Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (7.4.33-7.4.40)

[7.4.33] Χρωμένων δὲ τοῖς ἱεροῖς χρήμασι τῶν ἐν τοῖς Ἀρκάσιν ἀρχόντων, καὶ ἀπὸ τούτων τοὺς ἐπαρίτους τρεφόντων, πρῶτοι Μαντινεῖς ἀπεψηφίσαντο μὴ χρῆσθαι τοῖς ἱεροῖς χρήμασι. καὶ αὐτοὶ τὸ γιγνόμενον μέρος εἰς τοὺς ἐπαρίτους ἐκ τῆς πόλεως ἐκπορίσαντες ἀπέπεμψαν τοῖς ἄρχουσιν. οἱ δὲ ἄρχοντες φάσκοντες αὐτοὺς λυμαίνεσθαι τὸ Ἀρκαδικόν, ἀνεκαλοῦντο εἰς τοὺς μυρίους τοὺς προστάτας αὐτῶν· καὶ ἐπεὶ οὐχ ὑπήκουον, κατεδίκασαν αὐτῶν, καὶ τοὺς ἐπαρίτους ἔπεμπον ὡς ἄξοντας τοὺς κατακεκριμένους. οἱ μὲν οὖν Μαντινεῖς κλείσαντες τὰς πύλας οὐκ ἐδέχοντο αὐτοὺς εἴσω. [7.4.34] ἐκ δὲ τούτου τάχα δὴ καὶ ἄλλοι τινὲς ἔλεγον ἐν τοῖς μυρίοις ὡς οὐ χρὴ τοῖς ἱεροῖς χρήμασι χρῆσθαι οὐδὲ καταλιπεῖν εἰς τὸν ἀεὶ χρόνον τοῖς παισὶν ἔγκλημα τοῦτο πρὸς τοὺς θεούς. ὡς δὲ καὶ ἐν τῷ κοινῷ ἀπέδοξε μηκέτι χρῆσθαι τοῖς ἱεροῖς χρήμασι, ταχὺ δὴ οἱ μὲν οὐκ ἂν δυνάμενοι ἄνευ μισθοῦ τῶν ἐπαρίτων εἶναι διεχέοντο, οἱ δὲ δυνάμενοι παρακελευσάμενοι αὑτοῖς καθίσταντο εἰς τοὺς ἐπαρίτους, ὅπως μὴ αὐτοὶ ἐπ᾽ ἐκείνοις, ἀλλ᾽ ἐκεῖνοι ἐπὶ σφίσιν εἶεν. γνόντες δὲ τῶν ἀρχόντων οἱ διακεχειρικότες τὰ ἱερὰ χρήματα ὅτι εἰ δώσοιεν εὐθύνας, κινδυνεύσοιεν ἀπολέσθαι, πέμπουσιν εἰς Θήβας, καὶ διδάσκουσι τοὺς Θηβαίους ὡς εἰ μὴ στρατεύσειαν, κινδυνεύσοιεν οἱ Ἀρκάδες πάλιν λακωνίσαι. [7.4.35] καὶ οἱ μὲν παρεσκευάζοντο ὡς στρατευσόμενοι· οἱ δὲ τὰ κράτιστα τῇ Πελοποννήσῳ βουλευόμενοι ἔπεισαν τὸ κοινὸν τῶν Ἀρκάδων πέμψαντας πρέσβεις εἰπεῖν τοῖς Θηβαίοις μὴ ἰέναι σὺν ὅπλοις εἰς τὴν Ἀρκαδίαν, εἰ μή τι καλοῖεν. καὶ ἅμα μὲν ταῦτα πρὸς τοὺς Θηβαίους ἔλεγον, ἅμα δὲ ἐλογίζοντο ὅτι πολέμου οὐδὲν δέοιντο. τοῦ τε γὰρ ἱεροῦ τοῦ Διὸς προεστάναι οὐδὲν προσδεῖσθαι ἐνόμιζον, ἀλλ᾽ ἀποδιδόντες ἂν καὶ δικαιότερα καὶ ὁσιώτερα ποιεῖν, καὶ τῷ θεῷ οἴεσθαι μᾶλλον ἂν οὕτω χαρίζεσθαι. βουλομένων δὲ ταῦτα καὶ τῶν Ἠλείων, ἔδοξεν ἀμφοτέροις εἰρήνην ποιήσασθαι· καὶ ἐγένοντο σπονδαί.
[7.4.36] Γενομένων δὲ τῶν ὅρκων, καὶ ὀμοσάντων τῶν τε ἄλλων ἁπάντων καὶ Τεγεατῶν καὶ αὐτοῦ τοῦ Θηβαίου, ὃς ἐτύγχανεν ἐν Τεγέᾳ ἔχων τριακοσίους ὁπλίτας τῶν Βοιωτῶν, οἱ μὲν ἄλλοι Ἀρκάδες ἐν τῇ Τεγέᾳ αὐτοῦ ἐπικαταμείναντες ἐδειπνοποιοῦντό τε καὶ ηὐθυμοῦντο καὶ σπονδὰς καὶ παιᾶνας ὡς εἰρήνης γεγενημένης ἐποιοῦντο, ὁ δὲ Θηβαῖος καὶ τῶν ἀρχόντων οἱ φοβούμενοι τὰς εὐθύνας σύν τε τοῖς Βοιωτοῖς καὶ τοῖς ὁμογνώμοσι τῶν ἐπαρίτων κλείσαντες τὰς πύλας τοῦ τῶν Τεγεατῶν τείχους, πέμποντες ἐπὶ τοὺς σκηνοῦντας συνελάμβανον τοὺς βελτίστους. ἅτε δὲ ἐκ πασῶν τῶν πόλεων παρόντων τῶν Ἀρκάδων, καὶ πάντων εἰρήνην βουλομένων ἔχειν, πολλοὺς ἔδει τοὺς συλλαμβανομένους εἶναι· ὥστε ταχὺ μὲν αὐτοῖς τὸ δεσμωτήριον μεστὸν ἦν, ταχὺ δὲ ἡ δημοσία οἰκία. [7.4.37] ὡς δὲ πολλοὶ οἱ εἰργμένοι ἦσαν, πολλοὶ δὲ κατὰ τοῦ τείχους ἐκπεπηδηκότες, ἦσαν δ᾽ οἳ καὶ διὰ τῶν πυλῶν ἀφεῖντο· οὐδεὶς γὰρ οὐδενὶ ὠργίζετο, ὅστις μὴ ᾤετο ἀπολεῖσθαι· ἀπορῆσαι δὴ μάλιστα ἐποίησε τόν τε Θηβαῖον καὶ τοὺς μετ᾽ αὐτοῦ ταῦτα πράττοντας ὅτι Μαντινέας, οὓς μάλιστα ἐβούλοντο λαβεῖν, ὀλίγους τινὰς πάνυ εἶχον· διὰ γὰρ τὸ ἐγγὺς τὴν πόλιν εἶναι σχεδὸν πάντες ᾤχοντο οἴκαδε. [7.4.38] ἐπεὶ δὲ ἡμέρα ἐγένετο καὶ τὰ πεπραγμένα ἐπύθοντο οἱ Μαντινεῖς, εὐθὺς πέμποντες εἴς τε τὰς ἄλλας Ἀρκαδικὰς πόλεις προηγόρευον ἐν τοῖς ὅπλοις εἶναι καὶ φυλάττειν τὰς παρόδους. καὶ αὐτοὶ δὲ οὕτως ἐποίουν, καὶ ἅμα πέμψαντες εἰς τὴν Τεγέαν ἀπῄτουν ὅσους ἔχοιεν ἄνδρας Μαντινέων· καὶ τῶν ἄλλων δὲ Ἀρκάδων οὐδένα ἀξιοῦν ἔφασαν οὔτε δεδέσθαι οὔτε ἀποθνῄσκειν πρὸ δίκης. εἰ δὲ καί τινες ἐπαιτιῷντο, ἔλεγον ἐπαγγέλλοντες ὅτι ἡ τῶν Μαντινέων πόλις ἐγγυῷτο ἦ μὴν παρέξειν εἰς τὸ κοινὸν τῶν Ἀρκάδων ὁπόσους τις προσκαλοῖτο. [7.4.39] ἀκούων οὖν ὁ Θηβαῖος ἠπόρει τε ὅ τι χρήσαιτο τῷ πράγματι καὶ ἀφίησι πάντας τοὺς ἄνδρας. καὶ τῇ ὑστεραίᾳ συγκαλέσας τῶν Ἀρκάδων ὁπόσοι γε δὴ συνελθεῖν ἠθέλησαν, ἀπελογεῖτο ὡς ἐξαπατηθείη. ἀκοῦσαι γὰρ ἔφη ὡς Λακεδαιμόνιοί τε εἶεν σὺν τοῖς ὅπλοις ἐπὶ τοῖς ὁρίοις προδιδόναι τε μέλλοιεν αὐτοῖς τὴν Τεγέαν τῶν Ἀρκάδων τινές. οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐκεῖνον μέν, καίπερ γιγνώσκοντες ὅτι ἐψεύδετο περὶ σφῶν, ἀφίεσαν· πέμψαντες δ᾽ εἰς Θήβας πρέσβεις κατηγόρουν αὐτοῦ ὡς δεῖν ἀποθανεῖν. [7.4.40] τὸν δ᾽ Ἐπαμεινώνδαν ἔφασαν, καὶ γὰρ στρατηγῶν τότε ἐτύγχανε, λέγειν ὡς πολὺ ὀρθότερον ποιήσειεν, ὅτε συνελάμβανε τοὺς ἄνδρας ἢ ὅτε ἀφῆκε. τὸ γὰρ ἡμῶν δι᾽ ὑμᾶς εἰς πόλεμον καταστάντων ὑμᾶς ἄνευ τῆς ἡμετέρας γνώμης εἰρήνην ποιεῖσθαι πῶς οὐκ ἂν δικαίως προδοσίαν τις ὑμῶν τοῦτο κατηγοροίη; εὖ δ᾽ ἴστε, ἔφη, ὅτι ἡμεῖς καὶ στρατευσόμεθα εἰς τὴν Ἀρκαδίαν καὶ σὺν τοῖς τὰ ἡμέτερα φρονοῦσι πολεμήσομεν.

[363 π.Χ.]
[7.4.33] Οι άρχοντες των Αρκάδων μεταχειρίζονταν τον ιερό θησαυρό για να συντηρούν τους Επαρίτους. Πρώτοι οι Μαντινείς ψήφισαν να μη γίνεται χρήση του ιερού θησαυρού· οι ίδιοι συγκέντρωσαν από πόρους της πόλης τους το ποσό που τους αναλογούσε για τη συντήρηση των Επαριτών, και το έστειλαν στους άρχοντες. Οι άρχοντες όμως ισχυρίστηκαν ότι οι Μαντινείς έβλαπταν την Αρκαδική Ομοσπονδία, κι όχι μόνο κάλεσαν τους ηγέτες τους να παρουσιαστούν μπροστά στους Δέκα Χιλιάδες, αλλά όταν εκείνοι δεν υπάκουσαν τους καταδίκασαν κι έστειλαν τους Επαρίτους να τους φέρουν. Τότε οι Μαντινείς έκλεισαν τις πύλες τους κι αρνήθηκαν να δεχτούν τους Επαρίτους μέσα στην πόλη. [7.4.34] Ύστερα απ᾽ αυτό, εξάλλου, γρήγορα βρέθηκαν κι άλλοι να υποστηρίξουν, στη Συνέλευση των Δέκα Χιλιάδων, ότι δεν ήταν σωστό να μεταχειρίζονται τον ιερό θησαυρό, μήτε ν᾽ αφήσουν κληρονομιά για πάντα στα παιδιά τους τέτοιο αμάρτημα απέναντι στους θεούς. Τελικά αποφάσισε και η Ομοσπονδία να μη χρησιμοποιεί τον ιερό θησαυρό· γρήγορα τότε σκόρπισαν όσοι δεν είχαν τα μέσα να υπηρετούν στους Επαρίτους δίχως μισθό, ενώ όσοι τα είχαν παρακίνησαν ο ένας τον άλλον και κατατάχτηκαν στους Επαρίτους, με σκοπό να εξουσιάζουν αυτοί τούτο το σώμα αντί να τους εξουσιάζει εκείνο.
Όσοι από τους άρχοντες είχαν διαχειριστεί τον ιερό θησαυρό κατάλαβαν πως, αν τους καλούσαν να λογοδοτήσουν, κινδύνευε η ζωή τους. Έστειλαν λοιπόν απεσταλμένους στη Θήβα, μηνώντας ότι αν δεν έρθει στρατός των Θηβαίων, υπάρχει κίνδυνος να πάνε πάλι οι Αρκάδες με το μέρος των Λακεδαιμονίων. [7.4.35] Τότε οι Θηβαίοι άρχισαν ετοιμασίες για εκστρατεία· ωστόσο εκείνοι που ήθελαν το καλό της Πελοποννήσου έπεισαν την Αρκαδική Ομοσπονδία να στείλει πρέσβεις στους Θηβαίους να τους αναγγείλουν να μην έρθει στρατός τους στην Αρκαδία αν δεν τον ζητήσουν. Κι ενώ διαμηνούσαν αυτά στη Θήβα, συλλογίζονταν ταυτόχρονα ότι κανέναν λόγο δεν είχαν να είναι εμπόλεμοι: πίστευαν, πραγματικά, πως δεν ήταν διόλου ανάγκη να διατηρήσουν την εποπτεία στο ιερό του Δία· πιο δίκαιο κι ευλαβικό θα ᾽ταν να την επιστρέψουν, και μ᾽ αυτόν τον τρόπο —νόμιζαν— θα ευχαριστούσαν περισσότερο τον θεό. Καθώς οι Ηλείοι συμφώνησαν μ᾽ αυτά, αποφάσισαν και οι δύο να κάνουν ειρήνη· έτσι έγινε ανακωχή.
[362 π.Χ.]
[7.4.36] Ακολούθησε η σύναψη της συνθήκης, που ορκίστηκαν να τηρήσουν —μαζί μ᾽ όλους τους άλλους— και οι Τεγεάτες, και ο ίδιος ο Θηβαίος που βρισκόταν στην Τεγέα με τριακόσιους Βοιωτούς οπλίτες. Ύστερα απ᾽ αυτό, οι υπόλοιποι Αρκάδες έμειναν στην Τεγέα για το δείπνο, γλεντώντας με σπονδές και με παιάνες για να γιορτάσουν την ειρήνη. Τότε ο Θηβαίος και όσοι από τους άρχοντες φοβόνταν τη λογοδοσία, μαζί με τους Βοιωτούς και τους ομοϊδεάτες τους ανάμεσα στους Επαρίτους, έκλεισαν τις πύλες των τειχών της Τεγέας κι έστειλαν ένα απόσπασμα να συλλάβει, πάνω στο δείπνο, όσους ανήκαν στην αριστοκρατική τάξη. Καθώς όμως είχαν έρθει Αρκάδες απ᾽ όλες τις πόλεις, που όλοι ήθελαν την ειρήνη, επόμενο ήταν να γίνουν πολλές συλλήψεις· έτσι γρήγορα γέμισε η φυλακή, όπως και το δημόσιο κτίριο.
[7.4.37] Ωστόσο αν οι φυλακισμένοι ήταν πολλοί, πολλοί ήταν κι εκείνοι που είχαν πηδήξει έξω από τα τείχη, κι άλλοι πάλι είχαν αφεθεί να ξεφύγουν από τις πύλες — γιατί κανένας δεν είχε εμπάθεια εναντίον τους, εκτός απ᾽ αυτούς που φοβόνταν για τη ζωή τους· εκείνο όμως που έφερε σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση τον Θηβαίο και τους συνεργούς του σ᾽ αυτή την υπόθεση ήταν ότι από τους Μαντινείς, που ήθελε κατά κύριο λόγο να συλλάβει, πολύ λίγοι έπεσαν στα χέρια του — γιατί η πόλη τους ήταν τόσο κοντά, ώστε όλοι σχεδόν είχαν γυρίσει στα σπίτια τους.
[7.4.38] Όταν ξημέρωσε κι έμαθαν τα γεγονότα, οι Μαντινείς έστειλαν αμέσως παραγγελία στις άλλες πόλεις της Αρκαδίας να οπλιστούν και να φυλάνε τις διαβάσεις. Αυτά έκαναν και οι ίδιοι, ενώ ταυτόχρονα έστελναν στην Τεγέα ν᾽ απαιτήσουν την αποφυλάκιση όσων Μαντινέων είχαν συλληφθεί· αλλά και για τους άλλους Αρκάδες διατύπωσαν την αξίωση κανένας να μη μείνει φυλακισμένος μήτε να θανατωθεί χωρίς δίκη. Κι αν μερικοί είχαν κατηγορηθεί —είπαν—, έδιναν τη διαβεβαίωση ότι η Μαντίνεια εγγυόταν επίσημα να παρουσιάσει στις αρχές της Αρκαδικής Ομοσπονδίας όσους είχαν κάποια κατηγορία εις βάρος τους.
[7.4.39] Όταν τ᾽ άκουσε αυτά ο Θηβαίος —μην ξέροντας πώς να χειριστεί την υπόθεση— απελευθέρωσε όλους τους φυλακισμένους· την επόμενη μέρα συγκέντρωσε όσους Αρκάδες δέχτηκαν να παρουσιαστούν, και δικαιολογήθηκε ότι τάχα τον είχαν γελάσει: είχε ακούσει, είπε, ότι δυνάμεις των Λακεδαιμονίων βρίσκονταν στα σύνορα κι ότι ορισμένοι Αρκάδες ετοιμάζονταν να τους προδώσουν την Τεγέα. Οι ακροατές του, μόλο που ήξεραν ότι έλεγε ψέματα, τον άφησαν να φύγει, αλλά έστειλαν πρέσβεις στη Θήβα να τον κατηγορήσουν και να ζητήσουν τη θανατική του καταδίκη. [7.4.40] Καθώς λένε, ωστόσο, ο Επαμεινώνδας —που ήταν τότε στρατηγός— τους είπε ότι ο Θηβαίος είχε ενεργήσει πολύ πιο σωστά όταν συνέλαβε τους Αρκάδες παρά όταν τους άφησε ελεύθερους. «Γιατί την ώρα που εμείς για χάρη δική σας μπήκαμε στον πόλεμο, και που σεις κάνατε ειρήνη χωρίς τη συγκατάθεσή μας, δίκαιο δεν είναι να κατηγορηθείτε για τούτο σαν προδότες; Να το ξέρετε όμως καλά», είπε, «ότι εμείς και θα εκστρατεύσουμε στην Αρκαδία και θα πολεμήσουμε στο πλευρό των φίλων μας».