Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΠΤΑ ΣΟΦΟΙ: ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον (Ἠθικὰ 146b-164d) (159e-160c)


Ἀλλ᾽ οἴεται δεῖν τροφὴν εἶναι Κλεόδωρος, ὅπως τράπεζαι καὶ κρατῆρες ὦσι καὶ Δήμητρι καὶ Κόρῃ θυσίαι. ἕτερος δέ τις ἀξιούτω μάχας εἶναι καὶ πόλεμον, ἵνα καὶ τείχη καὶ νεωσοίκους καὶ [159f] ὁπλοθήκας ἔχωμεν καὶ θύωμεν ἑκατομφόνια, καθάπερ φασὶ νόμον εἶναι Μεσσηνίοις. ἄλλον δὲ πρὸς τὴν ὑγίειαν οἶμαι χαλεπαίνειν· δεινὸν γὰρ εἰ μηδενὸς νοσοῦντος οὐ στρωμνῆς ἔτι μαλακῆς ὄφελος οὐ κλίνης, οὐκ Ἀσκληπιῷ θύσομεν οὐκ ἀποτροπαίοις, ἰατρικὴ δὲ μετ᾽ ὀργάνων καὶ φαρμάκων ἀποκείσεται τοσούτων ἀκλεὴς καὶ ἀπόθεστος. ἢ τί ταῦτ᾽ ἐκείνων διαφέρει; καὶ γὰρ ἡ τροφὴ λιμοῦ φάρμακον προσάγεται, καὶ θεραπεύειν ἑαυτοὺς λέγονται [160a] πάντες οἱ τρεφόμενοι δίαιταν, οὐχ ὡς ἡδύ τι καὶ κεχαρισμένον ἀλλ᾽ ὡς ἀναγκαῖον τοῦτο τῇ φύσει πράττοντες. ἐπεὶ λύπας γε πλείονας ἔστιν ἀπὸ τῆς τροφῆς τῶν ἡδονῶν γιγνομένας καταριθμῆσαι, μᾶλλον δ᾽ ἡ μὲν ἡδονὴ καὶ τόπον ἔχει βραχὺν ἐν τῷ σώματι καὶ χρόνον οὐ πολύν· ἡ δὲ περὶ τὴν διοίκησιν αὐτῆς ἀσχολία καὶ δυσχέρεια τί δεῖ λέγειν ὅσων αἰσχρῶν καὶ ὀδυνηρῶν ἡμᾶς ἐμπίπλησιν; οἶμαι γὰρ εἰς τοσαῦτα βλέψαντα τὸν Ὅμηρον ἀποδείξει κεχρῆσθαι περὶ θεῶν τοῦ μὴ ἀποθνῄσκειν τῷ μὴ τρέφεσθαι
οὐ γὰρ σῖτον ἔδουσ᾽, οὐ πίνουσ᾽ αἴθοπα οἶνον·
τοὔνεκ᾽ ἀναίμονές εἰσι καὶ ἀθάνατοι καλέονται,
[160b] ὡς μὴ μόνον τοῦ ζῆν ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀποθνῄσκειν τὴν τροφὴν ἐφόδιον οὖσαν. ἐκ ταύτης γὰρ αἱ νόσοι, συντρεφόμεναι τοῖς σώμασιν οὐκ ἔλαττον ἐνδείας κακὸν ἔχουσι τὴν πλήρωσιν· πολλάκις δὲ καὶ μεῖζόν ἐστιν ἔργον τοῦ πορίσαι τροφὴν καὶ συναγαγεῖν τὸ καταναλῶσαι καὶ διαφορῆσαι πάλιν εἰς τὸ σῶμα παραγενομένην. ἀλλ᾽ ὥσπερ ἂν διαποροῖεν αἱ Δαναΐδες τίνα βίον βιώσονται καὶ τί πράξουσιν ἀπαλλαγεῖσαι τῆς περὶ τὸν πίθον λατρείας καὶ πληρώσεως, οὕτω διαποροῦμεν ἡμεῖς, [160c] εἰ γένοιτο παύσασθαι φοροῦντας εἰς τὴν σάρκα τὴν ἄτρυτον ἐκ γῆς ἅμα καὶ θαλάττης τοσαῦτα, τί πράξομεν ἀπειρίᾳ τῶν καλῶν τὸν ἐπὶ τοῖς ἀναγκαίοις στέργοντες βίον. ὥσπερ οὖν οἱ δουλεύσαντες, ὅταν ἐλευθερωθῶσιν, ἃ πάλαι τοῖς δεσπόταις ἔπραττον ὑπηρετοῦντες, ταῦτα πράττουσιν αὑτοῖς καὶ δι᾽ αὑτούς, οὕτως ἡ ψυχὴ νῦν μὲν τρέφει τὸ σῶμα πολλοῖς πόνοις καὶ ἀσχολίαις, εἰ δ᾽ ἀπαλλαγείη τῆς λατρείας, αὑτὴν δήπουθεν ἐλευθέραν γενομένην θρέψει καὶ βιώσεται, εἰς αὑτὴν ὁρῶσα καὶ τὴν ἀλήθειαν, οὐδενὸς περισπῶντος οὐδ᾽ ἀπάγοντος.»
Τὰ μὲν οὖν ῥηθέντα περὶ τροφῆς, ὦ Νίκαρχε, ταῦτ᾽ ἦν.


Και όμως ο Κλεόδωρος πιστεύει ότι πρέπει να υπάρχει τροφή, για να υπάρχουν τραπέζια και κρατήρες, και θυσίες στη Δήμητρα και στην Κόρη. Έτσι όμως κάποιος άλλος θα μπορούσε να το θεωρεί σωστό να υπάρχουν μάχες και πόλεμος, για να έχουμε τείχη, ναυπηγεία και [159f] αποθήκες όπλων και για να προσφέρουμε θυσίες για τον φόνο εκατό εχθρών, όπως λένε ότι είναι η συνήθεια των Μεσσηνίων. Άλλος πάλι φαντάζομαι ότι θα τα βάζει με την υγεία· γιατί θα είναι πράγματι, φοβερό, αν δεν θα υπάρχει πια κανένας άρρωστος: δεν θα έχει τότε καμιά αξία το μαλακό στρώμα ή το κρεβάτι, ούτε θα προσφέρουμε θυσίες στον Ασκληπιό ή στους θεούς που διώχνουν τα κακά· και η ιατρική, με τα τόσα εργαλεία της και τα τόσα φάρμακά της, θα μπει στην άκρη άδοξη και καταφρονεμένη. Σε τί δηλαδή διαφέρουν όλα αυτά από εκείνα; Πραγματικά, η τροφή δίνεται ως φάρμακο για την πείνα, και όλοι όσοι τρέφονται με ορισμένους κανόνες λέμε [160a] ότι ακολουθούν μια θεραπεία, και ότι αυτό δεν το κάνουν ως κάτι το ηδονικό και ευχάριστο, αλλά ως ανάγκη που επιβάλλεται από τη φύση. Μπορεί, πράγματι, κανείς να απαριθμήσει περισσότερες λύπες που έχουν την αρχή τους στην τροφή, παρά ηδονές· ή για να το πω καλύτερα, η ηδονή κατέχει στο σώμα μας και τόπο μικρό και διάρκεια όχι μεγάλη, ενώ το βάρος και οι δυσκολίες που συνεπάγεται η διαδικασία της χώνευσης τί ανάγκη να πω με πόσες ντροπές και πόσους πόνους μάς γεμίζει; Σ᾽ αυτών τον μεγάλο αριθμό έχοντας στραμμένο το βλέμμα του ο Όμηρος νομίζω ότι έφερε ως απόδειξη για το ότι οι θεοί δεν πεθαίνουν το ότι δεν τρέφονται:
Ψωμί δεν τρων αυτοί, ούτε και πίνουν αστραφτερό κρασί·
γι᾽ αυτό δεν έχουν αίμα μέσα τους κι αθάνατους τους λένε,
[160b] θέλοντας να πει πως η τροφή συντελεί όχι μόνο στη ζωή, αλλά και στον θάνατο. Γιατί, μαζί με τα σώματα, από αυτήν τρέφονται και οι αρρώστιες, βρίσκοντας στην πλήρωση ένα κακό όχι μικρότερο από αυτό που προκαλεί η έλλειψη· και δεν είναι καθόλου λίγες οι φορές που η αφομοίωση της τροφής —από τη στιγμή που έχει εισαχθεί στο σώμα— και ύστερα η κατανομή της είναι πιο δύσκολο πράγμα από την εξασφάλιση και τη συγκέντρωσή της. Αλλά όπως οι Δαναΐδες θα βρίσκονταν σε αμηχανία πώς να ζήσουν και τί να κάνουν, αν γλίτωναν από την αγγαρεία τους για το γέμισμα του πιθαριού, έτσι ακριβώς κι εμείς, [160c] αν γινόταν να σταματήσουμε να φέρνουμε στην ακόρεστη σάρκα μας το πλήθος των προϊόντων που παράγει η στεριά και η θάλασσα, θα βρισκόμασταν σε αμηχανία τί να κάνουμε, και μη έχοντας ιδέα από τα ωραία πράγματα, θα μέναμε ικανοποιημένοι με μια ζωή προσκολλημένη στις καθημερινές ανάγκες. Όπως λοιπόν αυτοί που υπήρξαν δούλοι, εξακολουθούν, όταν ελευθερωθούν, να κάνουν για τον εαυτό τους και για δικό τους λογαριασμό όσα έκαναν παλιότερα υπηρετώντας τα αφεντικά τους, έτσι και η ψυχή τρέφει προς το παρόν το σώμα με πολλούς κόπους και πολλές φροντίδες, αν όμως απαλλαγεί από αυτήν την αγγαρεία, θα θρέψει, φυσικά, τον εαυτό της —ελεύθερον πια— και θα ζήσει έχοντας την προσοχή της στραμμένη στον εαυτό της και στην αλήθεια, χωρίς τίποτε να την περισπά και να την βγάζει από το δρόμο της».
Αυτά λοιπόν, Νίκαρχε, όσα λέχθηκαν για την τροφή.