Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Πυθιονίκαις (4.231-4.253)


κῶας αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ.» [στρ. ια]
ὣς ἄρ᾽ αὐδάσαντος ἀπὸ κρόκεον ῥί-
ψαις Ἰάσων εἷμα θεῷ πίσυνος
εἴχετ᾽ ἔργου· πῦρ δέ νιν οὐκ ἐόλει παμ-
φαρμάκου ξείνας ἐφετμαῖς.
σπασσάμενος δ᾽ ἄροτρον, βοέους δήσαις ἀνάγκᾳ
235 ἔντεσιν αὐχένας ἐμβάλλων τ᾽ ἐριπλεύρῳ φυᾷ
κέντρον αἰανὲς βιατὰς
ἐξεπόνησ᾽ ἐπιτακτὸν ἀνήρ
μέτρον. ἴυξεν δ᾽ ἀφωνήτῳ περ ἔμπας ἄχει
δύνασιν Αἰήτας ἀγασθείς.

πρὸς δ᾽ ἑταῖροι καρτερὸν ἄνδρα φίλας [αντ. ια]
240 ὤρεγον χεῖρας, στεφάνοισί τέ νιν ποί-
ας ἔρεπτον, μειλιχίοις τε λόγοις
ἀγαπάζοντ᾽. αὐτίκα δ᾽ Ἀελίου θαυ-
μαστὸς υἱὸς δέρμα λαμπρόν
ἔννεπεν, ἔνθα νιν ἐκτάνυσαν Φρίξου μάχαιραι·
ἔλπετο δ᾽ οὐκέτι οἱ κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον.
κεῖτο γὰρ λόχμᾳ, δράκοντος
δ᾽ εἴχετο λαβροτατᾶν γενύων,
245 ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει,
τέλεσεν ἃν πλαγαὶ σιδάρου.

μακρά μοι νεῖσθαι κατ᾽ ἀμαξιτόν· ὥρα [επωδ. ια]
γὰρ συνάπτει καί τινα
οἶμον ἴσαμι βραχύν· πολ-
λοῖσι δ᾽ ἅγημαι σοφίας ἑτέροις.
κτεῖνε μὲν γλαυκῶπα τέχναις ποικιλόνωτον ὄφιν,
250 ὦ Ἀρκεσίλα, κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐ-
τᾷ, τὰν Πελίαο φονόν·
ἔν τ᾽ Ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τ᾽ ἐρυθρῷ
Λαμνιᾶν τ᾽ ἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων·
ἔνθα καὶ γυίων ἀέθλοις ἐπεδεί-
ξαντο κρίσιν ἐσθᾶτος ἀμφίς,


το δέρμα το αστραφτερό με τα χρυσά τα κρόσσια». [στρ. ια]
Έτσι μίλησε, κι ο Ιάσονας
επέταξε από πάνω του τον κροκωτό χιτώνα
κι ευθύς, με πίστη στον θεό, στο έργο ρίχτηκε·
δεν τον επείραζε η φωτιά, καθώς ακολουθούσε
της ξένης μάγισσας τις συμβουλές.
235Τράβηξε πάνω το αλέτρι κι έβαλε στους αυχένες
τους βοδινούς το σύνεργο να τους κρατάει γερά
και τη βουκέντρα μπήγοντας αδιάκοπα στα στιβαρά πλευρά τους
ο άντρας ο χεροδύναμος ξετέλεψε το έργο
που του είχε οριστεί.
Έσυρε ο Αιήτης άναρθρη κραυγή από τη θλίψη,
θαυμάζοντας την αντρειοσύνη,

ενώ προς τον γενναίο άντρα [αντ. ια]
240οι σύντροφοι απλώνανε τα χέρια τους,
με χλοερά τον ραίναν φύλλα
και με λόγια γλυκά τον υποδέχονταν.
Ευθύς του Ήλιου ο θαυμαστός γιος
φανέρωσε πού η μάχαιρα του Φρίξου είχε απλώσει
το δέρμα το λαμπρό, ελπίζοντας
πως τούτον τον άθλο δεν θα τον καταφέρει.
Γιατί το δέρας κειτόταν σε λόχμη μέσα
κι ήταν κοντά στ᾽ αχόρταγα σαγόνια του δράκοντα,
245που ξεπερνούσε στο μάκρος και το πάχος
καράβι πενηντάκουπο με σιδερένια σύνεργα φτιαγμένο.

Αλλά μακριά η επιστροφή μου θα ᾽ναι από τον δρόμο τον αμαξιτό, [επωδ. ια]
και τώρα η ώρα βιάζει· ξέρω μια στράτα σύντομη·
σε άλλους πολλούς τον δρόμο της τέχνης δείχνω.
Σκότωσε με τέχνασμα, Αρκεσίλα,
το φίδι με την πολύχρωμη πλάτη και τα γλαυκά μάτια
250κι έκλεψε τη Μήδεια με τη δική της θέληση,
αυτήν που τον Πελία σκότωσε.
Και φτάσανε στου Ωκεανού την απλωσιά,
στη Θάλασσα την Ερυθρά
και στις Λήμνιες γυναίκες τις αντροφόνες.
Εκεί και του κορμιού τη δύναμη δείξανε
σε αγώνες που είχαν για έπαθλο μια εσθήτα