Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

Κατὰ Φιλίππου δ΄ (10) (24-34)

[24] Εἰ δέ τῳ δοκεῖ ταῦτα καὶ δαπάνης πολλῆς καὶ πόνων πολλῶν καὶ πραγματείας εἶναι, καὶ μάλ᾽ ὀρθῶς δοκεῖ· ἀλλ᾽ ἐὰν λογίσηται τὰ τῇ πόλει μετὰ ταῦτα γενησόμενα, ἐὰν ταῦτα μὴ ἐθέλῃ ποιεῖν, εὑρήσει λυσιτελοῦν τὸ ἑκόντας ποιεῖν τὰ δέοντα. εἰ μὲν γάρ ἐστί τις ἐγγυητὴς ὑμῖν θεῶν (οὐ γὰρ ἀνθρώπων γ᾽ οὐδεὶς ἂν γένοιτ᾽ ἀξιόχρεως τηλικούτου πράγματος) ὡς, ἐὰν ἄγηθ᾽ ἡσυχίαν καὶ ἅπαντα προῆσθε, οὐκ ἐπ᾽ αὐτοὺς ὑμᾶς τελευτῶν ἐκεῖνος ἥξει, [25] αἰσχρὸν μὲν νὴ τὸν Δία καὶ πάντας θεοὺς καὶ ἀνάξιον ὑμῶν καὶ τῶν ὑπαρχόντων τῇ πόλει καὶ πεπραγμένων τοῖς προγόνοις, τῆς ἰδίας ῥᾳθυμίας ἕνεκα τοὺς ἄλλους ἅπαντας Ἕλληνας εἰς δουλείαν προέσθαι, καὶ ἔγωγε αὐτὸς μὲν τεθνάναι μᾶλλον ἂν ἢ ταῦτ᾽ εἰρηκέναι βουλοίμην· [26] οὐ μὴν ἀλλ᾽ εἴ τις ἄλλος λέγει καὶ ὑμᾶς πείθει, ἔστω, μὴ ἀμύνεσθε, ἅπαντα πρόεσθε. εἰ δὲ μηδενὶ τοῦτο δοκεῖ, τοὐναντίον δὲ πρόϊσμεν ἅπαντες ὅτι, ὅσῳ ἂν πλειόνων ἐάσωμεν ἐκεῖνον γενέσθαι κύριον, τοσούτῳ χαλεπωτέρῳ καὶ ἰσχυροτέρῳ χρησόμεθ᾽ ἐχθρῷ, ποῖ ἀναδυόμεθα, ἢ τί μέλλομεν; ἢ πότ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὰ δέοντα ποιεῖν ἐθελήσομεν; ὅταν νὴ Δί᾽ ἀναγκαῖον ᾖ. [27] ἀλλ᾽ ἣν μὲν ἄν τις ἐλευθέρων ἀνθρώπων ἀνάγκην εἴποι, οὐ μόνον ἤδη πάρεστιν, ἀλλὰ καὶ πάλαι παρελήλυθε, τὴν δὲ τῶν δούλων ἀπεύχεσθαι δήπου μὴ γενέσθαι δεῖ. διαφέρει δὲ τί; ὅτι ἐστὶν ἐλευθέρῳ μὲν ἀνθρώπῳ μεγίστη ἀνάγκη ἡ ὑπὲρ τῶν γιγνομένων αἰσχύνη, καὶ μείζω ταύτης οὐκ οἶδ᾽ ἥντιν᾽ ἂν εἴποι τις· δούλῳ δὲ πληγαὶ χὠ τοῦ σώματος αἰκισμός, ὃ μήτε γένοιτο οὔτε λέγειν ἄξιον.
[28] Τὸ μὲν τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πρὸς τὰ τοιαῦτ᾽ ὀκνηρῶς διακεῖσθαι, ἃ δεῖ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς οὐσίαις λῃτουργῆσαι ἕκαστον, ἐστὶ μὲν οὐκ ὀρθῶς ἔχον, οὐδὲ πολλοῦ δεῖ, οὐ μὴν ἀλλ᾽ ἔχει τινὰ πρόφασιν ὅμως· τὸ δὲ μηδ᾽ ὅσ᾽ ἀκοῦσαι δεῖ μηδ᾽ ὅσα βουλεύσασθαι προσήκει, μηδὲ ταῦτ᾽ ἐθέλειν [ἀκούειν], τοῦτ᾽ ἤδη πᾶσαν ἐπιδέχεται κατηγορίαν. [29] ὑμεῖς τοίνυν οὐκ ἀκούειν, πρὶν ἂν ὥσπερ νῦν αὐτὰ παρῇ τὰ πράγματα, οὐχὶ βουλεύεσθαι περὶ οὐδενὸς εἰώθατ᾽ ἐφ᾽ ἡσυχίας, ἀλλ᾽ ὅταν μὲν ἐκεῖνος παρασκευάζηται, ἀμελήσαντες τοῦ ποιεῖν ταὐτὸ καὶ ἀντιπαρασκευάζεσθαι ῥᾳθυμεῖτε, καὶ ἄν τι λέγῃ τις, ἐκβάλλετε, ἐπειδὰν δ᾽ ἀπολωλὸς ἢ πολιορκούμενόν τι πύθησθε, ἀκροᾶσθε καὶ παρασκευάζεσθε· [30] ἦν δ᾽ ἀκηκοέναι μὲν καὶ βεβουλεῦσθαι τότε καιρός, ὅθ᾽ ὑμεῖς οὐκ ἠθέλετε, πράττειν δὲ καὶ χρῆσθαι τοῖς παρεσκευασμένοις νῦν, ἡνίκ᾽ ἀκούετε. τοιγαροῦν ἐκ τῶν τοιούτων ἐθῶν μόνοι τῶν πάντων ἀνθρώπων ὑμεῖς τοῖς ἄλλοις τοὐναντίον ποιεῖτε· οἱ μὲν γὰρ ἄλλοι πρὸ τῶν πραγμάτων εἰώθασι χρῆσθαι τῷ βουλεύεσθαι, ὑμεῖς δὲ μετὰ τὰ πράγματα.
[31] Ὃ δὴ λοιπόν ἐστι, καὶ πάλαι μὲν ἔδει, διαφεύγει δ᾽ οὐδὲ νῦν, τοῦτ᾽ ἐρῶ. οὐδενὸς τῶν πάντων οὕτως ὡς χρημάτων δεῖ τῇ πόλει πρὸς τὰ νῦν ἐπιόντα πράγματα. συμβέβηκε δ᾽ εὐτυχήματ᾽ ἀπὸ ταὐτομάτου, οἷς ἂν χρησώμεθ᾽ ὀρθῶς, ἴσως ἂν γένοιτο τὰ δέοντα. πρῶτον μὲν γὰρ οἷς βασιλεὺς πιστεύει καὶ εὐεργέτας ὑπείληφεν ἑαυτοῦ, οὗτοι μισοῦσι καὶ πολεμοῦσι Φίλιππον. [32] ἔπειθ᾽ ὁ πράττων καὶ συνειδὼς ἅπανθ᾽ ἃ Φίλιππος κατὰ βασιλέως παρασκευάζεται, οὗτος ἀνάσπαστος γέγονε, καὶ πάσας τὰς πράξεις βασιλεὺς οὐχ ἡμῶν κατηγορούντων ἀκούσεται, οὓς ὑπὲρ τοῦ συμφέροντος ἂν ἡγήσαιτο τοῦ ἰδίου λέγειν, ἀλλὰ τοῦ πράξαντος αὐτοῦ καὶ διοικοῦντος, ὥστ᾽ εἶναι πιστάς, καὶ λοιπὸν λόγον εἶναι τοῖς παρ᾽ ὑμῶν πρέσβεσιν, ὃν βασιλεὺς ἥδιστ᾽ ἂν ἀκούσαι, [33] ὡς τὸν ἀμφοτέρους ἀδικοῦντα κοινῇ τιμωρήσασθαι δεῖ, καὶ ὅτι πολὺ τῷ βασιλεῖ φοβερώτερός ἐσθ᾽ ὁ Φίλιππος, ἂν προτέροις ἡμῖν ἐπιθῆται· εἰ γὰρ ἐγκαταλειπόμενοί τι πεισόμεθ᾽ ἡμεῖς, ἀδεῶς ἐπ᾽ ἐκεῖνον ἤδη πορεύσεται. ὑπὲρ δὴ τούτων ἁπάντων οἶμαι δεῖν ὑμᾶς πρεσβείαν ἐκπέμπειν, ἥτις τῷ βασιλεῖ διαλέξεται, καὶ τὴν ἀβελτερίαν ἀποθέσθαι, δι᾽ ἣν πολλάκις ἠλαττώθητε, «ὁ δὴ βάρβαρος, καὶ ὁ κοινὸς ἅπασιν ἐχθρός,» καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα. [34] ἐγὼ γὰρ ὅταν τιν᾽ ἴδω τὸν μὲν ἐν Σούσοις καὶ Ἐγβατάνοις δεδοικότα καὶ κακόνουν εἶναι τῇ πόλει φάσκοντα, ὃς καὶ πρότερον συνεπηνώρθωσε τὰ τῆς πόλεως πράγματα καὶ νῦν ἐπηγγέλλετο (εἰ δὲ μὴ ἐδέχεσθ᾽ ὑμεῖς, ἀλλ᾽ ἀπεψηφίζεσθε, οὐ τἀκείνου αἴτια), ὑπὲρ δὲ τοῦ ἐπὶ ταῖς θύραις ἐγγὺς οὑτωσὶ ἐν μέσῃ τῇ Ἑλλάδι αὐξανομένου λῃστοῦ τῶν Ἑλλήνων ἄλλο τι λέγοντα, θαυμάζω, καὶ δέδοικα τοῦτον, ὅστις ἂν ᾖ ποτ᾽, ἔγωγε, ἐπειδὴ οὐχ οὗτος Φίλιππον.

ΠΙΣΤΕΙΣ (§§ 24-74)
[24] Αν όμως κάποιος νομίζει ότι αυτά απαιτούν πολλά έξοδα, πολλούς κόπους και πολλές ταλαιπωρίες, έχει απόλυτο δίκαιο· αλλά αν σκεφθεί τις κατοπινές συνέπειες για την πόλη, εφόσον δεν θελήσει να κάνει αυτά, θα διαπιστώσει ότι είναι προς όφελός σας να κάνετε με προθυμία αυτά που πρέπει. Γιατί, αν γίνει εγγυητής σε σας, κάποιος από τους θεούς (γιατί από τους ανθρώπους βέβαια κανένας δεν θα μπορούσε να γίνει αξιόπιστος εγγυητής ενός τόσο σπουδαίου ζητήματος) ότι, αν μένετε αδρανείς και αφήσετε τα πάντα στην τύχη τους, δεν θα βαδίσει εκείνος τελικά και εναντίον σας, [25] θα ήταν ντροπή, μα τον Δία και όλους τους θεούς, και ανάξιο για σας, για τα πλούτη της πόλης και τα έργα των προγόνων σας να ρίξετε όλους τους Έλληνες σε σκλαβιά από δική σας ραθυμία. Εγώ τουλάχιστον θα προτιμούσα να είχα πεθάνει παρά να είχα προτείνει κάτι τέτοιο. [26] Ωστόσο, αν κάποιος το προτείνει και σας πείθει, ας είναι, μη προβάλλετε αντίσταση, εγκαταλείψτε στην τύχη τους όλα. Αν όμως κανείς δεν το επιδοκιμάζει, αλλά αντίθετα, αν όλοι γνωρίζουμε καλά εκ των προτέρων ότι όσο περισσότερων εδαφών του επιτρέψουμε να γίνει κύριος, τόσο πιο δύσκολο και πιο ισχυρό εχθρό θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε, προς τα πού θα πάμε να γλιτώσουμε; Ή γιατί καθυστερούμε; Ή πότε, Αθηναίοι, θα θελήσουμε να κάνουμε το καθήκον μας; Όταν, μα τον Δία, το επιβάλει η ανάγκη. [27] Αλλά, ό,τι θα αποκαλούσε ανάγκη ένας ελεύθερος άνθρωπος, όχι μόνο είναι τώρα παρόν αλλά και παρελθόν εδώ και καιρό· η ανάγκη όμως των δούλων πρέπει να εύχεσθε να μην έρθει ποτέ. Σε τι όμως διαφέρει; Στο ότι η μεγαλύτερη ανάγκη για έναν ελεύθερο άνθρωπο είναι η ντροπή για όσα γίνονται, και αμφιβάλλω αν μπορεί κανείς να κατονομάσει κάποιαν άλλη πιο ισχυρή από αυτήν· για έναν δούλο όμως ανάγκη είναι τα χτυπήματα και η κάκωση του σώματος, παθήματα ανάξια λόγου και μακάρι να μην μας συμβούν ποτέ.
[28] Το να δείχνετε λοιπόν, Αθηναίοι, διστακτικότητα σε ό,τι αφορά τις προς την πόλη υποχρεώσεις, τις οποίες πρέπει να εκπληρώνει ο καθένας και με την προσωπική του συμβολή και με την περιουσία του, δεν είναι σωστό· κάθε άλλο μάλιστα· ωστόσο όμως υπάρχει και κάποια δικαιολογία· αλλά το να μην θέλετε να ακούτε μήτε όσα πρέπει να ακούσετε μήτε όσα έχετε υποχρέωση να αποφασίσετε, αυτό πια επιδέχεται κάθε κατηγορία. [29] Έχετε λοιπόν συνηθίσει να μην ακούτε πριν παρουσιαστούν, όπως τώρα, τα ίδια τα γεγονότα, μήτε να συζητάτε για κανένα ζήτημα με την ησυχία σας. Αντίθετα, όταν εκείνος ετοιμάζεται, εσείς παραμελώντας να κάνετε το ίδιο και να προχωρήσετε στις ανάλογες προετοιμασίες, ζείτε αμέριμνα· και αν κάποιος προτείνει κάτι, τον διώχνετε από το βήμα, αλλά όταν πληροφορηθείτε ότι κάποιο μέρος έχει χαθεί ή ότι πολιορκείται, τότε μόνο δίνετε προσοχή και αρχίζετε να ετοιμάζεστε. [30] Η κατάλληλη όμως στιγμή να ακούσετε και να έχετε πάρει αποφάσεις ήταν τότε όταν εσείς δεν θέλατε· τώρα που ακούτε είναι η κατάλληλη στιγμή να δράσετε και να χρησιμοποιήσετε τις προετοιμασίες σας. Έτσι λοιπόν, με τις συνήθειές σας αυτές είστε οι μόνοι από όλους τους ανθρώπους που κάνετε το αντίθετο από τους άλλους· οι άλλοι άνθρωποι δηλαδή συνηθίζουν να παίρνουν αποφάσεις πριν από τα γεγονότα, ενώ εσείς μετά από αυτά.
[31] Εκείνο λοιπόν που απομένει και που έπρεπε να είχε γίνει εδώ και πολύν καιρό, μα που και τώρα ακόμη δεν έχει χαθεί η ευκαιρία, αυτό θα πω. Τίποτε απ᾽ όλα δεν χρειάζεται η πόλη πιο πολύ για την αντιμετώπιση των επερχόμενων δυσκολιών όσο χρήματα. Έχουν συμβεί από μόνα τους ευχάριστα πράγματα, που αν τα εκμεταλλευτούμε σωστά, ίσως να γίνουν αυτά που πρέπει. Πρώτον όσους εμπιστεύεται ο Βασιλιάς των Περσών και θεωρεί ευεργέτες του, αυτοί μισούν και πολεμούν τον Φίλιππο. [32] Δεύτερον ο άνθρωπος που ενεργούσε και γνώριζε όλα όσα σχεδίαζε ο Φίλιππος εναντίον του Βασιλιά των Περσών έχει απαχθεί δέσμιος· έτσι ο Μεγάλος Βασιλιάς θα πληροφορηθεί για όλες τις ενέργειες του Φιλίππου όχι από μας που τον κατηγορούμε, γιατί θα μπορούσε να πιστέψει ότι μιλούμε εναντίον του Φιλίππου για το δικό μας συμφέρον, αλλά από τον ίδιο τον δικό του πράκτορα και σχεδιαστή, ώστε να είναι πιστευτές. Έτσι, το μόνο που θα απομένει στους δικούς σας πρέσβεις να πουν και που ο βασιλιάς θα άκουγε με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση είναι [33] ότι ο άνθρωπος που αδικεί και τις δύο πλευρές πρέπει να τιμωρηθεί από κοινού και από τις δύο και ότι ο Φίλιππος είναι πολύ πιο φοβερός για τον Μεγάλο Βασιλιά, αν πρώτος αυτός μας επιτεθεί. Γιατί, αν εγκαταλειφθούμε και πάθουμε κανένα κακό, τότε θα βαδίσει αμέσως χωρίς φόβο εναντίον εκείνου. Για όλα αυτά λοιπόν έχω τη γνώμη ότι πρέπει να στείλετε πρεσβεία, για να συνομιλήσει με τον Μεγάλο Βασιλιά, και να αφήσετε κατά μέρος την ανόητη προκατάληψη, εξαιτίας της οποίας πολλές φορές ζημιωθήκατε, «ο βάρβαρος, ο κοινός εχθρός όλων», και όλα τα παρόμοια. [34] Γιατί, όταν δω κάποιον να φοβάται τον άνθρωπο που βρίσκεται στα Σούσα και στα Εκβάτανα και να ισχυρίζεται ότι αυτός διάκειται εχθρικά προς την πόλη μας, αυτός που στο παρελθόν βοήθησε στην ανόρθωσή της και που τώρα από μόνος του έκανε προτάσεις (αν δεν τις αποδεχτήκατε, αλλά τις απορρίψατε, δεν είναι υπαίτιος εκείνος) και από την άλλη όταν βλέπω, για τον ληστή των Ελλήνων που προσπαθεί κατ᾽ αυτόν τον τρόπο να επεκτείνει την εξουσία του σχεδόν ως τις πύλες μας μέσα στην καρδιά της Ελλάδας, να μιλάει με άλλη γλώσσα, εγώ τουλάχιστον φοβάμαι αυτόν τον άνθρωπο, όποιος και αν είναι, και εκπλήσσομαι που αυτός δεν φοβάται τον Φίλιππο.