Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΠΤΑ ΣΟΦΟΙ: ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον (Ἠθικὰ 146b-164d) (159b-159e)


[159b] [16] «Πάνυ μὲν οὖν,» ἔφη ὁ Σόλων, «μὴ καὶ τῶν Αἰγυπτίων ἀκριτώτεροι φανῶμεν, οἳ τὸν νεκρὸν ἀνατέμνοντες ἔδειξαν τῷ ἡλίῳ, εἶτ᾽ αὐτὰ μὲν εἰς τὸν ποταμὸν κατέβαλον, τοῦ δ᾽ ἄλλου σώματος ὡς ἤδη καθαροῦ γεγονότος ἐπιμέλονται. τῷ γὰρ ὄντι τοῦτ᾽ ἐστὶ τὸ μίασμα τῆς σαρκὸς ἡμῶν καὶ ὁ τάρταρος ὡς ἐν Ἅιδου, δεινῶν τινων ῥευμάτων καὶ πνεύματος ὁμοῦ καὶ πυρὸς συμπεφυρμένου καὶ νεκρῶν περίπλεως. ζῶν γὰρ οὐδεὶς ἀπ᾽ οὐδενὸς τρέφεται ζῶντος, ἀλλὰ θανατοῦντες τὰ ἔμψυχα, καὶ τὰ φυόμενα, τῷ τρέφεσθαι καὶ αὔξεσθαι μετέχοντα τοῦ ζῆν, ἀπολλύντες ἀδικοῦμεν. [159c] ἀπόλλυται γὰρ ἐξ οὗ πέφυκε τὸ μεταβάλλον εἰς ἄλλο, καὶ πᾶσαν φθείρεται φθοράν, ὅπως ἂν θατέρου τροφὴ γένοιτο. τὸ δ᾽ ἀπέχεσθαι σαρκῶν ἐδωδῆς, ὥσπερ Ὀρφέα τὸν παλαιὸν ἱστοροῦσι, σόφισμα μᾶλλον ἢ φυγὴ τῶν περὶ τὴν τροφὴν ἀδικημάτων ἐστί. φυγὴ δὲ μία καὶ καθαρμὸς εἰς δικαιοσύνην τέλειος αὐτάρκη καὶ ἀπροσδεᾶ γενέσθαι. ᾧ δ᾽ ἄνευ κακώσεως ἑτέρου τὴν αὑτοῦ σωτηρίαν ἀμήχανον ὁ θεὸς πεποίηκε, τούτῳ τὴν φύσιν ἀρχὴν ἀδικίας προστέθεικεν. ἆρ᾽ οὖν οὐκ ἄξιον, ὦ φίλε, συνεκτεμεῖν ἀδικίᾳ κοιλίαν καὶ στόμαχον καὶ ἧπαρ, ἃ καλοῦ μὲν οὐδενὸς αἴσθησιν [159d] ἡμῖν οὐδ᾽ ὄρεξιν ἐνδίδωσι, σκεύεσι δὲ μαγειρικοῖς, οἷα κοπίδες καὶ λέβητες, τὰ δὲ μυλωθρικοῖς καὶ καμίνοις καὶ φυραμούχοις καὶ μακτηρίοις ἔοικεν; ἀτεχνῶς δὲ τῶν πολλῶν ἴδοι τις ἂν ὥσπερ ἐν μυλῶνι τῷ σώματι τὴν ψυχὴν ἐγκεκαλυμμένην ἀεὶ περὶ τὴν τῆς τροφῆς χρείαν κυκλοῦσαν, ὥσπερ ἀμέλει καὶ ἡμεῖς ἄρτι μὲν οὔθ᾽ ἑωρῶμεν ἀλλήλους οὔτ᾽ ἠκούομεν, ἀλλ᾽ ἕκαστος ἐγκεκυφὼς ἐδούλευε τῇ περὶ τὴν τροφὴν χρείᾳ. νυνὶ δ᾽ ἐπαρθεισῶν τῶν τραπεζῶν ἐλεύθεροι γεγονότες ὡς ὁρᾷς, ἐστεφανωμένοι περὶ λόγους διατρίβομεν καὶ ἀλλήλοις σύνεσμεν [159e] καὶ σχολὴν ἄγομεν, εἰς τὸ μὴ δεῖσθαι τροφῆς ἐληλυθότες. ἆρ᾽ οὖν, ἄνπερ ἡ νῦν οὖσα περὶ ἡμᾶς ἕξις ἄπαυστος διαμένῃ παρὰ πάντα τὸν βίον, οὐκ ἀεὶ σχολὴν ἕξομεν ἀλλήλοις συνεῖναι, μὴ δεδιότες πενίαν μηδ᾽ εἰδότες πλοῦτον; ὁ γὰρ τῶν περιττῶν ζῆλος εὐθὺς ἀκολουθεῖ καὶ συνοικίζεται τῇ χρείᾳ τῶν ἀναγκαίων.


[159b] [16] «Βεβαιότατα», είπε ο Σόλωνας, «μήπως και φανούμε πιο άκριτοι από τους Αιγυπτίους, οι οποίοι, ανατέμνοντας τον νεκρό, τον εκθέτουν πρώτα στον ήλιο, ύστερα πετούν στο ποτάμι αυτά τα μέρη του σώματος, και περιποιούνται το υπόλοιπο σώμα, πιστεύοντας πως αυτό έχει γίνει πια καθαρό. Γιατί πραγματικά αυτό είναι το μίασμα της σάρκας μας και ο τάρταρος του σώματός μας, που, σαν τον Τάρταρο του Άδη, είναι γεμάτος από τρομερά ρεύματα, από αέρα ανακατεμένο με φωτιά, και από πτώματα. Γιατί ζωντανός ο άνθρωπος δεν τρέφεται από τίποτε ζωντανό, αλλά θανατώνοντας τα έμψυχα και καταστρέφοντας τα φυτά, που και αυτά έχουν ζωή (αφού τρέφονται και μεγαλώνουν), διαπράττουμε αδικία. [159c] Γιατί καθετί που αλλάζει από αυτό που ήταν εκ φύσεως σε κάτι άλλο, καταστρέφεται και παθαίνει κάθε είδους φθορά, ώστε να γίνει τροφή κάποιου άλλου. Η αποχή από την κρεοφαγία (κάτι που το λένε για τον παλαιό Ορφέα) είναι μια σοφιστεία μάλλον παρά ένας τρόπος αποφυγής των σχετικών με την τροφή αδικημάτων. Γιατί η μόνη αποφυγή και ο τέλειος καθαρμός —ενσχέσει με τη δικαιοσύνη— είναι το να είναι κανείς αυτάρκης και να μην έχει ανάγκη από τίποτε. Σε όποιον όμως ο θεός έκανε αδύνατη τη διατήρηση στη ζωή δίχως την κάκωση κάποιου άλλου, σ᾽ αυτόν πρόσθεσε ως αρχή της αδικίας τη φύση που του χάρισε. Δεν θα ήταν λοιπόν σωστό, φίλε μου, να κόψουμε μαζί με την αδικία και να πετάξουμε κοιλιά, στομάχι και συκώτι, που δεν μας προσφέρουν ούτε την αίσθηση [159d] ούτε την επιθυμία για κάτι καλό και ωραίο, μόνο μοιάζουν με μαγειρικά σκεύη, όπως είναι τα κρεατομάχαιρα και οι χύτρες, ενώ άλλα θυμίζουν εργαλεία μυλωνάδων και φρεατωρύχων, καμίνια και ζυμωτήρια; Πραγματικά, μπορεί κανείς να δει ότι η ψυχή πολλών ανθρώπων μένει κρυμμένη μέσα στο σώμα σαν μέσα σε ένα μύλο και περιστρέφεται αδιάκοπα γύρω από την ανάγκη της τροφής, όπως ακριβώς κι εμείς πριν από λίγο ούτε βλέπαμε ούτε ακούγαμε ο ένας τον άλλον, αλλά ο καθένας μας με σκυμμένο το κεφάλι ήταν υποδουλωμένος στην ανάγκη της τροφής. Τώρα όμως που σηκώθηκαν τα τραπέζια, είμαστε πια ελεύθεροι, όπως βλέπεις, και στεφανωμένοι περνούμε την ώρα μας συζητώντας, χαιρόμαστε ο ένας τη συντροφιά του άλλου [159e] έχοντας ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μας, επειδή φτάσαμε στο σημείο να μην έχουμε ανάγκη τροφής. Αν, επομένως, η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε τώρα παραμείνει έτσι σε ολόκληρη τη ζωή μας, δεν θα έχουμε πάντοτε τον καιρό να κάνουμε συντροφιά ο ένας στον άλλον, δίχως τον φόβο της φτώχειας και δίχως να ξέρουμε τί είναι ο πλούτος; Γιατί η λαχτάρα των περιττών πραγμάτων ακολουθεί αμέσως από πίσω και συνδέεται με την ανάγκη και τη χρήση των απαραιτήτων.