Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ

Πανηγυρικός (4) (150-159)

[150] Καὶ τούτων οὐδὲν ἀλόγως γέγονεν, ἀλλὰ πάντ᾽ εἰκότως ἀποβέβηκεν· οὐ γὰρ οἷόν τε τοὺς οὕτω τρεφομένους καὶ πολιτευομένους οὔτε τῆς ἄλλης ἀρετῆς μετέχειν οὔτ᾽ ἐν ταῖς μάχαις τρόπαιον ἱστάναι τῶν πολεμίων. πῶς γὰρ ἐν τοῖς ἐκείνων ἐπιτηδεύμασιν ἐγγενέσθαι δύναιτ᾽ ἂν ἢ στρατηγὸς δεινὸς ἢ στρατιώτης ἀγαθός, ὧν τὸ μὲν πλεῖστόν ἐστιν ὄχλος ἄτακτος καὶ κινδύνων ἄπειρος, πρὸς μὲν τὸν πόλεμον ἐκλελυμένος, πρὸς δὲ τὴν δουλείαν ἄμεινον τῶν παρ᾽ ἡμῖν οἰκετῶν πεπαιδευμένος; [151] οἱ δ᾽ ἐν ταῖς μεγίσταις δόξαις ὄντες αὐτῶν ὁμαλῶς μὲν οὐδὲ κοινῶς οὐδὲ πολιτικῶς οὐδεπώποτ᾽ ἐβίωσαν, ἅπαντα δὲ τὸν χρόνον διάγουσιν εἰς μὲν τοὺς ὑβρίζοντες, τοῖς δὲ δουλεύοντες, ὡς ἂν ἄνθρωποι μάλιστα τὰς φύσεις διαφθαρεῖεν, καὶ τὰ μὲν σώματα διὰ τοὺς πλούτους τρυφῶντες, τὰς δὲ ψυχὰς διὰ τὰς μοναρχίας ταπεινὰς καὶ περιδεεῖς ἔχοντες, ἐξεταζόμενοι πρὸς αὐτοῖς τοῖς βασιλείοις καὶ προκαλινδούμενοι καὶ πάντα τρόπον μικρὸν φρονεῖν μελετῶντες, θνητὸν μὲν ἄνδρα προσκυνοῦντες καὶ δαίμονα προσαγορεύοντες, τῶν δὲ θεῶν μᾶλλον ἢ τῶν ἀνθρώπων ὀλιγωροῦντες. [152] τοιγαροῦν οἱ καταβαίνοντες αὐτῶν ἐπὶ θάλατταν, οὓς καλοῦσιν σατράπας, οὐ καταισχύνουσιν τὴν ἐκεῖ παίδευσιν, ἀλλ᾽ ἐν τοῖς ἤθεσι τοῖς αὐτοῖς διαμένουσιν, πρὸς μὲν τοὺς φίλους ἀπίστως, πρὸς δὲ τοὺς ἐχθροὺς ἀνάνδρως ἔχοντες, καὶ τὰ μὲν ταπεινῶς, τὰ δ᾽ ὑπερηφάνως ζῶντες, τῶν μὲν συμμάχων καταφρονοῦντες, τοὺς δὲ πολεμίους θεραπεύοντες. [153] τὴν μέν γε μετ᾽ Ἀγησιλάου στρατιὰν ὀκτὼ μῆνας ταῖς αὑτῶν δαπάναις διέθρεψαν, τοὺς δ᾽ ὑπὲρ αὑτῶν κινδυνεύοντας ἑτέρου τοσούτου χρόνου τὸν μισθὸν ἀπεστέρησαν· καὶ τοῖς μὲν Κισθήνην καταλαβοῦσιν ἑκατὸν τάλαντα διένειμαν, τοὺς δὲ μεθ᾽ αὑτῶν εἰς Κύπρον στρατευσαμένους μᾶλλον ἢ τοὺς αἰχμαλώτους ὕβριζον. [154] ὡς δ᾽ ἁπλῶς εἰπεῖν καὶ μὴ καθ᾽ ἓν ἕκαστον, ἀλλ᾽ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, τίς ἢ τῶν πολεμησάντων αὐτοῖς οὐκ εὐδαιμονήσας ἀπῆλθεν, ἢ τῶν ὑπ᾽ ἐκείνοις γενομένων οὐκ αἰκισθεὶς τὸν βίον ἐτελεύτησεν; οὐ Κόνωνα μὲν ὃς ὑπὲρ τῆς Ἀσίας στρατηγήσας τὴν ἀρχὴν τὴν Λακεδαιμονίων κατέλυσεν, ἐπὶ θανάτῳ συλλαβεῖν ἐτόλμησαν, Θεμιστοκλέα δ᾽ ὃς ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος αὐτοὺς κατεναυμάχησε, τῶν μεγίστων δωρεῶν ἠξίωσαν; [155] καίτοι πῶς χρὴ τὴν τούτων φιλίαν ἀγαπᾶν, οἳ τοὺς μὲν εὐεργέτας τιμωροῦνται, τοὺς δὲ κακῶς ποιοῦντας οὕτως ἐπιφανῶς κολακεύουσιν; περὶ τίνας δ᾽ ἡμῶν οὐκ ἐξημαρτήκασιν; ποῖον δὲ χρόνον διαλελοίπασιν ἐπιβουλεύοντες τοῖς Ἕλλησιν; τί δ᾽ οὐκ ἐχθρὸν αὐτοῖς ἐστὶν τῶν παρ᾽ ἡμῖν, οἳ καὶ τὰ τῶν θεῶν ἕδη καὶ τοὺς νεὼς συλᾶν ἐν τῷ προτέρῳ πολέμῳ καὶ κατακάειν ἐτόλμησαν; [156] διὸ καὶ τοὺς Ἴωνας ἄξιον ἐπαινεῖν ὅτι τῶν ἐμπρησθέντων ἱερῶν ἐπηράσαντ᾽ εἴ τινες κινήσειαν ἢ πάλιν εἰς τἀρχαῖα καταστῆσαι βουληθεῖεν, οὐκ ἀποροῦντες πόθεν ἐπισκευάσωσιν, ἀλλ᾽ ἵν᾽ ὑπόμνημα τοῖς ἐπιγιγνομένοις ᾖ τῆς τῶν βαρβάρων ἀσεβείας, καὶ μηδεὶς πιστεύῃ τοῖς τοιαῦτ᾽ εἰς τὰ τῶν θεῶν [ἕδη] ἐξαμαρτεῖν τολμῶσιν, ἀλλὰ καὶ φυλάττωνται καὶ δεδίωσιν, ὁρῶντες αὐτοὺς οὐ μόνον τοῖς σώμασιν ἡμῶν, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἀναθήμασιν πολεμήσαντας.
[157] Ἔχω δὲ καὶ περὶ τῶν πολιτῶν τῶν ἡμετέρων τοιαῦτα διελθεῖν. καὶ γὰρ οὗτοι πρὸς μὲν τοὺς ἄλλους ὅσοις πεπολεμήκασιν, ἅμα διαλλάττονται καὶ τῆς ἔχθρας τῆς γεγενημένης ἐπιλανθάνονται, τοῖς δ᾽ ἠπειρώταις οὐδ᾽ ὅταν εὖ πάσχωσιν χάριν ἴσασιν· οὕτως ἀείμνηστον τὴν ὀργὴν πρὸς αὐτοὺς ἔχουσιν. καὶ πολλῶν μὲν οἱ πατέρες ἡμῶν μηδισμοῦ θάνατον κατέγνωσαν, ἐν δὲ τοῖς συλλόγοις ἔτι καὶ νῦν ἀρὰς ποιοῦνται, πρὶν ἄλλο τι χρηματίζειν, εἴ τις ἐπικηρυκεύεται Πέρσαις τῶν πολιτῶν· Εὐμολπίδαι δὲ καὶ Κήρυκες ἐν τῇ τελετῇ τῶν μυστηρίων διὰ τὸ τούτων μῖσος καὶ τοῖς ἄλλοις βαρβάροις εἴργεσθαι τῶν ἱερῶν ὥσπερ τοῖς ἀνδροφόνοις προαγορεύουσιν. [158] οὕτω δὲ φύσει πολεμικῶς πρὸς αὐτοὺς ἔχομεν ὥστε καὶ τῶν μύθων ἥδιστα συνδιατρίβομεν τοῖς Τρωϊκοῖς καὶ Περσικοῖς, [καὶ] δι᾽ ὧν ἔστι πυνθάνεσθαι τὰς ἐκείνων συμφοράς. εὕροι δ᾽ ἄν τις ἐκ μὲν τοῦ πολέμου τοῦ πρὸς τοὺς βαρβάρους ὕμνους πεποιημένους, ἐκ δὲ τοῦ πρὸς τοὺς Ἕλληνας θρήνους ἡμῖν γεγενημένους, καὶ τοὺς μὲν ἐν ταῖς ἑορταῖς ᾀδομένους, τοὺς δ᾽ ἐπὶ ταῖς συμφοραῖς ἡμᾶς μεμνημένους. [159] οἶμαι δὲ καὶ τὴν Ὁμήρου ποίησιν μείζω λαβεῖν δόξαν ὅτι καλῶς τοὺς πολεμήσαντας τοῖς βαρβάροις ἐνεκωμίασεν καὶ διὰ τοῦτο βουληθῆναι τοὺς προγόνους ἡμῶν ἔντιμον αὐτοῦ ποιῆσαι τὴν τέχνην ἔν τε τοῖς τῆς μουσικῆς ἄθλοις καὶ τῇ παιδεύσει τῶν νεωτέρων, ἵνα πολλάκις ἀκούοντες τῶν ἐπῶν ἐκμανθάνωμεν τὴν ἔχθραν τὴν ὑπάρχουσαν πρὸς αὐτοὺς καὶ ζηλοῦντες τὰς ἀρετὰς τῶν στρατευσαμένων τῶν αὐτῶν ἔργων ἐκείνοις ἐπιθυμῶμεν.

[150] Και τίποτα από αυτά δεν έγινε στην τύχη· όλα ήταν φυσικό να γίνουν όπως έγιναν. Δεν είναι δυνατόν οι άνθρωποι, που ανατρέφονται με αυτόν τον τρόπο και κάτω από την τρομάρα του δεσποτικού τους πολιτεύματος, να έχουν μέσα τους καμιά αρετή, δεν είναι δυνατό να στήνουν τρόπαια στις μάχες ενάντια στους εχθρούς. Πώς είναι δυνατόν αλήθεια, με τα δικά τους ήθη, να αναδειχτεί ποτέ άξιος στρατηγός ή και γενναίος στρατιώτης, αφού η μάζα η μεγάλη είναι άταχτος όχλος χωρίς καμία πείρα στους κινδύνους, ανίκανοι για πόλεμο, για τη σκλαβιά όμως καλύτερα εκπαιδευμένοι και από τους δούλους μας; [151] Όσοι πάλι κατέχουν μεγάλα αξιώματα, αυτοί ποτέ δεν έζησαν με κάποια ισορροπία, ποτέ δε νοιάστηκαν για το συμφέρον το κοινό, για το καλό του κράτους· αντίθετα, κάθε στιγμή δείχνουν την περιφρόνηση στους κατώτερους, τη δουλοπρέπειά τους στους ανώτερους, σαν τους ανθρώπους που η διαφθορά τούς έχει σημαδέψει. Και γενικά τα σώματά τους είναι μαλθακά, από τον πλούτο βουτηγμένα στην πολυτέλεια και στη χλιδή, και η ψυχή τους πάντα δουλική, ταπεινωμένη και τρομοκρατημένη από το δυνάστη· αφήνουν να τους ερευνούν εξευτελιστικά στου παλατιού τις πόρτες, σέρνονται καταγής, με κάθε τρόπο ασκούνται στην ταπείνωση· λατρεύουν και προσκυνούν ένα θνητό που τον αποκαλούν θεό, αδιαφορούν για τους θεούς και λογαριάζουν τους ανθρώπους περισσότερο.
[152] Άλλωστε και αυτοί που διορίζονται σατράπες και κατεβαίνουν στις παραθαλάσσιες περιοχές ποτέ δε θα ντροπιάσουν την αγωγή που έλαβαν στη χώρα τους! Θα βαδίσουν ακριβώς πάνω στα ίδια χνάρια, άπιστοι για τους φίλους, άναντροι προς τους εχθρούς τους, πότε μες στην ταπείνωση, πότε μέσα στην περηφάνια βουτηγμένοι, με έπαρση και καταφρόνια στους συμμάχους και στους εχθρούς κόλακες σιχαμένοι. [153] Το στράτευμα του Αγησίλαου το συντήρησαν με έξοδα δικά τους οχτώ μήνες· τους στρατιώτες όμως, που για λογαριασμό τους αντιμετώπισαν κινδύνους, τους κατακράτησαν δυο φορές τόσους μήνες τους μισθούς. Και αυτούς που είχαν καταλάβει την Κισθήνη εκατό τάλαντα τους μοίρασαν, εκείνους όμως που πήραν μαζί τους μέρος στην εκστρατεία της Κύπρου τούς φέρθηκαν πιο βάναυσα και από τους αιχμαλώτους. [154] Και για να σταθούμε σε γενικές γραμμές, χωρίς να πελαγοδρομούμε σε λεπτομέρειες ειδικές, ποιός από αυτούς που τους πολέμησαν δεν έφυγε πλούσιος; Και ποιός από όσους έπεσαν στα χέρια τους δεν πέθανε φριχτά από βασανιστήρια; Δεν έπιασαν τον Κόνωνα θρασύτατα για να τον θανατώσουν, αυτόν που ναύαρχος για το συμφέρον της Ασίας κατόρθωσε να καταλύσει την εξουσία των Σπαρτιατών; Και το Θεμιστοκλή, που τους κατατρόπωσε στη Σαλαμίνα, για να υπερασπίσει την Ελλάδα, δεν τον έκριναν άξιο για τα ακριβότερα δώρα και για τις πιο λαμπρές τιμές;

Το αδιάλλακτο μίσος των Ελλήνων για τους Πέρσες.
[155] Πώς είναι δυνατό λοιπόν να επιδιώκει άνθρωπος τη φιλία των βαρβάρων, που τιμωρούν σκληρά τους ευεργέτες τους και κολακεύουν επιδεικτικά εκείνους που τους βλάπτουν; Και ποιόν τάχα από μας δεν έχουν αδικήσει; Και ποιά στιγμή σταμάτησαν να ετοιμάζουν συμφορές για την Ελλάδα; Και ποιό πράγμα ελληνικό είναι που δε μισούν αυτοί, που δε δίστασαν στον προηγούμενο πόλεμο να λεηλατήσουν και να παραδώσουν στις φλόγες και των θεών ακόμα τα αγάλματα και τους ναούς;
[156] Γι᾽ αυτό κιόλας οι Ίωνες αξίζουν κάθε έπαινο, που άφησαν κατάρα σε όποιον αγγίξει τους καμένους τους ναούς ή σε όποιον διανοηθεί να τους επαναφέρει στην παλιά τους κατάσταση. Δεν ήταν βέβαια τα μέσα που τους έλειπαν να τους αναστηλώσουν, αλλά ήθελαν να θυμίζουν συνεχώς την ασέβεια των βαρβάρων στις επερχόμενες γενιές, έτσι που κανένας πια να μην τους έχει εμπιστοσύνη, αφού τόλμησαν τέτοιες ντροπές για τους θεούς, παρά να τους φοβούνται και να φυλάγονται από αυτούς, βλέποντας πως τα έβαλαν όχι μόνο με τη δική μας τη ζωή, αλλά ακόμα και με τα αφιερώματά μας στους θεούς.
[157] Έχω βέβαια και για τους συμπολίτες μας να αναφέρω παραδείγματα ανάλογα. Δηλαδή και αυτοί με όσους έχουν πολεμήσει μέχρι τώρα συμφιλιώνονται εύκολα και λησμονούν την έχθρα που τους χώριζε. Στους κατοίκους όμως της Ασίας, ούτε και όταν ευεργετούνται από εκείνους, ποτέ δεν τους αναγνωρίζουν καμιά χάρη· τόσο είναι το μίσος που νιώθουν για κείνους. Πολλούς εξάλλου καταδίκασαν σε θάνατο οι πρόγονοί μας, γιατί έδειξαν συμπάθεια στους Μήδους· και τώρα ακόμα στις συνελεύσεις του λαού, πριν από το θέμα της ημέρας, διατυπώνουν κατάρες για κείνον που θα πρότεινε αποστολή πρεσβείας στην Περσία. Ώς και στα Ελευσίνια μυστήρια οι Ευμολπίδες και οι Κήρυκες, από το φοβερό τους μίσος για τους Πέρσες, απαγορεύουν τις τελετές και σε όλους τους βαρβάρους, όπως στους δολοφόνους.
[158] Και τόσο ζυμωμένη με τη φύση μας είναι η έχθρα μας με αυτούς, ώστε και από τις διηγήσεις τις παλιές περισσότερο χαιρόμαστε όσες μιλάνε για τους Τρώες και τους Πέρσες, τις διηγήσεις δηλαδή που μας πληροφορούν για όλες τις συμφορές τους. Θα μπορούσαμε μάλιστα να βρούμε ότι από τον πόλεμο με τους βαρβάρους οι ποιητές μας έχουν εμπνευστεί τραγούδια θριαμβευτικά, ενώ από τους πολέμους μεταξύ μας μονάχα θρήνους θλιβερούς: Τα πρώτα τα τραγουδάμε στις γιορτές μας, ενώ τους θρήνους τούς θυμόμαστε μόνο στις συμφορές μας.
[159] Έχω τη γνώμη μάλιστα ότι και η ποίηση του Ομήρου τιμήθηκε ξεχωριστά κυρίως, γιατί έπλεξε με τέχνη θαυμαστή τον ύμνο των ηρώων που πολέμησαν γενναία τότε με τους βαρβάρους. Γι᾽ αυτό ακριβώς και οι πρόγονοί μας θέλησαν να της δώσουν μια τέτοια θέση τιμητική και στους ποιητικούς αγώνες και στην εκπαίδευση των νέων: Για να κρατούμε στην ψυχή μας άσβηστο το μίσος το παλιό για τους βαρβάρους, ακούγοντας αδιάκοπα τα έπη του Ομήρου, και, έχοντας για υπόδειγμα την αρετή εκείνων που πήραν μέρος σ᾽ αυτήν την εκστρατεία, να νιώθουμε την επιθυμία να επιτελέσουμε και εμείς παρόμοια κατορθώματα.