Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (3.92.1-3.96.2)

[3.92.1] Ὑπὸ δὲ τὸν χρόνον τοῦτον Λακεδαιμόνιοι Ἡράκλειαν τὴν ἐν Τραχινίᾳ ἀποικίαν καθίσταντο ἀπὸ τοιᾶσδε γνώμης. [3.92.2] Μηλιῆς οἱ ξύμπαντες εἰσὶ μὲν τρία μέρη, Παράλιοι Ἰριῆς Τραχίνιοι· τούτων δὲ οἱ Τραχίνιοι πολέμῳ ἐφθαρμένοι ὑπὸ Οἰταίων ὁμόρων ὄντων, τὸ πρῶτον μελλήσαντες Ἀθηναίοις προσθεῖναι σφᾶς αὐτούς, δείσαντες δὲ μὴ οὐ σφίσι πιστοὶ ὦσι, πέμπουσιν ἐς Λακεδαίμονα, ἑλόμενοι πρεσβευτὴν Τεισαμενόν. [3.92.3] ξυνεπρεσβεύοντο δὲ αὐτοῖς καὶ Δωριῆς, ἡ μητρόπολις τῶν Λακεδαιμονίων, τῶν αὐτῶν δεόμενοι· ὑπὸ γὰρ τῶν Οἰταίων καὶ αὐτοὶ ἐφθείροντο. [3.92.4] ἀκούσαντες δὲ οἱ Λακεδαιμόνιοι γνώμην εἶχον τὴν ἀποικίαν ἐκπέμπειν, τοῖς τε Τραχινίοις βουλόμενοι καὶ τοῖς Δωριεῦσι τιμωρεῖν, καὶ ἅμα τοῦ πρὸς Ἀθηναίους πολέμου καλῶς αὐτοῖς ἐδόκει ἡ πόλις καθίστασθαι· ἐπί τε γὰρ τῇ Εὐβοίᾳ ναυτικὸν παρασκευασθῆναι ἄν, ὥστ᾽ ἐκ βραχέος τὴν διάβασιν γίγνεσθαι, τῆς τε ἐπὶ Θρᾴκης παρόδου χρησίμως ἕξειν. τό τε ξύμπαν ὥρμηντο τὸ χωρίον κτίζειν. [3.92.5] πρῶτον μὲν οὖν ἐν Δελφοῖς τὸν θεὸν ἐπήροντο, κελεύοντος δὲ ἐξέπεμψαν τοὺς οἰκήτορας αὑτῶν τε καὶ τῶν περιοίκων, καὶ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων τὸν βουλόμενον ἐκέλευον ἕπεσθαι πλὴν Ἰώνων καὶ Ἀχαιῶν καὶ ἔστιν ὧν ἄλλων ἐθνῶν. οἰκισταὶ δὲ τρεῖς Λακεδαιμονίων ἡγήσαντο, Λέων καὶ Ἀλκίδας καὶ Δαμάγων. [3.92.6] καταστάντες δὲ ἐτείχισαν τὴν πόλιν ἐκ καινῆς, ἣ νῦν Ἡράκλεια καλεῖται, ἀπέχουσα Θερμοπυλῶν σταδίους μάλιστα τεσσαράκοντα, τῆς δὲ θαλάσσης εἴκοσι. νεώριά τε παρεσκευάζοντο, καὶ εἶρξαν τὸ κατὰ Θερμοπύλας κατ᾽ αὐτὸ τὸ στενόν, ὅπως εὐφύλακτα αὐτοῖς εἴη. [3.93.1] οἱ δὲ Ἀθηναῖοι τῆς πόλεως ταύτης ξυνοικιζομένης τὸ πρῶτον ἔδεισάν τε καὶ ἐνόμισαν ἐπὶ τῇ Εὐβοίᾳ μάλιστα καθίστασθαι, ὅτι βραχύς ἐστιν ὁ διάπλους πρὸς τὸ Κήναιον τῆς Εὐβοίας. ἔπειτα μέντοι παρὰ δόξαν αὐτοῖς ἀπέβη· οὐ γὰρ ἐγένετο ἀπ᾽ αὐτῆς δεινὸν οὐδέν. [3.93.2] αἴτιον δὲ ἦν οἵ τε Θεσσαλοὶ ἐν δυνάμει ὄντες τῶν ταύτῃ χωρίων, καὶ ὧν ἐπὶ τῇ γῇ ἐκτίζετο, φοβούμενοι μὴ σφίσι μεγάλῃ ἰσχύι παροικῶσιν, ἔφθειρον καὶ διὰ παντὸς ἐπολέμουν ἀνθρώποις νεοκαταστάτοις, ἕως ἐξετρύχωσαν γενομένους τὸ πρῶτον καὶ πάνυ πολλούς (πᾶς γάρ τις Λακεδαιμονίων οἰκιζόντων θαρσαλέως ᾔει, βέβαιον νομίζων τὴν πόλιν)· οὐ μέντοι ἥκιστα οἱ ἄρχοντες αὐτῶν τῶν Λακεδαιμονίων οἱ ἀφικνούμενοι τὰ πράγματά τε ἔφθειρον καὶ ἐς ὀλιγανθρωπίαν κατέστησαν, ἐκφοβήσαντες τοὺς πολλοὺς χαλεπῶς τε καὶ ἔστιν ἃ οὐ καλῶς ἐξηγούμενοι, ὥστε ῥᾷον ἤδη αὐτῶν οἱ πρόσοικοι ἐπεκράτουν.
[3.94.1] Τοῦ δ᾽ αὐτοῦ θέρους, καὶ περὶ τὸν αὐτὸν χρόνον ὃν ἐν τῇ Μήλῳ οἱ Ἀθηναῖοι κατείχοντο, καὶ οἱ ἀπὸ τῶν τριάκοντα νεῶν Ἀθηναῖοι περὶ Πελοπόννησον ὄντες πρῶτον ἐν Ἐλλομενῷ τῆς Λευκαδίας φρουρούς τινας λοχήσαντες διέφθειραν, ἔπειτα ὕστερον ἐπὶ Λευκάδα μείζονι στόλῳ ἦλθον, Ἀκαρνᾶσί τε πᾶσιν, οἳ πανδημεὶ πλὴν Οἰνιαδῶν ξυνέσποντο, καὶ Ζακυνθίοις καὶ Κεφαλλῆσι καὶ Κερκυραίων πέντε καὶ δέκα ναυσίν. [3.94.2] καὶ οἱ μὲν Λευκάδιοι τῆς τε ἔξω γῆς δῃουμένης καὶ τῆς ἐντὸς τοῦ ἰσθμοῦ, ἐν ᾗ καὶ ἡ Λευκάς ἐστι καὶ τὸ ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος, πλήθει βιαζόμενοι ἡσύχαζον· οἱ δὲ Ἀκαρνᾶνες ἠξίουν Δημοσθένη τὸν στρατηγὸν τῶν Ἀθηναίων ἀποτειχίζειν αὐτούς, νομίζοντες ῥᾳδίως γ᾽ ἂν ἐκπολιορκῆσαι καὶ πόλεως αἰεὶ σφίσι πολεμίας ἀπαλλαγῆναι. [3.94.3] Δημοσθένης δ᾽ ἀναπείθεται κατὰ τὸν χρόνον τοῦτον ὑπὸ Μεσσηνίων ὡς καλὸν αὐτῷ στρατιᾶς τοσαύτης ξυνειλεγμένης Αἰτωλοῖς ἐπιθέσθαι, Ναυπάκτῳ τε πολεμίοις οὖσι καί, ἢν κρατήσῃ αὐτῶν, ῥᾳδίως καὶ τὸ ἄλλο Ἠπειρωτικὸν τὸ ταύτῃ Ἀθηναίοις προσποιήσειν. [3.94.4] τὸ γὰρ ἔθνος μέγα μὲν εἶναι τὸ τῶν Αἰτωλῶν καὶ μάχιμον, οἰκοῦν δὲ κατὰ κώμας ἀτειχίστους, καὶ ταύτας διὰ πολλοῦ, καὶ σκευῇ ψιλῇ χρώμενον οὐ χαλεπὸν ἀπέφαινον, πρὶν ξυμβοηθῆσαι, καταστραφῆναι. [3.94.5] ἐπιχειρεῖν δ᾽ ἐκέλευον πρῶτον μὲν Ἀποδωτοῖς, ἔπειτα δὲ Ὀφιονεῦσι καὶ μετὰ τούτους Εὐρυτᾶσιν, ὅπερ μέγιστον μέρος ἐστὶ τῶν Αἰτωλῶν, ἀγνωστότατοι δὲ γλῶσσαν καὶ ὠμοφάγοι εἰσίν, ὡς λέγονται· τούτων γὰρ ληφθέντων ῥᾳδίως καὶ τἆλλα προσχωρήσειν. [3.95.1] ὁ δὲ τῶν Μεσσηνίων χάριτι πεισθεὶς καὶ μάλιστα νομίσας ἄνευ τῆς τῶν Ἀθηναίων δυνάμεως τοῖς ἠπειρώταις ξυμμάχοις μετὰ τῶν Αἰτωλῶν δύνασθαι ἂν κατὰ γῆν ἐλθεῖν ἐπὶ Βοιωτοὺς διὰ Λοκρῶν τῶν Ὀζολῶν ἐς Κυτίνιον τὸ Δωρικόν, ἐν δεξιᾷ ἔχων τὸν Παρνασσόν, ἕως καταβαίη ἐς Φωκέας, οἳ προθύμως ἐδόκουν κατὰ τὴν Ἀθηναίων αἰεί ποτε φιλίαν ξυστρατεύσειν ἢ κἂν βίᾳ προσαχθῆναι (καὶ Φωκεῦσιν ἤδη ὅμορος ἡ Βοιωτία ἐστίν), ἄρας οὖν ξύμπαντι τῷ στρατεύματι ἀπὸ τῆς Λευκάδος ἀκόντων τῶν Ἀκαρνάνων παρέπλευσεν ἐς Σόλλιον. [3.95.2] κοινώσας δὲ τὴν ἐπίνοιαν τοῖς Ἀκαρνᾶσιν, ὡς οὐ προσεδέξαντο διὰ τῆς Λευκάδος τὴν οὐ περιτείχισιν, αὐτὸς τῇ λοιπῇ στρατιᾷ, Κεφαλλῆσι καὶ Μεσσηνίοις καὶ Ζακυνθίοις καὶ Ἀθηναίων τριακοσίοις τοῖς ἐπιβάταις τῶν σφετέρων νεῶν (αἱ γὰρ πέντε καὶ δέκα τῶν Κερκυραίων ἀπῆλθον νῆες), ἐστράτευσεν ἐπ᾽ Αἰτωλούς. [3.95.3] ὡρμᾶτο δὲ ἐξ Οἰνεῶνος τῆς Λοκρίδος. οἱ δὲ Ὀζόλαι οὗτοι Λοκροὶ ξύμμαχοι ἦσαν, καὶ ἔδει αὐτοὺς πανστρατιᾷ ἀπαντῆσαι τοῖς Ἀθηναίοις ἐς τὴν μεσόγειαν· ὄντες γὰρ ὅμοροι τοῖς Αἰτωλοῖς καὶ ὁμόσκευοι μεγάλη ὠφελία ἐδόκουν εἶναι ξυστρατεύοντες μάχης τε ἐμπειρίᾳ τῆς ἐκείνων καὶ χωρίων. [3.96.1] αὐλισάμενος δὲ τῷ στρατῷ ἐν τοῦ Διὸς τοῦ Νεμείου τῷ ἱερῷ, ἐν ᾧ Ἡσίοδος ὁ ποιητὴς λέγεται ὑπὸ τῶν ταύτῃ ἀποθανεῖν, χρησθὲν αὐτῷ ἐν Νεμέᾳ τοῦτο παθεῖν, ἅμα τῇ ἕῳ ἄρας ἐπορεύετο ἐς τὴν Αἰτωλίαν. [3.96.2] καὶ αἱρεῖ τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ Ποτιδανίαν καὶ τῇ δευτέρᾳ Κροκύλειον καὶ τῇ τρίτῃ Τείχιον, ἔμενέ τε αὐτοῦ καὶ τὴν λείαν ἐς Εὐπάλιον τῆς Λοκρίδος ἀπέπεμψεν· τὴν γὰρ γνώμην εἶχε τὰ ἄλλα καταστρεψάμενος οὕτως ἐπὶ Ὀφιονέας, εἰ μὴ βούλοιντο ξυγχωρεῖν, ἐς Ναύπακτον ἐπαναχωρήσας στρατεῦσαι ὕστερον.

[3.92.1] Την ίδια, περίπου, εποχή οι Λακεδαιμόνιοι ίδρυσαν αποικία στην Ηράκλεια της Τραχινίας κάνοντας τις εξής σκέψεις. [3.92.2] Οι Μαλιείς διακρίνονται σε Παράλιους, Ιριείς και Τραχινίους. Από αυτούς οι Τραχίνιοι είχαν πάθει συμφορές απ᾽ τον πόλεμο που τους έκαναν οι γείτονές τους Οιταίοι και είχαν σκεφθεί, στην αρχή, να ζητήσουν την προστασία των Αθηναίων, αλλά δεν τους εμπιστεύτηκαν κι έστειλαν πρέσβεις στην Σπάρτη. Όρισαν πρέσβη τους τον Τεισαμενό. [3.92.3] Μαζί έστειλαν πρέσβεις και οι Δωριείς. Η Δωρίδα είναι μητρόπολη των Λακεδαιμονίων. Ζητούσαν κι αυτοί προστασία, γιατί πάθαιναν και αυτοί συμφορές από τους Οιταίους. [3.92.4] Οι Λακεδαιμόνιοι, αφού τους άκουσαν, σκέφθηκαν να στείλουν και να ιδρύσουν αποικία για να προστατεύουν τους Τραχινίους και τους Δωριείς, αλλά και επειδή θεωρούσαν πως η αποικία αυτή, σε κατάλληλη θέση, θα τους ήταν χρήσιμη στον πόλεμο εναντίον των Αθηναίων. Θα μπορούσαν, εκεί, ν᾽ αρματώσουν στόλο που θα βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την Εύβοια, όπου θα μπορούσε να κάνει επιδρομές. Θα ήταν χρήσιμη η βάση αυτή και για τον έλεγχο της οδού προς την Θράκη. Έδειξαν, γενικά, μεγάλη προθυμία για το σχέδιο αυτό. [3.92.5] Πρώτ᾽ απ᾽ όλα, λοιπόν, έστειλαν αντιπροσωπεία στους Δελφούς και ρώτησαν τον θεό. Σύμφωνα με την παραγγελία του έστειλαν αποίκους και Σπαρτιάτες και περιοίκους και όσους από τους άλλους Έλληνες ήθελαν, εκτός από Ίωνες και Αχαιούς και μερικές άλλες φυλές. Αρχηγοί της αποικίας ήσαν τρεις Λακεδαιμόνιοι. Ο Λέων, ο Αλκίδας και ο Δαμάγων. [3.92.6] Εγκαταστάθηκαν εκεί κι έχτισαν καινούργιο τείχος. Η πολιτεία, που σήμερα ονομάζεται Ηράκλεια, απέχει από τις Θερμοπύλες περισσότερο από σαράντα στάδια κι από την θάλασσα είκοσι. Άρχισαν να ετοιμάζουν και ναυπηγείο κι έχτισαν τείχος κοντά στο στενό των Θερμοπυλών, ώστε να μπορούν να φρουρούν πιο εύκολα την πολιτεία.
[3.93.1] Η ίδρυση της πολιτείας αυτής καταθορύβησε στην αρχή τους Αθηναίους, γιατί νόμιζαν ότι κύριος σκοπός της ήταν ν᾽ απειλεί την Εύβοια, επειδή η απόσταση μεταξύ της Ηράκλειας και του ακρωτηρίου Κήναιο της Εύβοιας είναι μικρή. Αργότερα, όμως, ο φόβος τους δεν επαληθεύτηκε. Η πολιτεία αυτή δεν τους έβλαψε σε τίποτε, [3.93.2] και τούτο για τους εξής λόγους. Οι Θεσσαλοί που εξουσίαζαν εκείνα τα μέρη —στα σύνορά τους χτίστηκε η πολιτεία— φοβήθηκαν μήπως η Ηράκλεια γίνει πολιτεία μεγάλη και ισχυρή, έκαναν επιθέσεις και προκαλούσαν ζημίες στους κατοίκους που είχαν μόλις εγκατασταθεί, έως τη στιγμή που εξαφάνισαν σχεδόν την αποικία η οποία στην αρχή είχε πολυάριθμο πληθυσμό, επειδή πολλοί πήγαιναν πρόθυμα να εγκατασταθούν εκεί, πιστεύοντας ότι η πολιτεία ήταν ασφαλής αφού την είχαν ιδρύσει οι Λακεδαιμόνιοι. Αλλά υπεύθυνοι για την αποτυχία αυτή και την μείωση του πληθυσμού στάθηκαν, κυρίως, οι Λακεδαιμόνιοι άρχοντες της πολιτείας, που έφταναν εκεί και αποθάρρυναν, με την πιεστική και άδικη διοίκησή τους, τους κατοίκους οι οποίοι εγκατέλειπαν την πόλη. Έτσι οι γειτονικοί λαοί κατόρθωσαν, ευκολότερα, να επικρατήσουν.
[3.94.1] Το ίδιο καλοκαίρι και τον ίδιο περίπου καιρό που οι Αθηναίοι ήσαν στην Μήλο, ο άλλος στρατός τους που ήταν στα τριάντα καράβια τα οποία παράπλεαν την Πελοπόννησο, πήγε πρώτα στον Ελλομενό της Λευκάδας όπου έστησε ενέδρα και σκότωσε την φρουρά. Έπειτα πήγαν στην Λευκάδα με μεγαλύτερες δυνάμεις. Όλοι οι Ακαρνάνες, εκτός από τους Οινιάδες, τους ακολούθησαν με όλο τους τον στρατό καθώς και μερικοί Ζακυνθινοί και Κεφαλλήνες και δεκαπέντε κερκυραϊκά καράβια. [3.94.2] Οι Λευκάδιοι έβλεπαν να καταστρέφεται η γη τους και πέρα και μέσα από τον ισθμό όπου βρίσκεται η πολιτεία τους και το ιερό του Απόλλωνος, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε, εξαιτίας της μεγάλης αριθμητικής υπεροχής του εχθρού. Οι Ακαρνάνες πίεζαν τον Αθηναίο στρατηγό Δημοσθένη ν᾽ αποκλείσει την Λευκάδα απομονώνοντάς την με τείχος, γιατί νόμιζαν πως θα ήταν εύκολο να την κυριέψουν και ν᾽ απαλλαγούν από μία πολιτεία που τους ήταν από πάντα εχθρική. [3.94.3] Αλλά στο μεταξύ οι Μεσσήνιοι έπεισαν τον Δημοσθένη ότι θα ήταν καλή ευκαιρία, αφού είχε τόσο στρατό στις διαταγές του, να χτυπήσει τους Αιτωλούς, που ήσαν εχθροί της Ναυπάκτου. Αν τους νικούσε, τότε, εύκολα θα μπορούσε να υποτάξει την υπόλοιπη ηπειρωτική αυτή περιοχή. [3.94.4] Οι Μεσσήνιοι έλεγαν ότι οι Αιτωλοί είναι, βέβαια, πολυάριθμοι και καλοί πολεμιστές, αλλά ότι κατοικούν σε ατείχιστα χωριά που απέχουν πολύ το ένα από το άλλο. Για τον λόγο αυτόν κι επειδή έχουν ελαφρύ οπλισμό, θα ήταν εύκολο να τους νικήσουν προτού μπορέσουν να οργανωθούν σε κοινή άμυνα. [3.94.5] Τον συμβούλευαν να χτυπήσει πρώτα τους Αποδωτούς, έπειτα τους Οφιονείς και έπειτα τους Ευρυτάνες, οι οποίοι αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των Αιτωλών. Μιλούν γλώσσα πολύ δυσνόητη και, καθώς λέγεται, τρώνε το κρέας ωμό. Αν τους νικούσαν αυτούς, οι άλλοι Αιτωλοί θα προσχωρούσαν χωρίς δυσκολία.
[3.95.1] Ο Δημοσθένης δέχτηκε το σχέδιο όχι μόνο για να κάνει χάρη στους Μεσσηνίους, αλλά κι επειδή πίστευε ότι, και χωρίς τις αθηναϊκές μονάδες θα μπορούσε, με τους συμμάχους του και με τους Αιτωλούς που θα ενώνονταν μαζί του, να βαδίσει από στεριά εναντίον της Βοιωτίας, περνώντας απ᾽ τους Οζόλες Λοκρούς για να φτάσει στο Δωρικό Κυτίνιο, έχοντας δεξιά του τον Παρνασσό. Από εκεί θα κατέβαινε στη χώρα των Φωκέων οι οποίοι, το θεωρούσε βέβαιο, θα εκστρατεύαν πρόθυμα μαζί του, αφού ήσαν από παλιά φίλοι των Αθηναίων. Θα μπορούσε όμως και να τους εξαναγκάσει κι από κει πια η Φωκίς είναι στα σύνορα της Βοιωτίας. Έφυγε, λοιπόν, από την Λευκάδα με όλες τις δυνάμεις του, παρά τις αντιρρήσεις των Ακαρνάνων και ταξίδεψε κοντά στην ακτή έως το Σόλλιον. [3.95.2] Ανακοίνωσε το σχέδιό του στους Ακαρνάνες που δεν το δέχτηκαν, επειδή δεν είχε περιτειχιστεί η Λευκάδα και τότε ο Δημοσθένης, με τον υπόλοιπο στρατό του, τους Κεφαλλήνες, τους Μεσσηνίους, τους Ζακυνθινούς και τριακόσιους Αθηναίους πεζοναύτες του αθηναϊκού στόλου (τα δεκαπέντε κερκυραϊκά καράβια είχαν φύγει) ξεκίνησε εναντίον των Αιτωλών, [3.95.3] έχοντας βάση τον Οινεώνα της Λοκρίδος. Αυτοί οι Οζόλες ήσαν σύμμαχοι των Αθηναίων και το σχέδιο ήταν να πάνε, με όλον τον στρατό τους, να ενωθούν με τους Αθηναίους στο εσωτερικό. Ο Δημοσθένης θεωρούσε ότι επειδή οι Λοκροί είναι γείτονες των Αιτωλών κι έχουν τον ίδιο οπλισμό, θα ήσαν εξαιρετικά χρήσιμοι, γιατί και τις πολεμικές μεθόδους των Αιτωλών ήξεραν και τα μέρη εκείνα γνώριζαν καλά.
[3.96.1] Διανυκτέρευσε με τον στρατό του στον περίβολο του ναού του Διός Νεμείου όπου, καθώς λέγεται, σκότωσαν οι κάτοικοι τον ποιητή Ησίοδο, ενώ του είχε δοθεί χρησμός ότι θα πεθάνει στην Νεμέα. Με την αυγή ο Δημοσθένης ξεκίνησε για την Αιτωλία. [3.96.2] Την πρώτη μέρα πήρε την Ποτιδανία, την δεύτερη το Κροκύλειον και την τρίτη το Τείχιο όπου σταμάτησε κι έστειλε τα λάφυρα που είχε πάρει στο Ευπάλιον της Λοκρίδος. Είχε σκοπό πρώτα να υποτάξει την υπόλοιπη περιοχή και μετά να γυρίσει στην Ναύπακτο κι αν οι Οφιονείς δεν προσχωρούσαν, τότε να στραφεί εναντίον τους.