Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ

Διθύραμβοι (3.1-3.66)

ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ IΙI

ΗΙΘΕΟΙ Ή ΘΗΣΕΥΣ

‹ΚΗΙΟΙΣ ΕΙΣ ΔΗΛΟΝ›


Κυανόπρῳρα μὲν ναῦς μενέκτυ[πον [στρ. α]
Θησέα δὶς ἑπτ[ά] τ᾽ ἀγλαοὺς ἄγουσα
κούρους Ἰαόνω[ν
Κρητικὸν τάμνε πέλαγος·
5 τηλαυγέϊ γὰρ [ἐν] φάρεϊ
βορήϊαι πίτνο[ν] αὖραι
κλυτᾶς ἕκατι π[ε]λεμαίγιδος Ἀθάν[ας·
κνίσεν τε Μίνωϊ κέαρ
ἱμεράμπυκος θεᾶς
10 Κύπριδος [ἁ]γνὰ δῶρα·
χεῖρα δ᾽ οὐ[κέτι] παρθενικᾶς
ἄτερθ᾽ ἐράτυεν, θίγεν
δὲ λευκᾶν παρηΐδων·
βόασέ τ᾽ Ἐρίβοια χαλκο-
15θώρα[κα Π]ανδίονος
ἔκγ[ο]νον· ἴδεν δὲ Θησεύς,
μέλαν δ᾽ ὑπ᾽ ὀφρύων
δίνα[σ]εν ὄμμα, καρδίαν τέ οἱ
σχέτλιον ἄμυξεν ἄλγος,
20 εἶρέν τε· «Διὸς υἱὲ φερτάτου,
ὅσιον οὐκέτι τεᾶν
ἔσω κυβερνᾷς φρενῶν
θυμ[όν]· ἴσχε μεγάλαυχον ἥρως βίαν.

ὅ τι μ[ὲ]ν ἐκ θεῶν μοῖρα παγκρατὴς [αντ. α]
25ἄμμι κατένευσε καὶ Δίκας ῥέπει τά-
λαντον, πεπρωμέν[α]ν
αἶσαν [ἐ]κπλήσομεν, ὅτ[α]ν
ἔλθῃ· [σ]ὺ δὲ βαρεῖαν κάτε-
χε μῆτιν. εἰ καί σε κεδνὰ
30τέκεν λέχει Διὸς ὑπὸ κρόταφον Ἴδας
μιγεῖσα Φοίνικος ἐρα-
τώνυμος κόρα βροτῶν
φέρτατον, ἀλλὰ κἀμὲ
Πιτθ[έ]ος θυγάτηρ ἀφνεοῦ
35πλαθεῖσα ποντίῳ τέκεν
Ποσειδᾶνι, χρύσεόν
τέ οἱ δόσαν ἰόπλοκοι κά-
λυμμα† Νηρηΐδες.
τῶ σε, πολέμαρχε Κνωσίων,
40κέλομαι πολύστονον
ἐρύκεν ὕβριν· οὐ γὰρ ἂν θέλοι-
μ᾽ ἀμβρότοι᾽ ἐραννὸν Ἀο[ῦς
ἰδεῖν φάος, ἐπεί τιν᾽ ἠϊθέ[ων
σὺ δαμάσειας ἀέκον-
45τα· πρόσθε χειρῶν βίαν
δε[ί]ξομεν· τὰ δ᾽ ἐπιόντα δα[ίμω]ν κρινεῖ.»

τόσ᾽ εἶπεν ἀρέταιχμος ἥρως· [επωδ. α]
τ]άφον δὲ ναυβάται
φ]ωτὸς ὑπεράφανον
50 θ]άρσος· Ἁλίου τε γαμβρῷ χόλωσεν ἦτορ,
ὕφαινέ τε ποταινίαν
μῆτιν, εἶπέν τε· «μεγαλοσθενὲς
Ζεῦ πάτερ, ἄκουσον· εἴ πέρ με νύμ[φα
Φοίνισσα λευκώλενος σοὶ τέκεν,
55 νῦν πρόπεμπ᾽ ἀπ᾽ οὐρανοῦ θοὰν
πυριέθειραν ἀστραπὰν
σᾶμ᾽ ἀρίγνωτον· εἰ
δὲ καὶ σὲ Τροιζηνία σεισίχθονι
φύτευσεν Αἴθρα Ποσει-
60δᾶνι τόνδε χρύσεον
χειρὸς ἀγλαὸν
ἔνεγκε κόσμον ἐκ βαθείας ἁλός,
δικὼν θράσει σῶμα πατρὸς ἐς δόμους.
εἴσεαι δ᾽ αἴκ᾽ ἐμᾶς κλύῃ
65Κρόνιος εὐχᾶς
ἀναξιβρέντας ὁ πάντω[ν με]δ[έω]ν.»

ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ III

ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΝΕΕΣ Ή Ο ΘΗΣΕΑΣ


Έσκιζε ένα γαλαζόπλωρο καράβι [στρ. α]
τα νερά του κρητικού πελάγου· μέσα,
ήρωας άσκιαχτος σε αγώνες, ο Θησέας,
και μαζί του αγόρια εφτά και εφτά κοπέλες·
όλοι απ᾽ τη φυλή των Ιώνων·
στο πανί, που λαμποκόπαε πέρα, εφύσα
ο βοριάς, για να χαρεί και η Αθηνά,
η θεά που του πολέμου ορίζει ασπίδα.
Μα του Μίνωα την καρδιά μια αψιά κεντιά
κέντησε, σταλτή απ᾽ την Κύπρη,
10τη θεά με το μαγνάδι των ερώτων·
δε συγκράτησε το χέρι του, σε μια
τ᾽ άπλωσε από τις κοπέλες
και της άγγιξε τα ολόασπρα μάγουλά της·
τότες έμπηξε η Ερίβοια μια φωνή,
του Πανδίονα για ν᾽ ακούσει ο εγγονός
ο χαλκοθωρακισμένος· μόλις το ᾽δε
ο Θησέας, κάτω απ᾽ τα φρύδια σκοτεινές
άγριες παίξανε οι ματιές του· από τον πόνο
σπάραξε η καρδιά του και είπε:
20«Γιε του υπέρτατου του Δία, στα στήθια μέσα
την καρδιά σου ευλαβικά δεν κυβερνάς·
την αγέρωχη συγκράτησε, ήρωα, βία.

Κείνο που ᾽ναι απ᾽ τους θεούς, αυτό που η Μοίρα, [αντ. α]
παντοδύναμη, έχει γράψει, και της Δίκης
όπου γέρνει η ζυγαριά, σα φτάσει η ώρα,
θα το κάμουμε ώς την άκρη, εσύ όμως πάλι
τη βαριά βουλή συγκράτα.
Αν του Φοίνικα η τρισάξια, η παινεμένη
30θυγατέρα σ᾽ έχει κάμει εσένα, αφού
σε ψηλή πλαγιά της Ίδης είχε σμίξει
με το Δία, κι αν είσαι ασύγκριτος θνητός,
μα κι εμένα είναι γονιός μου
του πελάγου ο Ποσειδώνας, κι έχω μάνα
του Πιτθέα του πλούσιου κόρη, που χρυσό
οι μενεξεδομαλλούσες
θυγατέρες του Νηρέα τής δώσαν πέπλο.
Της Κνωσού πολέμαρχε, άκου με λοιπόν·
τόσο αυθαίρετος μην είσαι· αυτό μπορεί
40συμφορές πολλές να φέρει· κάλιο το ᾽χω
της αθάνατης Αυγής πια να μη δω
το γλυκό το φως ποτέ, παρά ν᾽ αφήσω
ένα νέο απ᾽ τους δικούς μου
να προσβάλεις άθελά του· πριν, θα δείξω
των χεριών μου εγώ τη δύναμη· ο θεός
πια θα κρίνει τί θα γίνει παραπέρα.»

Είπε ο Θησέας, ο δεινός [επωδ. α]
κονταρομάχος, κι οι ναύτες ξαφνιάστηκαν
για το περήφανο που έδειχνε θάρρος.
50Χόλιασε του Ήλιου ο γαμπρός, και μια σκέψη βαθιά και πρωτάκουστη
έβαλε αμέσως στο νου:
«Μεγαλοδύναμε Δία και πατέρα μας,
δέηση σου κάνω θερμή·
αν μ᾽ έχεις γιο σου στ᾽ αλήθεια απ᾽ του Φοίνικα
την κρουσταλλόκορφη κόρη,
στείλε ολοφάνερο αμέσως σημάδι
φλογομαλλούσα αστραπή· κι αν εσύ αληθινά,
που η Τροιζηνιώτισσα σ᾽ έκαμε η Αίθρα, Θησέα,
τον Ποσειδώνα έχεις κύρη σου
τον κοσμοσείστη, μπρος, ρίξου στη θάλασσα,
μες στο παλάτι του,
60και το χρυσό δαχτυλίδι μου αυτό, που στολίζει το χέρι μου,
φέρ᾽ το απ᾽ τα βάθη ξανά.
Κι έτσι θα δεις
αν ο τρανός γιος του Κρόνου μ᾽ ακούει, σαν του κάνω μια δέηση,
που όλα τα ορίζει, κι αυτός κυβερνά τη βροντή.»

ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ III


Καράβι γαλοζόπλωρο [στρ. α]
με τον πολύν Θησέα
και δυο φορές επτά παιδιά
κρητικό σκίζει πέλαγος
και στα πανιά τα ωραία
στέλλει η Αθηνά πρύμο βοριά.
Μα την καρδιά του Μίνωος
οι πόθοι την κεντούσαν,
10της Αφροδίτης τα κακά,
και τάνυσε το χέρι του
σε μια μαυροματούσαν
κι έπιασε μάγουλα λευκά.
Κι εφώναξε η Ερίβοια
του Κέκροπος το εγγόνι
που εφόρει θώρακα γιερό.
Είδ᾽ ο Θησέας· το βλέμμα του
γυρίζει και στυλώνει
κάτω απ᾽ τα φρύδια φλογερό.
Κι έγγιξε το φιλότιμο
κι η λύπη την καρδιά του
20και «Του Διός —είπε— γιε,
σκοπό δεν έχεις τίμιο
πια μες στον νου σου· κάτου
το βαρύ χέρι σου, αρχηγέ!

Η Μοίρα ό,τι μας έγραψε [αντ. α]
κι η Δίκη ό,τι έχει βάλει
θεϊκό για μας στη ζυγαριά,
την τύχη θα πληρώσομε
σαν έρθει· μα συ πάλι
τη γνώμη βάστα τη βαριά.
Γιατί αν εσέ του Φοίνικος
η θυγατέρ᾽ αγόρι
30στην Ίδα σ᾽ έκαμε του Διός,
κι εμέν᾽ από θεό γέννησε
του Τροιζηνίου η κόρη·
του Ποσειδώνος είμαι γιος!
Της μάνας μου της έδωσαν
Νεράιδες κυματούσες
στη γέννα σκέπασμα λαμπρό·
θα ᾽ταν καλά, πολέμαρχε
40της Κρήτης, να κρατούσες
τον τρόπο τούτο τον χοντρό.
Γιατί αν πειράξεις άβουλα
κανένα εσύ κοράσι,
δεν θέλω πια να διω το φως.
Στην δύναμη θα δείξομε
προτού ποιός θα περάσει,
τ᾽ ακόλουθ᾽ ας τα κρίνει ο θεός!»

Τόσά ᾽πεν ο περήφανος [επωδ. α]
κι εθαύμασαν οι ξένοι
τα θάρρη του τα ζηλευτά.
50Μα κι ο γαμπρός εχόλιασε
του Ήλιου· βουλή υφαίνει
πρωτάκουστη και λέγει αυτά:
«Πατέρα παντοδύναμε,
Κρονίδη άκου μεγάλε
παιδί σου αν μ᾽ έχεις ποτέ πει,
σημάδι καλογνώριστον
από τα ουράνια βγάλε
τώρα πυρόμαλλη αστραπή.
Ει δε και σένα γέννησε
η Τροιζηνία αλήθεια
του Ποσειδώνος γνήσιο γιο,
60αυτό το δαχτυλίδι μου
τ᾽ ολόχρυσο απ᾽ τα βύθια
της θάλασσας φέρ᾽ το να διω!
Άφοβα στου πατέρα σου
μες στα βασίλεια βούτα
το σώμα. Και τώρα κοντά
θα μάθεις αν τα λόγια μου
κι εμέν᾽ ακούσει τούτα
ο βασιλιάς όπου βροντά».