Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Πυθιονίκαις (3.24-3.46)


ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν [στρ. β]
25 καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος· ἐλθόν-
τος γὰρ εὐνάσθη ξένου
λέκτροισιν ἀπ᾽ Ἀρκαδίας.
οὐδ᾽ ἔλαθε σκοπόν· ἐν δ᾽ ἄρα μηλοδόκῳ
Πυθῶνι τόσσαις ἄϊεν ναοῦ βασιλεύς
Λοξίας, κοινᾶνι παρ᾽ εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών,
πάντα ἰσάντι νόῳ·
ψευδέων δ᾽ οὐχ ἅπτεται, κλέπτει τέ μιν
30 οὐ θεὸς οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς.

καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα [αντ. β]
ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον, πέμ-
ψεν κασιγνήταν μένει
θυίοισαν ἀμαιμακέτῳ
ἐς Λακέρειαν, ἐπεὶ παρὰ Βοιβιάδος
κρημνοῖσιν ᾤκει παρθένος· δαίμων δ᾽ ἕτερος
35 ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν, καὶ γειτόνων
πολλοὶ ἐπαῦρον, ἁμᾶ
δ᾽ ἔφθαρεν· πολλὰν δ᾽ {ἐν} ὄρει πῦρ ἐξ ἑνός
σπέρματος ἐνθορὸν ἀΐστωσεν ὕλαν.

ἀλλ᾽ ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ [επωδ. β]
σύγγονοι κούραν, σέλας δ᾽ ἀμφέδραμεν
40 λάβρον Ἁφαίστου, τότ᾽ ἔειπεν Ἀπόλλων· «Οὐκέτι
τλάσομαι ψυχᾷ γένος ἁμὸν ὀλέσσαι
οἰκτροτάτῳ θανάτῳ ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳ.»
ὣς φάτο· βάματι δ᾽ ἐν πρώτῳ κιχὼν παῖδ᾽ ἐκ νεκροῦ
ἅρπασε· καιομένα δ᾽ αὐτῷ διέφαινε πυρά.
45 καί ῥά νιν Μάγνητι φέρων πόρε Κενταύρῳ διδάξαι
πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους.


25Σε τέτοια μεγάλη συφορά έριξε την ωριόπεπλη το πάθος Κορωνίδα. [στρ. β]
Ήρθ᾽ ένας ξένος από την Αρκαδία,
κι αυτή πήγε και πλάγιασε μαζί του.
Αλλά δεν ξέφυγε το βλέμμα του θεού· μες στην Πυθώνα
την πλούσια σε θυσίες το ᾽νιωσε του ναού ο βασιλιάς, ο Λοξίας,
τη γνώμη του στηρίζοντας σε σύμβουλο αλάθευτο,
στον παντογνώστη νου του·
από ψευτιές δεν ξέρει αυτός, και δεν μπορεί κανείς να τον γελάσει,
30μήτε θεός μήτε θνητός με λογισμό ή μ᾽ έργα.

Τότε λοιπόν, σαν είδε τον δεσμό μ᾽ έναν ξένο, τον γιο του Έλατου, [αντ. β]
τον Ίσχη, και τον αθέμιτο τον δόλο, στέλνει την αδερφή του
που ᾽βραζε από ακράτητο θυμό στη Λακέρεια
(στης Βοιβηίδας τις απόκρημνες όχτες
ζούσε η κόρη), και τότε γύρισε προς το κακό η τύχη
35και την αφάνισε· και γείτονες πολλοί το ίδιο βρήκαν τέλος
και χάθηκαν μαζί της. Γιατί συχνά μες στα βουνά
μια μόνο σπίθα φτάνει να πεταχτεί
κι ολόκληρο το δάσος ν᾽ αφανίσει.

Ωστόσο, όταν οι συγγενείς την κόρη απιθώσαν πάνω [επωδ. β]
στον ξύλινο σωρό
και λάβρες την εκύκλωσαν οι φλόγες του Ηφαίστου,
40τότε ο Απόλλων φώναξε: «Δεν το βαστάει η καρδιά μου
με τέτοιο θάνατο φριχτό ν᾽ αφήσω γόνο να χαθεί δικό μου
μαζί με τη βαριά της μάνας τιμωρία».
Έτσι είπε ο θεός και, κάνοντας ένα μονάχα βήμα,
άρπαξε το παιδί απ᾽ τη νεκρή, δρόμο ανοίγοντας
ανάμεσα στις φλόγες που φουντώναν.
45Και, αφού το πήρε, στη Μαγνησία το πήγε
και το παράδωσε στον Κένταυρο για να του μάθει
να γιαίνει των πολύπαθων ανθρώπων τις αρρώστιες.


Τέτοια μεγάλη βλάβη έπαθε [στρ. β]
25και της καλλίπεπλης ο νους της Κορωνίδας
και σ᾽ ενός ξένου πήγε κι έπεσε αγκαλιά
φερμένου από την Αρκαδία·
μα το βιγλάτορα δεν ξέφυγε
κι απ᾽ την Πυθώνα την προβατοδόχα,
πὄτυχε να ᾽ναι, πήρεν είδηση
ο βασιλέας του ναού ο Λοξίας
κι όχι που απ᾽ άλλον να του μαθεύτηκε
αξιότερό του καταδότη,
άλλ᾽ απ᾽ τον παντογνώστη του το νου
που ψέμα δεν τον γγίζει, μα ούτε
30και τον γελά θεός ή θνητός
ή σε βουλές ή σ᾽ έργα.

Και τότε σαν τους ένιωσε τους έρωτες [αντ. β]
του ξένου, του Ίσχνου του Ελατίδη,
και την παράνομή της προδοσιά,
την αδελφή του Άρτεμη έστειλε, που φρούμαζε
από τρομάρα λύσσα, στη Λυκέρεια,
όπου η παρθένα, στα γκρεμνά κοντά
της Βοιβηίδας λίμνης, κατοικούσε,
και μια άλλη μοίρα ανάποδη, στραμμένη στο κακό,
35τη δάμασε, μα και πολλοί γειτόνοι
την τύχη της μεράστηκαν
και χάθηκαν μαζί της·
γιατί σαν πέσει πάνω στ᾽ όρος η φωτιά
από μια σπίθα, μοναχή,
δάσος ολάκερο αφανίζει.

Μα όταν στο ξύλινο το τείχος της πυράς [επωδ. β]
βάλαν απάνω οι συγγενείς την κόρη
40και λάβρα η φλόγα του Ήφαιστου
την τύλιξε, είπε ο Απόλλων τότε:
«Πια δε θα το βαστάξω στην καρδιά
ν᾽ αφήσω να χαθεί γενιά δική μου
με θάνατο έτσι οικτρότατο
και με τη μαύρη της μητέρας του την τύχη».
Είπε και με το πρώτο βήμα του
έφτασε το παιδί κι από τον κόρφο
το άρπαξε της νεκρής· μπρος του οι καιούμενες
μέριασαν φλόγες· κι έτσι το ᾽φερε
45και το παρέδωσε του Μάγνητα Κενταύρου,
για να το μάθει να γιατρεύει τις πολύπονες
αρρώστιες των ανθρώπων.