Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Πυθιονίκαις (8.81-8.100)


τέτρασι δ᾽ ἔμπετες ὑψόθεν [στρ. ε]
σωμάτεσσι κακὰ φρονέων,
τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς
ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη,
85 οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ᾽ ἀμφὶ γέλως γλυκύς
ὦρσεν χάριν· κατὰ λαύρας δ᾽ ἐχθρῶν ἀπάοροι
πτώσσοντι, συμφορᾷ δεδαγμένοι.

ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχών [αντ. ε]
ἁβρότατος ἔπι μεγάλας
90 ἐξ ἐλπίδος πέταται
ὑποπτέροις ἀνορέαις, ἔχων
κρέσσονα πλούτου μέριμναν. ἐν δ᾽ ὀλίγῳ βροτῶν
τὸ τερπνὸν αὔξεται· οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαί,
ἀποτρόπῳ γνώμᾳ σεσεισμένον.

95 ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ᾽ οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ [επωδ. ε]
ἄνθρωπος. ἀλλ᾽ ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ,
λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών.
Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ
πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ
100 Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ᾽ Ἀχιλλεῖ.


Πάνω σε τέσσερις αντιπάλους έπεσες [στρ. ε]
αλύπητα από ψηλά, που δεν τους έμελλε
χαρούμενος σαν τον δικό σου γυρισμός απ᾽ την Πυθώνα,
85κι όταν εφτάσαν στη μητέρα τους,
γέλιο γλυκό δεν σκόρπισε χαρά τριγύρω·
πήραν τ᾽ απόμερα δρομάκια ζαρωμένοι
και μακριά απ᾽ τα μάτια των εχθρών τους,
από τη συμφορά τους χτυπημένοι.

Εκείνος όμως που πέτυχε καινούρια νίκη [αντ. ε]
90σ᾽ ευτυχία μεγάλη υψώνεται, αφού ξεκίνησε μ᾽ ελπίδες,
χάρη στο φτερωτό του το κατόρθωμα,
και στόχους έχει πιο ψηλούς από τα πλούτη.
Γοργά των θνητών αυξαίνει η χαρά·
μα το ίδιο γοργά και στο χώμα πέφτει
από σεισμό που σκέψη άστοχη τον φέρνει.

95Εφήμεροι· τί είναι κανείς και τί δεν είναι; [επωδ. ε]
Ίσκιος ονείρου ο άνθρωπος.
Μα σαν τον βρει αίγλη θεόσταλτη,
φέγγος λαμπρό τον αγκαλιάζει,
κι είναι γλυκύτατη η ζωή του ανθρώπου.
Αίγινα, μάνα μου ακριβή,
σ᾽ ελεύθερο ταξίδι οδήγα την πόλη τούτη
με του Διός τη χάρη, του άρχοντα του Αιακού
100και του Πηλέα, του γενναίου του Τελαμώνα και του Αχιλλέα.