[12] Εγώ, αφού πήγα και βρήκα τον Ηγήμονα, που έχει παντρευτεί την κόρη του Διογείτονα, του εξέφρασα την αγανάκτησή μου και συνάμα έκανα σχετικές συζητήσεις με τους υπόλοιπους γνωστούς και φίλους, ενώ κάλεσα τον Διογείτονα να έρθει και να δώσει εξηγήσεις για τα χρήματα. Εκείνος στην αρχή δεν ήθελε, τελικά όμως αναγκάστηκε από τους φίλους να δεχτεί. Όταν λοιπόν συγκεντρωθήκαμε, τον ρώτησε η γυναίκα τί ψυχή είχε άραγε για να φτάνει να φέρεται έτσι στα παιδιά της, «ενώ είσαι αδερφός του πατέρα τους, δικός μου πατέρας και συνάμα θείος και παππούς τους. [13] Και αν δεν ντρεπόσουν κανένα από τους ανθρώπους, έπρεπε,» είπε, «να φοβηθείς τους θεούς, εσύ που, όταν εκείνος έφευγε με το καράβι, επήρες από αυτόν πέντε τάλαντα προς φύλαξη. Και γι᾽ αυτά εγώ προσφέρομαι να ορκιστώ στα παιδιά μου, και σε τούτα εδώ και σε εκείνα που απόχτησα αργότερα, οπουδήποτε προτείνει αυτός. Και βέβαια εγώ δεν είμαι τόσο ελεεινή ούτε αποδίδω τόσο μεγάλη σημασία στα χρήματα, ώστε να φύγω από τη ζωή έχοντας ορκιστεί ψέματα στα παιδιά μου ή να στερήσω άδικα από τον πατέρα μου την περιουσία του.» [14] Επιπλέον του καταλόγιζε ότι είχε εισπράξει επτά τάλαντα και τέσσερις χιλιάδες δραχμές, που είχαν δοθεί ως ναυτικά δάνεια, και προσκόμιζε τα σχετικά γραπτά τεκμήρια — τον καιρό της μετεγκατάστασης, όταν μετακόμιζε από την περιοχή του Κολλυτού στο σπίτι του Φαίδρου, τα παιδιά βρήκαν, λέει, ένα παραπεταμένο σημείωμα και της το έφεραν. [15] Απέδειξε ακόμη ότι αυτός είχε εισπράξει εκατό μνες δανεισμένες με υποθήκη και άλλες δύο χιλιάδες δραχμές και ότι είχε πάρει οικιακό εξοπλισμό μεγάλης αξίας· επίσης ότι κάθε χρόνο ερχόταν στο σπίτι τους σιτάρι από τη Χερσόνησο. «Και ύστερα ετόλμησες,» είπε, «να ισχυριστείς, ενώ έχεις στην κατοχή σου τόσα χρήματα, ότι ο πατέρας τους σου άφησε δύο χιλιάδες δραχμές και τριάντα στατήρες, το ποσό που είχε δώσει σε εμένα και σου το παρέδωσα όταν πέθανε; [16] Και έφτασες να τα πετάξεις έξω από το ίδιο τους το σπίτι, τα παιδιά της κόρης σου, ρακένδυτα, ξυπόλυτα, χωρίς υπηρέτη συνοδό, χωρίς κλινοσκεπάσματα, χωρίς ιμάτια, χωρίς τον οικιακό εξοπλισμό που τους άφησε ο πατέρας τους και χωρίς τα χρήματα που σου είχε εμπιστευτεί. [17] Και τώρα τα παιδιά που έχεις από τη μητριά μου τα μεγαλώνεις μέσα στη χλιδή και τον πλούτο —και ως προς αυτό βέβαια καλά κάνεις— τα δικά μου όμως τα αδικείς, αφού τα πέταξες αισχρά έξω από το σπίτι τους και κάνεις το παν προκειμένου από πλούσια να καταλήξουν πάμφτωχα. Και ενώ φέρεσαι όπως φέρεσαι, ούτε τους θεούς φοβάσαι ούτε εμένα που γνωρίζω ντρέπεσαι ούτε τον αδελφό σου θυμάσαι, αλλά όλοι εμείς έχουμε για σένα μικρότερη αξία από τα χρήματα.» [18] Τότε λοιπόν, άνδρες δικαστές, αφού είπε πολλά και συγκλονιστικά η γυναίκα, ήταν τέτοια η συναισθηματική φόρτιση όλων όσοι βρεθήκαμε εκεί, καθώς ακούγαμε όσα είχε πράξει αυτός και όσα είπε εκείνη —βλέπαμε τί είχαν τραβήξει τα παιδιά, θυμόμασταν τον νεκρό, πόσο ανάξιο επίτροπο της περιουσίας του άφησε, αναλογιζόμασταν πόσο δύσκολο είναι τελικά να βρεις κάποιον που να τον εμπιστευτείς— ήταν, λέω, τέτοια η φόρτιση ώστε κανείς από τους παρόντες να μην είναι σε θέση, άνδρες δικαστές, να αρθρώσει λέξη και, κλαίγοντας όχι λιγότερο από τους παθόντες, να σηκωθούμε και να φύγουμε αμίλητοι. Καταρχάς λοιπόν περάστε, παρακαλώ, οι μάρτυρες γι᾽ αυτά. ΜΑΡΤΥΡΕΣ
|