρυς ἔφη χρῆναι πλεῖν ἐπὶ Συρακούσας καὶ πρὸς τῇ πόλει ὡς τάχιστα τὴν μάχην ποιεῖσθαι, ἕως ἔτι ἀπαράσκευοί τε εἰσὶ καὶ μάλιστα ἐκπεπληγμένοι. [6.49.2] τὸ γὰρ πρῶτον πᾶν στράτευμα δεινότατον εἶναι· ἢν δὲ χρονίσῃ πρὶν ἐς ὄψιν ἐλθεῖν, τῇ γνώμῃ ἀναθαρσοῦντας ἀνθρώπους καὶ τῇ ὄψει καταφρονεῖν μᾶλλον. αἰφνίδιοι δὲ ἢν προσπέσωσιν, ἕως ἔτι περιδεεῖς προσδέχονται, μάλιστ᾽ ἂν σφεῖς περιγενέσθαι καὶ κατὰ πάντα ἂν αὐτοὺς ἐκφοβῆσαι, τῇ τε ὄψει (πλεῖστοι γὰρ ἂν νῦν φανῆναι) καὶ τῇ προσδοκίᾳ ὧν πείσονταιμάλιστα δ᾽ ἂν τῷ αὐτίκα κινδύνῳ τῆς μάχης. , [6.49.3] εἰκὸς δὲ εἶναι καὶ ἐν τοῖς ἀγροῖς πολλοὺς ἀποληφθῆναι ἔξω διὰ τὸ ἀπιστεῖν σφᾶς μὴ ἥξειν, καὶ ἐσκομιζομένων αὐτῶν τὴν στρατιὰν οὐκ ἀπορήσειν χρημάτων, ἢν πρὸς τῇ πόλει κρατοῦσα καθέζηται. [6.49.4] τούς τε ἄλλους Σικελιώτας οὕτως ἤδη μᾶλλον καὶ ἐκείνοις οὐ ξυμμαχήσειν καὶ σφίσι προσιέναι καὶ οὐ διαμελλήσειν περισκοποῦντας ὁπότεροι κρατήσουσιν. ναύσταθμον δὲ ἐπαναχωρήσαντας καὶ ἐφορμηθέντας Μέγαρα ἔφη χρῆναι ποιεῖσθαι, ἃ ἦν ἐρῆμα, ἀπέχοντα Συρακουσῶν οὔτε πλοῦν πολὺν οὔτε ὁδόν.
[6.50.1] Λάμαχος μὲν ταῦτα εἰπὼν ὅμως προσέθετο καὶ αὐτὸς τῇ Ἀλκιβιάδου γνώμῃ. μετὰ δὲ τοῦτο Ἀλκιβιάδης τῇ αὑτοῦ νηὶ διαπλεύσας ἐς Μεσσήνην καὶ λόγους ποιησάμενος περὶ ξυμμαχίας πρὸς αὐτούς, ὡς οὐκ ἔπειθεν, ἀλλ᾽ ἀπεκρίναντο πόλει μὲν ἂν οὐ δέξασθαι, ἀγορὰν δ᾽ ἔξω παρέξειν, ἀπέπλει ἐς τὸ Ῥήγιον. [6.50.2] καὶ εὐθὺς ξυμπληρώσαντες ἑξήκοντα ναῦς ἐκ πασῶν οἱ στρατηγοὶ καὶ τὰ ἐπιτήδεια λαβόντες παρέπλεον ἐς Νάξον, τὴν ἄλλην στρατιὰν ἐν Ῥηγίῳ καταλιπόντες καὶ ἕνα σφῶν αὐτῶν. [6.50.3] Ναξίων δὲ δεξαμένων τῇ πόλει παρέπλεον ἐς Κατάνην. καὶ ὡς αὐτοὺς οἱ Καταναῖοι οὐκ ἐδέχοντο (ἐνῆσαν γὰρ αὐτόθι ἄνδρες τὰ Συρακοσίων βουλόμενοι), ἐκομίσθησαν ἐπὶ τὸν Τηρίαν ποταμόν, [6.50.4] καὶ αὐλισάμενοι τῇ ὑστεραίᾳ ἐπὶ Συρακούσας ἔπλεον ἐπὶ κέρως ἔχοντες τὰς ἄλλας ναῦς· δέκα δὲ τῶν νεῶν προύπεμψαν ἐς τὸν μέγαν λιμένα πλεῦσαί τε καὶ κατασκέψασθαι εἴ τι ναυτικόν ἐστι καθειλκυσμένον, καὶ κηρῦξαι ἀπὸ τῶν νεῶν προσπλεύσαντας ὅτι Ἀθηναῖοι ἥκουσι Λεοντίνους ἐς τὴν ἑαυτῶν κατοικιοῦντες κατὰ ξυμμαχίαν καὶ ξυγγένειαν· τοὺς οὖν ὄντας ἐν Συρακούσαις Λεοντίνων ὡς παρὰ φίλους καὶ εὐεργέτας Ἀθηναίους ἀδεῶς ἀπιέναι. [6.50.5] ἐπεὶ δ᾽ ἐκηρύχθη καὶ κατεσκέψαντο τήν τε πόλιν καὶ τοὺς λιμένας καὶ τὰ περὶ τὴν χώραν ἐξ ἧς αὐτοῖς ὁρμωμένοις πολεμητέα ἦν, ἀπέπλευσαν πάλιν ἐς Κατάνην. [6.51.1] καὶ ἐκκλησίας γενομένης τὴν μὲν στρατιὰν οὐκ ἐδέχοντο οἱ Καταναῖοι, τοὺς δὲ στρατηγοὺς ἐσελθόντας ἐκέλευον, εἴ τι βούλονται, εἰπεῖν. καὶ λέγοντος τοῦ Ἀλκιβιάδου, καὶ τῶν ἐν τῇ πόλει πρὸς τὴν ἐκκλησίαν τετραμμένων, οἱ στρατιῶται πυλίδα τινὰ ἐνῳκοδομημένην κακῶς ἔλαθον διελόντες, καὶ ἐσελθόντες ἠγόραζον ἐς τὴν πόλιν. [6.51.2] τῶν δὲ Καταναίων οἱ μὲν τὰ τῶν Συρακοσίων φρονοῦντες, ὡς εἶδον τὸ στράτευμα ἔνδον, εὐθὺς περιδεεῖς γενόμενοι ὑπεξῆλθον οὐ πολλοί τινες, οἱ δὲ ἄλλοι ἐψηφίσαντό τε ξυμμαχίαν τοῖς Ἀθηναίοις καὶ τὸ ἄλλο στράτευμα ἐκέλευον ἐκ Ῥηγίου κομίζειν. [6.51.3] μετὰ δὲ τοῦτο διαπλεύσαντες οἱ Ἀθηναῖοι ἐς τὸ Ῥήγιον, πάσῃ ἤδη τῇ στρατιᾷ ἄραντες ἐς τὴν Κατάνην, ἐπειδὴ ἀφίκοντο, κατεσκευάζοντο τὸ στρατόπεδον.

[6.49.1] Ο Λάμαχος είπε πως έπρεπε να ξεκινήσουν αμέσως για τις Συρακούσες και να δώσουν μάχη όσο το δυνατόν γρηγορότερα μπροστά στην πόλη, όσο οι κάτοικοι ήσαν ακόμη απροετοίμαστοι και βρίσκονταν σε μεγάλη σύγχυση. [6.49.2] Ένας στρατός προκαλεί φόβο την πρώτη στιγμή, έλεγε, και αν αργήσει να παρουσιαστεί, αναθαρρούν οι άνθρωποι και τον υποτιμούν, ακόμα και όταν τον έχουν δει. Ενώ αν έφταναν απάνω τους ξαφνικά, όσο ακόμα περίμεναν φοβισμένοι, θα τους νικούσαν ευκολότερα προκαλώντας τους πανικό τόσο με την θέα του στρατού (που θα φαινόταν τότε, πολυάριθμος) όσο και με την αγωνία για την τύχη που θα τους περίμενε αλλά και, προπάντων, με τον φόβο της άμεσης μάχης. [6.49.3] Πρόσθεσε ότι ήταν εύλογο, πολλοί Συρακούσιοι που δεν πίστευαν ότι θα έρθουν οι Αθηναίοι, να βρεθούν έξω στα χωράφια και καθώς αυτοί θα προσπαθούσαν να μεταφέρουν τα υπάρχοντά τους μέσα στην πολιτεία, τότε ο αθηναϊκός στρατός, αν νικούσε και στρατοπέδευε μπροστά στην πολιτεία, θα είχε στην διάθεσή του πολλά εφόδια. [6.49.4] Με τον τρόπο αυτόν οι άλλοι Έλληνες της Σικελίας θα είχαν πολύ λιγότερη διάθεση να συμμαχήσουν με τους Συρακουσίους και θα πήγαιναν με το μέρος των Αθηναίων, χωρίς να καιροφυλακτούν για να δουν ποιός από τους δύο θα επικρατήσει. Είπε ότι μετά την επιχείρηση αυτή έπρεπε να διαλέξουν για ναύσταθμο και βάση επιτήρησης τα Μέγαρα που ήσαν έρημα και δεν απείχαν πολύ από τις Συρακούσες, ούτε από στεριά ούτε από θάλασσα.
[6.50.1] Αν και υποστήριξε αυτή την γνώμη, ο Λάμαχος δέχτηκε κι αυτός την γνώμη του Αλκιβιάδη. Μετά απ᾽ αυτά ο Αλκιβιάδης πέρασε, με το δικό του καράβι, στην Μεσσήνη και άρχισε διαπραγματεύσεις για συμμαχία, αλλά δεν τους έπεισε. Του αποκρίθηκαν ότι δεν θα τους δεχτούν μέσα στην πολιτεία, αλλά ότι θα οργανώσουν αγορά έξω από τα τείχη και γύρισε στο Ρήγιο. [6.50.2] Και τότε οι στρατηγοί ετοίμασαν αμέσως εξήντα καράβια απ᾽ όλο τον στόλο, πήραν τις προμήθειες που χρειάζονταν και, αρμενίζοντας κοντά στην ακτή, πήγαν στην Νάξο. Ένας από τους στρατηγούς έμεινε στο Ρήγιο με τις υπόλοιπες δυνάμεις. [6.50.3] Οι Νάξιοι τους δέχτηκαν μέσα στην πολιτεία και, απ᾽ εκεί, παραπλέοντας την ακτή, έφτασαν στην Κατάνη. Αλλά οι Καταναίοι δεν τους δέχτηκαν —υπήρχαν πολλοί που είχαν φιλικά αισθήματα για τις Συρακούσες— και πήγαν στις εκβολές του ποταμού Τηρία, [6.50.4] όπου κατασκήνωσαν. Την επομένη ξεκίνησαν για τις Συρακούσες με τα καράβια σε μονή σειρά, εκτός από δέκα που είχαν στείλει προφυλακή, μ᾽ εντολή να μπουν στο μεγάλο λιμάνι και να δουν αν υπάρχουν καράβια καθελκυσμένα και να προκηρύξουν (πλησιάζοντας πολύ) από τα καταστρώματα των καραβιών ότι οι Αθηναίοι, ομόφυλοι και σύμμαχοι των Λεοντίνων, είχαν έρθει να τους αποκαταστήσουν στην χώρα τους και ότι όσοι Λεοντίνοι βρίσκονται στις Συρακούσες έπρεπε να προσχωρήσουν, χωρίς φόβο, στους Αθηναίους που ήσαν φίλοι κι ευεργέτες. [6.50.5] Αφού έκαναν την προκήρυξη αυτή και κατόπτευσαν την πολιτεία, το λιμάνι και τα περίχωρα, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν σαν βάσεις για εξόρμηση, γύρισαν πάλι στην Κατάνη.
[6.51.1] Οι Καταναίοι έκαναν συνέλευση του λαού και δεν δέχτηκαν τον στρατό μέσα στα τείχη, αλλά μήνυσαν στους στρατηγούς να μπουν στην πολιτεία και να εκθέσουν τα αιτήματά τους. Και τότε, ενώ μιλούσε ο Αλκιβιάδης και όλοι είχαν στραμμένη την προσοχή τους στην συνέλευση, οι στρατιώτες βρήκαν μια μικρή κακοχτισμένη πύλη, την γκρέμισαν χωρίς να τους πάρουν είδηση, και μπήκαν στην πόλη για ν᾽ αγοράσουν τρόφιμα. [6.51.2] Όταν όσοι Καταναίοι ήσαν φίλοι των Συρακουσίων είδαν στρατό μέσα στην πολιτεία, τους έπιασε φόβος και, επειδή ήσαν λίγοι, έφυγαν κρυφά από την πύλη. Οι άλλοι ψήφισαν συμμαχία με τους Αθηναίους και τους κάλεσαν να μεταφέρουν από το Ρήγιο τον υπόλοιπο στρατό. [6.51.3] Τότε οι Αθηναίοι πέρασαν πάλι στο Ρήγιο απ᾽ όπου, με όλο το εκστρατευτικό σώμα, γύρισαν στην Κατάνη. Μόλις έφτασαν, έστησαν στρατόπεδο.