Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ

Διθύραμβοι (2.1-2.35)


ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ II

[ΗΡΑΚΛΗΣ Ή ΔΗΙΑΝΕΙΡΑ ΕΙΣ ΔΕΛΦΟΥΣ]


. . .]ιου . ιο . . . ἐπεὶ [στρ.]
ὁλκ]άδ᾽ ἔπεμψε̣ν ἐμοὶ χρυσέαν
Πιερ]ίαθεν ἐ[ΰθ]ρονος [Ο]ὐρανία,
πολυφ]άτων γέμουσαν ὕμνων
5 . . . . .]νειτις ἐπ᾽ ἀνθεμόεντι Ἕβρῳ
. . . . . ἀ]γάλλεται ἢ δολιχαύχενι κύ[κνῳ
. . . . .]δεϊαν φρένα τερπόμενος
. . . . . .]δ᾽ ἵκῃ παιηόνων
ἄνθεα πεδοιχνεῖν,
10 Πύθι᾽ Ἄπολλον,
τόσα χοροὶ Δελφῶν
σὸν κελάδησαν παρ᾽ ἀγακλέα ναόν,

πρίν γε κλέομεν λιπεῖν [αντ.]
Οἰχαλίαν πυρὶ δαπτομέναν
15 Ἀμφιτρυωνιάδαν θρασυμηδέα φῶ-
θ᾽, ἵκετο δ᾽ ἀμφικύμον᾽ ἀκτάν·
ἔνθ᾽ ἀπὸ λαΐδος εὐρυνεφεῖ Κηναίῳ
Ζηνὶ θύεν βαρυαχέας ἐννέα ταύρους
δύο τ᾽ ὀρσιάλῳ δαμασίχθονι μέ[λ-
20λε κόρᾳ τ᾽ ὀβριμοδερκεῖ ἄζυγα
παρθένῳ Ἀθάνᾳ
ὑψικέραν βοῦν.
τότ᾽ ἄμαχος δαίμων
Δαϊανείρᾳ πολύδακρυν ὕφα[νε

25 μῆτιν ἐπίφρον᾽ ἐπεὶ [επωδ.]
πύθετ᾽ ἀγγελίαν ταλαπενθέα,
Ἰόλαν ὅτι λευκώλενον
Διὸς υἱὸς ἀταρβομάχας
ἄλοχον λιπαρὸ[ν] ποτὶ δόμον πέμ[π]οι.
30 ἆ δύσμορος, ἆ τάλ[αι]ν᾽, οἷον ἐμήσατ[ο·
φθόνος εὐρυβίας νιν ἀπώλεσεν,
δνόφεόν τε κάλυμμα τῶν
ὕστερον ἐχομένων,
ὅτ᾽ ἐπὶ ῥοδόεντι Λυκόρμᾳ
35 δέξατο Νέσσου πάρα δαιμόνιον τέρ[ας.


ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ II

ΗΡΑΚΛΗΣ, ΙΟΛΗ ΚΑΙ ΔΙΗΑΝΕΙΡΑ


Κι αν η ομορφόθρονη Μούσα Ουρανία [στρ.]
απ᾽ την Πιερία χρυσό
ένα πλεούμενο μου ᾽στειλε τώρα
έξοχους ύμνους γεμάτο,
όμως για σένανε, Πύθιε Απόλλωνα,
ύμνο δεν πρέπει να πω, δεν είν᾽ ώρα· γιατί
ή τη χαρά θα σου δίνει, θεέ, το κυνήγι αγριμιών
πέρα στα μέρη που ο Έβρος
ρέει ο πολύανθος ή ίσως του κύκνου,
του μακρολαίμη του κύκνου, η λαλιά, η όλη γλύκα, σ᾽ ευφραίνει.
10Ώσπου λοιπόν να ξανάρθεις, Απόλλωνα, εδώ
αναζητώντας λουλούδια παιάνων

— πόσους παιάνες για σε τραγουδούνε [αντ.]
οι χορωδίες των Δελφών
στον κοσμοξάκουστο δίπλα ναό σου!—,
ένα τραγούδι θα πούμε
για του Αμφιτρύωνα το γιο τον ατρόμητο:
Την Οιχαλία μες στις φλόγες παράτησε αυτός
και στ᾽ ακρογιάλι κατέβηκε, ταύρους βαρύηχους εννιά
για να προσφέρει απ᾽ το κούρσος
στον πυκνοσύννεφο Δία τον Κηναίο,
δυο στο θεό που δαμάζει τη γη και το πέλαο ταράζει,
20και στην παρθέν᾽ Αθηνά, που ᾽χει αψιές τις ματιές,
άζευτη ακόμα ορθοκέρα δαμάλα.

Τότε μια ακαταμάχητη [επωδ.]
θεότητα ύφανε βουλή,
βαθιά βουλή, δακρύων πηγή,
μες της Δηιάνειρας το νου,
σαν έμαθε το θλιβερό
μαντάτο πως του Δία ο γιος, ο ατρόμητος στη μάχη,
την Ιόλη τη χιονόκορφη
για ταίρι του μες στο λαμπρό θα ᾽στελνε σπίτι. Οϊμένα,
τέτοια βουλή μέσα στο νου
30της άμοιρης, της δύστυχης!
Ζήλεια βαριά την έφαγε, και το σκουτί
που τα μελλούμενα έκρυβε μες στο σκοτάδι, απ᾽ τη στιγμή
που ολέθριο δώρο μαγικό
από το Νέσσο δέχτηκε
πλάι στου Λυκόρμα τα νερά, που είναι ζωσμένος ρόδα.