Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (1.4.1-1.6.6)

[1.4.1] Μίνως γὰρ παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν ναυτικὸν ἐκτήσατο καὶ τῆς νῦν Ἑλληνικῆς θαλάσσης ἐπὶ πλεῖστον ἐκράτησε καὶ τῶν Κυκλάδων νήσων ἦρξέ τε καὶ οἰκιστὴς πρῶτος τῶν πλείστων ἐγένετο, Κᾶρας ἐξελάσας καὶ τοὺς ἑαυτοῦ παῖδας ἡγεμόνας ἐγκαταστήσας· τό τε λῃστικόν, ὡς εἰκός, καθῄρει ἐκ τῆς θαλάσσης ἐφ᾽ ὅσον ἐδύνατο, τοῦ τὰς προσόδους μᾶλλον ἰέναι αὐτῷ. [1.5.1] οἱ γὰρ Ἕλληνες τὸ πάλαι καὶ τῶν βαρβάρων οἵ τε ἐν τῇ ἠπείρῳ παραθαλάσσιοι καὶ ὅσοι νήσους εἶχον, ἐπειδὴ ἤρξαντο μᾶλλον περαιοῦσθαι ναυσὶν ἐπ᾽ ἀλλήλους, ἐτράποντο πρὸς λῃστείαν, ἡγουμένων ἀνδρῶν οὐ τῶν ἀδυνατωτάτων κέρδους τοῦ σφετέρου αὐτῶν ἕνεκα καὶ τοῖς ἀσθενέσι τροφῆς, καὶ προσπίπτοντες πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κώμας οἰκουμέναις ἥρπαζον καὶ τὸν πλεῖστον τοῦ βίου ἐντεῦθεν ἐποιοῦντο, οὐκ ἔχοντός πω αἰσχύνην τούτου τοῦ ἔργου, φέροντος δέ τι καὶ δόξης μᾶλλον· [1.5.2] δηλοῦσι δὲ τῶν τε ἠπειρωτῶν τινὲς ἔτι καὶ νῦν, οἷς κόσμος καλῶς τοῦτο δρᾶν, καὶ οἱ παλαιοὶ τῶν ποιητῶν τὰς πύστεις τῶν καταπλεόντων πανταχοῦ ὁμοίως ἐρωτῶντες εἰ λῃσταί εἰσιν, ὡς οὔτε ὧν πυνθάνονται ἀπαξιούντων τὸ ἔργον, οἷς τε ἐπιμελὲς εἴη εἰδέναιοὐκ ὀνειδιζόντων. [1.5.3] ἐλῄζοντο δὲ καὶ κατ᾽ ἤπειρον ἀλλήλους. καὶ μέχρι τοῦδε πολλὰ τῆς Ἑλλάδος τῷ παλαιῷ τρόπῳ νέμεται περί τε Λοκροὺς τοὺς Ὀζόλας καὶ Αἰτωλοὺς καὶ Ἀκαρνᾶνας καὶ τὴν ταύτῃ ἤπειρον. τό τε σιδηροφορεῖσθαι τούτοις τοῖς ἠπειρώταις ἀπὸ τῆς παλαιᾶς λῃστείας ἐμμεμένηκεν· [1.6.1] πᾶσα γὰρ ἡ Ἑλλὰς ἐσιδηροφόρει διὰ τὰς ἀφάρκτους τε οἰκήσεις καὶ οὐκ ἀσφαλεῖς παρ᾽ ἀλλήλους ἐφόδους, καὶ ξυνήθη τὴν δίαιταν μεθ᾽ ὅπλων ἐποιήσαντο ὥσπερ οἱ βάρβαροι. [1.6.2] σημεῖον δ᾽ ἐστὶ ταῦτα τῆς Ἑλλάδος ἔτι οὕτω νεμόμενα τῶν ποτὲ καὶ ἐς πάντας ὁμοίων διαιτημάτων.
[1.6.3] Ἐν τοῖς πρῶτοι δὲ Ἀθηναῖοι τόν τε σίδηρον κατέθεντο καὶ ἀνειμένῃ τῇ διαίτῃ ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν. καὶ οἱ πρεσβύτεροι αὐτοῖς τῶν εὐδαιμόνων διὰ τὸ ἁβροδίαιτον οὐ πολὺς χρόνος ἐπειδὴ χιτῶνάς τε λινοῦς ἐπαύσαντο φοροῦντες καὶ χρυσῶν τεττίγων ἐνέρσει κρωβύλον ἀναδούμενοι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν· ἀφ᾽ οὗ καὶ Ἰώνων τοὺς πρεσβυτέρους κατὰ τὸ ξυγγενὲς ἐπὶ πολὺ αὕτη ἡ σκευὴ κατέσχεν. [1.6.4] μετρίᾳ δ᾽ αὖ ἐσθῆτι καὶ ἐς τὸν νῦν τρόπον πρῶτοι Λακεδαιμόνιοι ἐχρήσαντο καὶ ἐς τὰ ἄλλα πρὸς τοὺς πολλοὺς οἱ τὰ μείζω κεκτημένοι ἰσοδίαιτοι μάλιστα κατέστησαν. [1.6.5] ἐγυμνώθησάν τε πρῶτοι καὶ ἐς τὸ φανερὸν ἀποδύντες λίπα μετὰ τοῦ γυμνάζεσθαι ἠλείψαντο· τὸ δὲ πάλαι καὶ ἐν τῷ Ὀλυμπικῷ ἀγῶνι διαζώματα ἔχοντες περὶ τὰ αἰδοῖα οἱ ἀθληταὶ ἠγωνίζοντο, καὶ οὐ πολλὰ ἔτη ἐπειδὴ πέπαυται. ἔτι δὲ καὶ ἐν τοῖς βαρβάροις ἔστιν οἷς νῦν, καὶ μάλιστα τοῖς Ἀσιανοῖς, πυγμῆς καὶ πάλης ἆθλα τίθεται, καὶ διεζωμένοι τοῦτο δρῶσιν. [1.6.6] πολλὰ δ᾽ ἂν καὶ ἄλλα τις ἀποδείξειε τὸ παλαιὸν Ἑλληνικὸν ὁμοιότροπα τῷ νῦν βαρβαρικῷ διαιτώμενον.

[1.4.1] Ο πρώτος που, καθώς ξέρομε απ᾽ την προφορική παράδοση, απόκτησε ναυτικό ήταν ο Μίνως, που κυριαρχούσε στο μεγαλύτερο μέρος της σημερινής ελληνικής θάλασσας. Κυρίεψε τις Κυκλάδες και ίδρυσε αποικίες στα περισσότερα νησιά, από όπου έδιωξε τους Κάρες και εγκατέστησε άρχοντες τους γιους του. Φυσικό ήταν να καταδιώξει την πειρατεία όσο μπορούσε, ώστε να του περιέρχονται ασφαλέστερα τα εισοδήματα των νησιών.
[1.5.1] Την παλιά εποχή οι Έλληνες και όσοι βάρβαροι κατοικούσαν στα παράλια ή τα νησιά επιδόθηκαν στην πειρατεία μόλις άρχισε ν᾽ αναπτύσσεται η θαλάσσια επικοινωνία. Είχαν αρχηγούς ανθρώπους ισχυρούς που είχαν κίνητρο και το προσωπικό τους κέρδος, αλλά και την ανάγκη να εξασφαλίσουν τροφή για τους πιο φτωχούς. Χτυπούσαν ατείχιστες πολιτείες, που ήσαν μάλλον συγκροτήματα οικισμών και τις λεηλατούσαν εξασφαλίζοντας μ᾽ αυτόν τον τρόπο τον βιοπορισμό τους. Η ληστεία τότε δεν ήταν ακόμα ντροπή, αλλά αντίθετα έδινε κάποια δόξα σ᾽ όσους την ασκούσαν. [1.5.2] Τούτο, άλλωστε, φαίνεται τόσο από το ότι και σήμερα ακόμα μερικοί στεριανοί υπερηφανεύονται επειδή είναι ληστές, όσο και από το ότι στους στίχους των παλαιών ποιητών υπάρχουν στερεότυπες ερωτήσεις προς τα καράβια που εισπλέουν κάπου αν είναι πειρατικά. Τούτο σημαίνει ότι ούτε εκείνοι που δέχονταν την ερώτηση θεωρούσαν ότι ήταν ταπεινωτική η πειρατεία ούτε εκείνοι που έκαναν την ερώτηση την θεωρούσαν υβριστική. [1.5.3] Ασκούσαν και την ληστεία τότε ο ένας εναντίον του άλλου. Και μέχρι σήμερα, σε πολλά μέρη της Ελλάδας, διατηρείται η ληστεία όπως στους Οζόλες Λοκρούς, στους Αιτωλούς και στους Ακαρνάνες και στην γύρω περιοχή, όπου η συνήθεια της οπλοφορίας έχει μείνει απ᾽ τον παλιό καιρό.
[1.6.1] Όλη η Ελλάδα οπλοφορούσε, γιατί οι μικροί οικισμοί ήσαν ατείχιστοι και οι μεταξύ τους συγκοινωνίες δεν είχαν ασφάλεια. Έτσι είχαν συνηθίσει να ζουν οπλισμένοι, όπως ζουν οι βάρβαροι. [1.6.2] Το γεγονός άλλωστε ότι η συνήθεια αυτή διατηρείται στην περιοχή αυτή της Ελλάδας είναι ένδειξη ότι κάποτε επικρατούσε παντού. [1.6.3] Οι Αθηναίοι ήσαν οι πρώτοι που έπαψαν να οπλοφορούν και άρχισαν να ζουν πιο άνετα και ευχάριστα και δεν είναι πολύς καιρός που οι γεροντότεροι πλούσιοι Αθηναίοι έπαψαν να φορούν μακριούς χιτώνες από λινάρι και να χτενίζουν τα μαλλιά τους σε κότσο, στερεώνοντάς τον με καρφίτσες που είχαν σχήμα τζίτζικα. Τούτο είχε επικρατήσει και στους Ίωνες που είναι φυλετικά συγγενείς με τους Αθηναίους. [1.6.4] Εξάλλου οι Λακεδαιμόνιοι πρώτοι μεταχειρίστηκαν απλά ρούχα, τα ίδια που φορούν και σήμερα, και οι πλουσιότεροί τους ζούσαν κι αυτοί όπως ο πολύς λαός. [1.6.5] Πρώτοι επίσης άρχισαν να παρουσιάζονται γυμνοί στους αγώνες και να ν᾽ αλείφονται με λάδι. Τον παλαιότερο καιρό, ακόμα και στους Ολυμπιακούς αγώνες, οι αθληταί φορούσαν μια ζώνη κι έκρυβαν τα γεννητικά τους όργανα και είναι λίγα μόνο χρόνια που έπαψε αυτή η συνήθεια. Οι βάρβαροι όμως εξακολουθούν να την έχουν, κυρίως οι Ασιάτες, που φορούν τέτοιες ζώνες όταν αγωνίζονται στην πυγμαχία και στην πάλη [1.6.6] και θα μπορούσε κανείς ν᾽ αποδείξει ότι οι παλαιότεροι Έλληνες είχαν πολλές συνήθειες όμοιες μ᾽ εκείνες που έχουν ακόμα και σήμερα οι βάρβαροι.