Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΠΤΑ ΣΟΦΟΙ: ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ

Βίοι Φιλοσόφων 1.22-122 (1.101-1.103)

ΑΝΑΧΑΡΣΙΣ


[1.101] Ἀνάχαρσις ὁ Σκύθης Γνούρου μὲν ἦν υἱός, ἀδελφὸς δὲ Καδουίδα τοῦ Σκυθῶν βασιλέως, μητρὸς δὲ Ἑλληνίδος· διὸ καὶ δίγλωττος ἦν. οὗτος ἐποίησε τῶν τε παρὰ τοῖς Σκύθαις νομίμων καὶ τῶν παρὰ τοῖς Ἕλλησιν εἰς εὐτέλειαν βίου καὶ τὰ κατὰ πόλεμον ἔπη ὀκτακόσια. παρέσχε δὲ καὶ ἀφορμὴν παροιμίας διὰ τὸ παρρησιαστὴς εἶναι, τὴν ἀπὸ Σκυθῶν ῥῆσιν.
Λέγει δὲ αὐτὸν Σωσικράτης ἐλθεῖν εἰς Ἀθήνας κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴν ἑβδόμην Ὀλυμπιάδα ἐπὶ ἄρχοντος Εὐκράτους. Ἕρμιππος δὲ πρὸς τὴν Σόλωνος οἰκίαν ἀφικόμενον τῶν θεραπόντων τινὶ κελεῦσαι μηνῦσαι ὅτι παρείη πρὸς αὐτὸν Ἀνάχαρσις καὶ βούλοιτο αὐτὸν θεάσασθαι, ξένος τε, εἰ οἷόν τε, γενέσθαι. [1.102] καὶ ὁ θεράπων εἰσαγγείλας ἐκελεύσθη ὑπὸ τοῦ Σόλωνος εἰπεῖν αὐτῷ, ὅτιπερ ἐν ταῖς ἰδίαις πατρίσι ξένους ποιοῦνται. ἔνθεν ὁ Ἀνάχαρσις ἑλὼν ἔφη νῦν αὐτὸν ἐν τῇ πατρίδι εἶναι καὶ προσήκειν αὐτῷ ξένους ποιεῖσθαι. ὁ δὲ καταπλαγεὶς τὴν ἑτοιμότητα εἰσέφρησεν αὐτὸν καὶ μέγιστον φίλον ἐποιήσατο.
Μετὰ χρόνον δὲ παραγενόμενος εἰς τὴν Σκυθίαν καὶ δοκῶν τὰ νόμιμα παραλύειν τῆς πατρίδος πολὺς ὢν ἐν τῷ ἑλληνίζειν, τοξευθεὶς ἐν κυνηγεσίῳ πρὸς τἀδελφοῦ τελευτᾷ, εἰπὼν διὰ μὲν τὸν λόγον ἐκ τῆς Ἑλλάδος σωθῆναι, διὰ δὲ τὸν φθόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ ἀπολέσθαι. ἔνιοι δὲ τελετὰς Ἑλληνικὰς ἐπιτελοῦντα διαχρησθῆναι.
Καὶ ἔστιν ἡμῶν εἰς αὐτόν·
[1.103] ἐς Σκυθίην Ἀνάχαρσις ὅτ᾽ ἤλυθε, πολλὰ πλανηθεὶς
πάντας ἔπειθε βιοῦν ἤθεσιν Ἑλλαδικοῖς.
τὸν δ᾽ ἔτι μῦθον ἄκραντον ἐνὶ στομάτεσσιν ἔχοντα
πτηνὸς ἐς ἀθανάτους ἥρπασεν ὦκα δόναξ.
Οὗτος τὴν ἄμπελον εἶπε τρεῖς φέρειν βότρυς· τὸν πρῶτον ἡδονῆς· τὸν δεύτερον μέθης· τὸν τρίτον ἀηδίας. θαυμάζειν δὲ ἔφη πῶς παρὰ τοῖς Ἕλλησιν ἀγωνίζονται μὲν οἱ τεχνῖται, κρίνουσι δὲ οἱ μὴ τεχνῖται. ἐρωτηθεὶς πῶς οὐκ ἂν γένοιτό τις φιλοπότης, «εἰ πρὸ ὀφθαλμῶν,» εἶπεν, «ἔχοι τὰς τῶν μεθυόντων ἀσχημοσύνας.» θαυμάζειν τε ἔλεγε πῶς οἱ Ἕλληνες νομοθετοῦντες κατὰ τῶν ὑβριζόντων, τοὺς ἀθλητὰς τιμῶσιν ἐπὶ τῷ τύπτειν ἀλλήλους. μαθὼν τέτταρας δακτύλους εἶναι τὸ πάχος τῆς νεώς, τοσοῦτον ἔφη τοῦ θανάτου τοὺς πλέοντας ἀπέχειν.

ΑΝΑΧΑΡΣΗΣ


[1.101] Ο Σκύθης Ανάχαρσης ήταν γιος του Γνούρου και αδερφός του βασιλιά της Σκυθίας Καδουίδα. Η μητέρα του ήταν Ελληνίδα· γι᾽ αυτό και μιλούσε και τις δύο γλώσσες. Έγραψε ένα ποίημα οκτακοσίων στίχων για τις συνήθειες των Σκυθών και των Ελλήνων σχετικά με την απλότητα της ζωής και τον πόλεμο. Με την παρρησία και τον καθαρό του λόγο έκανε να γεννηθεί η παροιμιακή έκφραση «Σκυθικός λόγος».
Ο Σωσικράτης λέει ότι ο Ανάχαρσης πήγε στην Αθήνα κατά την 47η Ολυμπιάδα, όταν άρχοντας ήταν ο Ευκράτης. Ο Έρμιππος διηγείται ότι, όταν πήγε στο σπίτι του Σόλωνα, παρακάλεσε έναν από τους υπηρέτες να αναγγείλει ότι ήρθε ο Ανάχαρσης και θέλει να τον δει, και αν γίνεται, να γίνει φίλος του ως φιλοξενούμενός του. [1.102] Ο υπηρέτης τα μετέφερε όλα αυτά στον Σόλωνα, και εκείνος τον διέταξε να του πει ότι οι άνθρωποι επιλέγουν τους φίλους τους από φιλοξενία μέσα στην ίδια την πατρίδα. Αρπάζοντας τα λόγια του Σόλωνα ο Ανάχαρσης είπε ότι ο ίδιος βρίσκεται τώρα στην πατρίδα του και άρα του ταιριάζει να κάνει φίλους από φιλοξενία. Έμεινε τότε ο Σόλωνας κατάπληκτος από την αμεσότατη απάντησή του, τον πήρε μέσα και τον έκανε τον καλύτερό του φίλο.
Όταν ύστερα από κάποιο διάστημα γύρισε πίσω στην πατρίδα του, επειδή έδωσε την εντύπωση —με τον ζήλο που έδειχνε για τα ελληνικά πράγματα— ότι καταλύει τα έθιμα και τις συνήθειες της πατρίδας του τοξεύθηκε στο κυνήγι από τον αδερφό του και έτσι πέθανε. Ο τελευταίος λόγος του ήταν ότι η φήμη του τον έσωσε στην Ελλάδα, ο φθόνος όμως τον σκότωσε στην πατρίδα του. Κάποιοι λένε ότι τον σκότωσαν τη στιγμή που έκανε ελληνικές τελετουργίες.
Γι᾽ αυτόν υπάρχει το εξής δικό μου επίγραμμα:
[1.103] Στη Σκυθία σαν γύρισε ο Ανάχαρσης απ᾽ τα πολλά ταξίδια,
όλον τον κόσμο πρότρεπε να ζει ελληνικά.
Ατέλειωτο τον είχε ακόμη στο στόμα του τον λόγο
και μια σαΐτα φτερωτή τον άρπαξε ευθύς ψηλά.
Είπε ότι το αμπέλι παράγει τριών ειδών τσαμπιά: το πρώτο της ηδονής, το δεύτερο της μέθης, το τρίτο της αηδίας. Εξέφραζε την απορία του πώς γίνεται στους αγώνες να παίρνουν μέρος στην Ελλάδα οι ειδικοί, την κρίση όμως να την κάνουν οι μη ειδικοί. Όταν τον ρώτησαν με ποιόν τρόπο θα μπορούσε κανείς να μη γίνει πότης, είπε: «Αν έχει μπροστά στα μάτια του τις ασχήμιες των μεθυσμένων». Απορούσε επίσης πώς οι Έλληνες κάνουν νόμους εναντίον της βίας, τιμούν όμως τους αθλητές που χτυπούν ο ένας τον άλλον. Όταν διαπίστωσε ότι το πάχος ενός πλοίου είναι τέσσερα δάχτυλα, τόση, είπε, είναι και η απόσταση των επιβατών του από τον θάνατο.