Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (6.41.1-6.44.4)

[6.41.1] Τοιαῦτα δὲ Ἀθηναγόρας εἶπεν. τῶν δὲ στρατηγῶν εἷς ἀναστὰς ἄλλον μὲν οὐδένα ἔτι εἴασε παρελθεῖν, αὐτὸς δὲ πρὸς τὰ παρόντα ἔλεξε τοιάδε. [6.41.2] «διαβολὰς μὲν οὐ σῶφρον οὔτε λέγειν τινὰς ἐς ἀλλήλους οὔτε τοὺς ἀκούοντας ἀποδέχεσθαι, πρὸς δὲ τὰ ἐσαγγελλόμενα μᾶλλον ὁρᾶν, ὅπως εἷς τε ἕκαστος καὶ ἡ ξύμπασα πόλις καλῶς τοὺς ἐπιόντας παρασκευασόμεθα ἀμύνεσθαι. [6.41.3] καὶ ἢν ἄρα μηδὲν δεήσῃ, οὐδεμία βλάβη τοῦ τε τὸ κοινὸν κοσμηθῆναι καὶ ἵπποις καὶ ὅπλοις καὶ τοῖς ἄλλοις οἷς ὁ πόλεμος ἀγάλλεται [6.41.4] (τὴν δ᾽ ἐπιμέλειαν καὶ ἐξέτασιν αὐτῶν ἡμεῖς ἕξομεν), καὶ τῶν πρὸς τὰς πόλεις διαπομπῶν ἅμα ἔς τε κατασκοπὴν καὶ ἤν τι ἄλλο φαίνηται ἐπιτήδειον. τὰ δὲ καὶ ἐπιμεμελήμεθα ἤδη, καὶ ὅτι ἂν αἰσθώμεθα ἐς ὑμᾶς οἴσομεν.» καὶ οἱ μὲν Συρακόσιοι τοσαῦτα εἰπόντος τοῦ στρατηγοῦ διελύθησαν ἐκ τοῦ ξυλλόγου.
[6.42.1] Οἱ δ᾽ Ἀθηναῖοι ἤδη ἐν τῇ Κερκύρᾳ αὐτοί τε καὶ οἱ ξύμμαχοι ἅπαντες ἦσαν. καὶ πρῶτον μὲν ἐπεξέτασιν τοῦ στρατεύματος καὶ ξύνταξιν, ὥσπερ ἔμελλον ὁρμιεῖσθαί τε καὶ στρατοπεδεύεσθαι, οἱ στρατηγοὶ ἐποιήσαντο, καὶ τρία μέρη νείμαντες ἓν ἑκάστῳ ἐκλήρωσαν, ἵνα μήτε ἅμα πλέοντες ἀπορῶσιν ὕδατος καὶ λιμένων καὶ τῶν ἐπιτηδείων ἐν ταῖς καταγωγαῖς, πρός τε τἆλλα εὐκοσμότεροι καὶ ῥᾴους ἄρχειν ὦσι, κατὰ τέλη στρατηγῷ προστεταγμένοι· [6.42.2] ἔπειτα δὲ προύπεμψαν καὶ ἐς τὴν Ἰταλίαν καὶ Σικελίαν τρεῖς ναῦς εἰσομένας αἵτινες σφᾶς τῶν πόλεων δέξονται. καὶ εἴρητο αὐταῖς προαπαντᾶν, ὅπως ἐπιστάμενοι καταπλέωσιν. [6.43.1] μετὰ δὲ ταῦτα τοσῇδε ἤδη τῇ παρασκευῇ Ἀθηναῖοι ἄραντες ἐκ τῆς Κερκύρας ἐς τὴν Σικελίαν ἐπεραιοῦντο, τριήρεσι μὲν ταῖς πάσαις τέσσαρσι καὶ τριάκοντα καὶ ἑκατόν, καὶ δυοῖν Ῥοδίοιν πεντηκοντόροιν (τούτων Ἀττικαὶ μὲν ἦσαν ἑκατόν, ὧν αἱ μὲν ἑξήκοντα ταχεῖαι, αἱ δ᾽ ἄλλαι στρατιώτιδες, τὸ δὲ ἄλλο ναυτικὸν Χίων καὶ τῶν ἄλλων ξυμμάχων), ὁπλίταις δὲ τοῖς ξύμπασιν ἑκατὸν καὶ πεντακισχιλίοις (καὶ τούτων Ἀθηναίων μὲν αὐτῶν ἦσαν πεντακόσιοι μὲν καὶ χίλιοι ἐκ καταλόγου, ἑπτακόσιοι δὲ θῆτες ἐπιβάται τῶν νεῶν, ξύμμαχοι δὲ οἱ ἄλλοι ξυνεστράτευον, οἱ μὲν τῶν ὑπηκόων, οἱ δ᾽ Ἀργείων πεντακόσιοι καὶ Μαντινέων καὶ μισθοφόρων πεντήκοντα καὶ διακόσιοι), τοξόταις δὲ τοῖς πᾶσιν ὀγδοήκοντα καὶ τετρακοσίοις (καὶ τούτων Κρῆτες οἱ ὀγδοήκοντα ἦσαν) καὶ σφενδονήταις Ῥοδίων ἑπτακοσίοις, καὶ Μεγαρεῦσι ψιλοῖς φυγάσιν εἴκοσι καὶ ἑκατόν, καὶ ἱππαγωγῷ μιᾷ τριάκοντα ἀγούσῃ ἱππέας.
[6.44.1] Τοσαύτη ἡ πρώτη παρασκευὴ πρὸς τὸν πόλεμον διέπλει. τούτοις δὲ τὰ ἐπιτήδεια ἄγουσαι ὁλκάδες μὲν τριάκοντα σιταγωγοί, καὶ τοὺς σιτοποιοὺς ἔχουσαι καὶ λιθολόγους καὶ τέκτονας καὶ ὅσα ἐς τειχισμὸν ἐργαλεῖα, πλοῖα δὲ ἑκατόν, ἃ ἐξ ἀνάγκης μετὰ τῶν ὁλκάδων ξυνέπλει· πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα πλοῖα καὶ ὁλκάδες ἑκούσιοι ξυνηκολούθουν τῇ στρατιᾷ ἐμπορίας ἕνεκα· ἃ τότε πάντα ἐκ τῆς Κερκύρας ξυνδιέβαλλε τὸν Ἰόνιον κόλπον. [6.44.2] καὶ προσβαλοῦσα ἡ πᾶσα παρασκευὴ πρός τε ἄκραν Ἰαπυγίαν καὶ πρὸς Τάραντα καὶ ὡς ἕκαστοι ηὐπόρησαν, παρεκομίζοντο τὴν Ἰταλίαν, τῶν μὲν πόλεων οὐ δεχομένων αὐτοὺς ἀγορᾷ οὐδὲ ἄστει, ὕδατι δὲ καὶ ὅρμῳ, Τάραντος δὲ καὶ Λοκρῶν οὐδὲ τούτοις, ἕως ἀφίκοντο ἐς Ῥήγιον τῆς Ἰταλίας ἀκρωτήριον. [6.44.3] καὶ ἐνταῦθα ἤδη ἡθροίζοντο, καὶ ἔξω τῆς πόλεως, ὡς αὐτοὺς ἔσω οὐκ ἐδέχοντο, στρατόπεδόν τε κατεσκευάσαντο ἐν τῷ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερῷ, οὗ αὐτοῖς καὶ ἀγορὰν παρεῖχον, καὶ τὰς ναῦς ἀνελκύσαντες ἡσύχασαν. καὶ πρός [τε] τοὺς Ῥηγίνους λόγους ἐποιήσαντο, ἀξιοῦντες Χαλκιδέας ὄντας Χαλκιδεῦσιν οὖσι Λεοντίνοις βοηθεῖν· οἱ δὲ οὐδὲ μεθ᾽ ἑτέρων ἔφασαν ἔσεσθαι, ἀλλ᾽ ὅτι ἂν καὶ τοῖς ἄλλοις Ἰταλιώταις ξυνδοκῇ, τοῦτο ποιήσειν. [6.44.4] οἱ δὲ πρὸς τὰ ἐν τῇ Σικελίᾳ πράγματα ἐσκόπουν ὅτῳ τρόπῳ ἄριστα προσοίσονται· καὶ τὰς πρόπλους ναῦς ἐκ τῆς Ἐγέστης ἅμα προσέμενον, βουλόμενοι εἰδέναι περὶ τῶν χρημάτων εἰ ἔστιν ἃ ἔλεγον ἐν ταῖς Ἀθήναις οἱ ἄγγελοι.

[6.41.1] Αυτά, περίπου, είπε ο Αθηναγόρας. Σηκώθηκε ένας από τους στρατηγούς και δεν άφησε κανέναν άλλον ν᾽ ανεβεί στο βήμα, αλλά ο ίδιος είπε τα εξής, περίπου, σχετικά με το ζήτημα: [6.41.2] «Δεν είναι φρόνιμο να διατυπώνουν μερικοί διαβολές ο ένας εναντίον του άλλου, ούτε το ακροατήριο να τις ακούει και να τις πιστεύει. Σχετικά με τις πληροφορίες που μας έρχονται, είναι σωστότερο να δούμε πώς, ο καθένας χωριστά και η πολιτεία στο σύνολό της, θα ετοιμαστούμε καλύτερα για ν᾽ αποκρούσομε τους επιδρομείς. [6.41.3] Και αν ακόμη αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει ανάγκη, δεν θα προκύψει καμιά ζημία αν η πολιτεία εφοδιασθεί με ιππικό, με όπλα και με όσα άλλα τρέφεται ο πόλεμος. [6.41.4] Εμείς οι στρατηγοί θα τα ελέγξομε αυτά, θα τα φροντίσομε, και θα στείλομε ανθρώπους σε διάφορες πολιτείες για να συγκεντρώσομε πληροφορίες και θα πάρομε, ό,τι άλλο μέτρο φανεί χρήσιμο. Έχομε κιόλας πάρει, άλλωστε, ορισμένα μέτρα και θα σας ανακοινώσομε οτιδήποτε μάθομε». Μετά την δήλωση αυτή του στρατηγού, οι Συρακούσιοι διάλυσαν την συνέλευσή τους.
[6.42.1] Οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους είχαν όλοι συγκεντρωθεί στην Κέρκυρα. Πρώτα απ᾽ όλα οι στρατηγοί έκαναν γενική επιθεώρηση του εκστρατευτικού σώματος και καθόρισαν την τάξη με την οποία έπρεπε ν᾽ αράζουν και να στρατοπεδεύουν οι μονάδες. Διαίρεσαν τις δυνάμεις τους σε τρία τμήματα και ο καθένας τους πήρε, με κλήρο, την αρχηγία ενός τμήματος, για να μην προχωρήσουν όλοι μαζί, ώστε να μην έχουν δυσκολία ν᾽ ανεφοδιαστούν με νερό ή να βρίσκουν κατάλληλο μέρος για ν᾽ αράζουν και να προμηθεύονται τα αναγκαία, αλλά και για να είναι μεγαλύτερη η πειθαρχία και ευκολότερη η διοίκηση των μονάδων που θα είχε έναν στρατηγό η καθεμιά. [6.42.2] Μετά έστειλαν προπομπούς τρία καράβια στην Ιταλία και στην Σικελία για να εξακριβώσουν ποιές πολιτείες θα τους δέχονταν. Δόθηκε διαταγή στα καράβια να γυρίσουν πάλι πίσω και να προϋπαντήσουν τον στόλο ώστε να προχωρήσουν ξέροντας ποιές πολιτείες θα τους δεχθούν.
[6.43.1] Μετά απ᾽ αυτά οι Αθηναίοι ξεκίνησαν από την Κέρκυρα και άρχισαν να περνούν στην Σικελία. Η δύναμη του εκστρατευτικού σώματος ήταν η ακόλουθη: Εκατόν τριάντα τέσσερις τριήρεις και δύο ροδίτικα καράβια με πενήντα κουπιά. Εκατό καράβια ήσαν αθηναϊκά και απ᾽ αυτά, τα εξήντα ήσαν ταχύπλοα και τα άλλα μεταγωγικά για τον στρατό. Τα υπόλοιπα ήσαν από την Χίο και τους άλλους συμμάχους. Οπλίτες ήσαν πέντε χιλιάδες εκατό. Απ᾽ αυτούς Αθηναίοι ήσαν χίλιοι πεντακόσιοι, από τους στρατιωτικούς καταλόγους, και επτακόσιοι πεζοναύτες στα πολεμικά. Οι υπόλοιποι ήσαν από τις συμμαχικές πολιτείες, δηλαδή μερικοί από τις υποτακτικές πολιτείες, και πεντακόσιοι από το Άργος. Από την Μαντίνεια ήσαν διακόσιοι πενήντα μισθοφόροι. Οι τοξότες ήσαν τετρακόσιοι ογδόντα, από τους οποίους οι ογδόντα ήσαν Κρήτες. Σφενδονιστές είχαν επτακόσιους Ροδίους και εκατόν είκοσι ψιλούς, φυγάδες από τα Μέγαρα. Ένα μόνο ιππαγωγό καράβι μετέφερε τριάντα άλογα.
[6.44.1] Τόσες ήσαν οι πρώτες δυνάμεις που ξεκίνησαν για τον πόλεμο. Μαζί τους ήσαν και μεταγωγικά του ανεφοδιασμού, τριάντα εμπορικά με τρόφιμα και με αρτοποιούς, πετροπελεκητές και ξυλουργούς και όσα εργαλεία χρειάζονταν για να χτιστεί τείχος. Μαζί ήσαν άλλα εκατό μικρότερα καράβια που είχαν επιταχθεί. Πολλά άλλα πλεούμενα κι εμπορικά ακολουθούσαν, ελεύθερα, την εκστρατεία για να κάνουν εμπόριο. Όλος αυτός ο στόλος ξεκίνησε από την Κέρκυρα και διέσχισε το Ιόνιο πέλαγος. [6.44.2] Αφού έφτασαν στο ακρωτήριο Ιαπυγία, στον Τάραντα, και όπου αλλού μπόρεσαν ν᾽ αράξουν, άρχισαν να παραπλέουν τις ακτές της Ιταλίας. Οι πολιτείες δεν τους άνοιξαν τις πύλες τους ούτε θέλησαν να οργανώσουν αγορές. Τους άφηναν μόνο να αράζουν και να υδρεύονται — ο Τάρας μάλιστα και οι Λοκροί ούτε αυτό τους επέτρεψαν. Κι έτσι έφτασαν στο ακρωτήριο της Ιταλίας Ρήγιο. [6.44.3] Εκεί άρχισαν να συγκεντρώνονται, κι επειδή δεν τους δέχτηκαν μέσα στην πολιτεία, έστησαν στρατόπεδο στο ιερό της Άρτεμης, όπου τους άνοιξαν αγορά. Τράβηξαν τα καράβια στην στεριά και ξεκουράστηκαν. Άρχισαν διαπραγματεύσεις με τους Ρηγίνους, ζητώντας τους, αφού ήσαν Χαλκιδείς οι ίδιοι, να βοηθήσουν τους Χαλκιδείς Λεοντίνους. Οι Ρηγίνοι αποκρίθηκαν ότι θα μείνουν ουδέτεροι και θα συμμορφωθούν με ό,τι θα αποφασίσουν όλοι μαζί οι άλλοι Έλληνες της Ιταλίας. [6.44.4] Οι Αθηναίοι άρχισαν να εξετάζουν ποιός θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να χειριστούν την κατάσταση στην Σικελία, γιατί ήθελαν να βεβαιωθούν αν πραγματικά υπήρχαν εκεί τόσα χρήματα όσα τους είχαν πει οι Εγεσταίοι απεσταλμένοι στην Αθήνα.