Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Πυθιονίκαις (2.25-2.48)


25 ἔμαθε δὲ σαφές. εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις [στρ. β]
γλυκὺν ἑλὼν βίοτον, μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλ-
βον, μαινομέναις φρασίν
Ἥρας ὅτ᾽ ἐράσσατο, τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον
πολυγαθέες· ἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον
ὦρσεν· τάχα δὲ παθὼν ἐοικότ᾽ ἀνήρ
30 ἐξαίρετον ἕλε μόχθον. αἱ δύο δ᾽ ἀμπλακίαι
φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μὲν ἥρως ὅτι
ἐμφύλιον αἷμα πρώτιστος οὐκ ἄτερ
τέχνας ἐπέμειξε θνατοῖς,

ὅτι τε μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις [αντ. β]
Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο. χρὴ δὲ κατ᾽ αὐτὸν αἰ-
εὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον.
35 εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότατ᾽ ἀθρόαν
ἔβαλον· ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ᾽· ἐπεὶ νεφέλᾳ παρελέξατο
ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων ἄϊδρις ἀνήρ
εἶδος γὰρ ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν
θυγατέρι Κρόνου· ἅντε δόλον αὐτῷ θέσαν
40 Ζηνὸς παλάμαι, καλὸν πῆμα. τὸν δὲ τε-
τράκναμον ἔπραξε δεσμόν

ἑὸν ὄλεθρον ὅγ᾽· ἐν δ᾽ ἀφύκτοισι γυιοπέδαις [επωδ. β]
πεσὼν τὰν πολύκοινον ἀνδέξατ᾽ ἀγγελίαν.
ἄνευ οἱ Χαρίτων τέκεν γόνον ὑπερφίαλον
μόνα καὶ μόνον οὔτ᾽ ἐν ἀν-
δράσι γερασφόρον οὔτ᾽ ἐν θεῶν νόμοις·
τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον, ὅς
45 ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν ἐμείγνυτ᾽ ἐν Παλίου
σφυροῖς, ἐκ δ᾽ ἐγένοντο στρατός
θαυμαστός, ἀμφοτέροις
ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ μα-
τρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ᾽ ὕπερθε πατρός.


Κι έμαθε καλά το μάθημά του. [στρ. β]
25Γιατί, σαν τον εδέχτηκαν καλόγνωμα οι γιοί του Κρόνου,
ζούσε ζωή γλυκιά κοντά τους·
δεν άντεξε όμως τη μεγάλη ευτυχία·
σάλεψε το μυαλό του, ερωτεύτηκε την Ήρα,
που την αξιώθηκε του Δία η μακάρια κλίνη·
αλλά η ξιπασιά του τον έσπρωξε σε κρίμα υπερφίαλο,
30κι έλαβε ευθύς πρωτάκουστη και δίκαιη τιμωρία.
Τα δυο του τ᾽ αμαρτήματα μόνο βάσανα του ᾽φεραν:
το ᾽να, γιατί ο ήρωας,
πρώτος αυτός μες στους θνητούς,
με τρόπο δόλιο έχυσε αίμα συγγενικό·

και τ᾽ άλλο, γιατί κάποτε στους μεγαλόπρεπους και τους βαθιούς κοιτώνες [αντ. β]
ζήτησε στη σύνευνο του Δία ν᾽ απλώσει χέρι.
35Για καθετί πρέπει να βάζει όρια κανείς πάντα στον εαυτό του.
Όποιος ανόσιους έρωτες αποτολμά,
μεγάλες συμφορές τον περιμένουν.
Έτσι έπαθε κι αυτός· έσμιξε ο ανέμυαλος με μια νεφέλη,
γλυκιά ονειροφαντασιά ακολουθώντας, που είχε τη μορφή
της έξοχης μες στις θεές του Κρόνου θυγατέρας,
40παγίδα που του στήσανε του Δία τα χέρια, βάσανο ωραίο.
Κι αυτός έναν τετράχτινο κέρδισε τροχό,

τον όλεθρό του. [επωδ. β]
Κι έτσι με του κορμιού του τ᾽ άφευκτα δεσμά
το μήνυμά του σ᾽ όλον τον κόσμο στέλνει.
Χωρίς τις Χάριτες του γέννησε η νεφέλη,
μοναδική μοναδικόν, έναν υπερφίαλο γόνο,
μήτε από τους ανθρώπους τιμημένον
μήτε κατά την κρίση των θεών·
αυτή που τον ανέθρεψε Κένταυρο τον είπε·
45κι εκείνος με τις μαγνησιώτικες εσμίχτηκε φοράδες
στου Πηλίου τα ριζά
κι έβγαλε πλήθος θαυμαστό με τους γονείς τους όμοιο,
το κάτω σώμα της μάνας έμοιαζε, το πάνω του πατέρα.


Το ᾽μαθε κι ο ίδιος καλά, γιατί ενώ [στρ. β]
25γλυκιά βρήκε ζωή στους καλόβουλους πλάι Κρονίδες,
την ευτυχία του πολύ να βαστάξει δεν μπόρεσε,
μα στου νου του την τρέλα την Ήρα ερωτεύτηκε
της μακάριας κλίνης του Δία το ταίρι.
Αλλά των φρενών του το ξέπαρμα
σε βλάβη τον έσπρωξε απόκοτη
κι ό,τι άξιζε αμέσως παθαίνοντας, βρήκε
30παιδεμό π᾽ όμοιος του κι άλλος δεν είναι.
Τέτοιους πόνους τού φέρνουν τα δυο του τα κρίματα:
το ένα, που πρώτος στον κόσμον ο ήρωας αυτός
έχυσε κι όχι χωρίς κακές τέχνες
αίμ᾽ ανθρώπου απ᾽ την ίδια γενιά του.

Τ᾽ άλλο, πως στους απειρόβαθους [αντ. β]
μέσα θαλάμους του Δία
να βιάσει τη γυναίκα του ζήτησε.
Αλλά πρέπει κανείς να μετρά καθετί
στα δικά του πάντα τα μέτρα·
35νά σε ποιάν οι παράτροποι έρωτες
συμφορά μαζεμένη τον ρίξανε
και τον πλέρωσαν: πλάι σε νεφέλη κοιμήθηκε
ο μωρός, αγκαλιάζοντας ψέμα γλυκό
γιατί στην ειδή με την υπερέξοχη
θυγατέρα του Ουράνιου του Κρόνου παράφερνε,
που του Δία του τη στήσανε οι τέχνες παγίδα,
40όμορφή του ζημιά, και τα ολέθρια εισέπραξε
κάτεργα πάνω στα τέσσερ᾽ αδράχτια τροχού.

Κι έτσι ανάλαβε, πέφτοντας σ᾽ άλυτες [επωδ. β]
χειροπέδες, το πάγκοινο για όλους το μήνυμα.
Δίχως τις Χάριτες γόνο τού γέννησε αχάραγο
μόνον η μόνη νεφέλη αυτόν
από θεούς κι ανθρώπους ατίμητο,
που θρέφοντάς τον ονόμασε Κένταυρο.
45Κι έσμιγε αυτός στου Πηλίου τα ριζά τις φοράδες
της Μαγνησίας και φύτρωσε θάμα κοπάδι,
πὄμοιαζε και με τους δυο τους γονιούς του,
με τη μητέρα από κάτω
κι απάνωθε με τον πατέρα.