Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (4.8.1-4.8.11)

[4.8.1] Καὶ ὁ μὲν δὴ κατὰ γῆν πόλεμος οὕτως ἐπολεμεῖτο. ἐν ᾧ δὲ πάντα ταῦτα ἐπράττετο, τὰ κατὰ θάλατταν αὖ καὶ τὰς πρὸς θαλάττῃ πόλεις γενόμενα διηγήσομαι, καὶ τῶν πράξεων τὰς μὲν ἀξιομνημονεύτους γράψω, τὰς δὲ μὴ ἀξίας λόγου παρήσω. πρῶτον μὲν τοίνυν Φαρνάβαζος καὶ Κόνων, ἐπεὶ ἐνίκησαν τοὺς Λακεδαιμονίους τῇ ναυμαχίᾳ, περιπλέοντες καὶ τὰς νήσους καὶ πρὸς τὰς ἐπιθαλαττιδίας πόλεις τούς τε Λακωνικοὺς ἁρμοστὰς ἐξήλαυνον καὶ παρεμυθοῦντο τὰς πόλεις ὡς οὔτε ἀκροπόλεις ἐντειχίσοιεν ἐάσοιέν τε αὐτονόμους. [4.8.2] οἱ δ᾽ ἀκούοντες ταῦτα ἥδοντό τε καὶ ἐπῄνουν καὶ ξένια προθύμως ἔπεμπον τῷ Φαρναβάζῳ. καὶ γὰρ ὁ Κόνων τὸν Φαρνάβαζον ἐδίδασκεν ὡς οὕτω μὲν ποιοῦντι πᾶσαι αὐτῷ αἱ πόλεις φίλιαι ἔσοιντο, εἰ δὲ δουλοῦσθαι βουλόμενος φανερὸς ἔσοιτο, ἔλεγεν ὡς μία ἑκάστη πολλὰ πράγματα ἱκανὴ εἴη παρέχειν καὶ κίνδυνος εἴη μὴ καὶ οἱ Ἕλληνες, εἰ ταῦτα αἴσθοιντο, συσταῖεν. [4.8.3] ταῦτα μὲν οὖν ἐπείθετο ὁ Φαρνάβαζος. ἀποβὰς δ᾽ εἰς Ἔφεσον τῷ μὲν Κόνωνι δοὺς τετταράκοντα τριήρεις εἰς Σηστὸν εἶπεν ἀπαντᾶν, αὐτὸς δὲ πεζῇ παρῄει ἐπὶ τὴν αὑτοῦ ἀρχήν. καὶ γὰρ ὁ Δερκυλίδας, ὅσπερ καὶ πάλαι πολέμιος ἦν αὐτῷ, ἔτυχεν ἐν Ἀβύδῳ ὤν, ὅτε ἡ ναυμαχία ἐγένετο, καὶ οὐχ ὥσπερ οἱ ἄλλοι ἁρμοσταὶ ἐξέλιπεν, ἀλλὰ κατέσχε τὴν Ἄβυδον καὶ διέσῳζε φίλην τοῖς Λακεδαιμονίοις. καὶ γὰρ συγκαλέσας τοὺς Ἀβυδηνοὺς ἔλεξε τοιάδε. [4.8.4] Ὦ ἄνδρες, νῦν ἔξεστιν ὑμῖν καὶ πρόσθεν φίλοις οὖσι τῇ πόλει ἡμῶν εὐεργέτας φανῆναι τῶν Λακεδαιμονίων. καὶ γὰρ τὸ μὲν ἐν ταῖς εὐπραξίαις πιστοὺς φαίνεσθαι οὐδὲν θαυμαστόν· ὅταν δέ τινες ἐν συμφοραῖς γενομένων φίλων βέβαιοι φανῶσι, τοῦτ᾽ εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον μνημονεύεται. ἔστι δὲ οὐχ οὕτως ἔχον ‹ὡς›, εἰ τῇ ναυμαχίᾳ ἐκρατήθημεν, οὐδὲν ἄρα ἔτι ἐσμέν· ἀλλὰ καὶ τὸ πρόσθεν δήπου, Ἀθηναίων ἀρχόντων τῆς θαλάττης, ἱκανὴ ἦν ἡ ἡμετέρα πόλις καὶ εὖ φίλους καὶ κακῶς ἐχθροὺς ποιεῖν. ὅσῳ δὲ μᾶλλον αἱ ἄλλαι πόλεις σὺν τῇ τύχῃ ἀπεστράφησαν ἡμῶν, τοσούτῳ ὄντως ἡ ὑμετέρα πιστότης μείζων φανείη ἄν. εἰ δέ τις τοῦτο φοβεῖται, μὴ καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν ἐνθάδε πολιορκώμεθα, ἐννοείτω ὅτι Ἑλληνικὸν μὲν οὔπω ναυτικόν ἐστιν ἐν τῇ θαλάττῃ, οἱ δὲ βάρβαροι εἰ ἐπιχειρήσουσι τῆς θαλάττης ἄρχειν, οὐκ ἀνέξεται ταῦτα ἡ Ἑλλάς· ὥσθ᾽ ἑαυτῇ ἐπικουροῦσα καὶ ὑμῖν σύμμαχος γενήσεται. [4.8.5] οἱ μὲν δὴ ταῦτα ἀκούοντες οὐκ ἀκόντως ἀλλὰ προθύμως ἐπείσθησαν· καὶ τοὺς μὲν ἰόντας ἁρμοστὰς φίλως ἐδέχοντο, τοὺς δὲ ἀπόντας μετεπέμποντο. ὁ δὲ Δερκυλίδας, ὡς συνελέγησαν πολλοὶ καὶ χρήσιμοι ἄνδρες εἰς τὴν πόλιν, διαβὰς καὶ εἰς Σηστόν, καταντικρὺ ὄντα Ἀβύδου καὶ ἀπέχοντα οὐ πλέον ὀκτὼ σταδίων, ὅσοι τε διὰ Λακεδαιμονίους γῆν ἔσχον ἐν Χερρονήσῳ, ἥθροιζε, καὶ ὅσοι αὖ ἐκ τῶν ἐν τῇ Εὐρώπῃ πόλεων ἁρμοσταὶ ἐξέπιπτον, καὶ τούτους ἐδέχετο, λέγων ὅτι οὐδ᾽ ἐκείνους ἀθυμεῖν δεῖ, ἐννοουμένους ὅτι καὶ ἐν τῇ Ἀσίᾳ, ἣ ἐξ ἀρχῆς βασιλέως ἐστί, καὶ Τῆμνος, οὐ μεγάλη πόλις, καὶ Αἰγαιεῖς καὶ ἄλλα γε χωρία δύνανται οἰκεῖν οὐχ ὑπήκοοι ὄντες βασιλέως. καίτοι, ἔφη, ποῖον μὲν ‹ἂν› ἰσχυρότερον Σηστοῦ λάβοιτε χωρίον, ποῖον δὲ δυσπολιορκητότερον; ὃ καὶ νεῶν καὶ πεζῶν δεῖται, εἰ μέλλοι πολιορκηθήσεσθαι. τούτους αὖ τοιαῦτα λέγων ἔσχε τοῦ ἐκπεπλῆχθαι. [4.8.6] ὁ δὲ Φαρνάβαζος ἐπεὶ ηὗρε τήν τε Ἄβυδον καὶ τὸν Σηστὸν οὕτως ἔχοντα, προηγόρευεν αὐτοῖς ὡς εἰ μὴ ἐκπέμψοιεν τοὺς Λακεδαιμονίους, πόλεμον ἐξοίσει πρὸς αὐτούς. ἐπεὶ δὲ οὐκ ἐπείθοντο, Κόνωνι μὲν προσέταξε κωλύειν αὐτοὺς τὴν θάλατταν πλεῖν, αὐτὸς δὲ ἐδῄου τὴν τῶν Ἀβυδηνῶν χώραν. ἐπεὶ δὲ οὐδὲν ἐπέραινε πρὸς τὸ καταστρέφεσθαι, αὐτὸς μὲν ἐπ᾽ οἴκου ἀπῆλθε, τὸν δὲ Κόνωνα ἐκέλευεν εὐτρεπίζεσθαι τὰς καθ᾽ Ἑλλήσποντον πόλεις, ὅπως εἰς τὸ ἔαρ ὅτι πλεῖστον ναυτικὸν ἁθροισθείη. ὀργιζόμενος γὰρ τοῖς Λακεδαιμονίοις ἀνθ᾽ ὧν ἐπεπόνθει περὶ παντὸς ἐποιεῖτο ἐλθεῖν τε εἰς τὴν χώραν αὐτῶν καὶ τιμωρήσασθαι ὅ τι δύναιτο. [4.8.7] καὶ τὸν μὲν χειμῶνα ἐν τοιούτοις ὄντες διῆγον· ἅμα δὲ τῷ ἔαρι ναῦς τε πολλὰς συμπληρώσας καὶ ξενικὸν προσμισθωσάμενος ἔπλευσεν ὁ Φαρνάβαζός τε καὶ ὁ Κόνων μετ᾽ αὐτοῦ διὰ νήσων εἰς Μῆλον, ἐκεῖθεν δὲ ὁρμώμενοι εἰς τὴν Λακεδαίμονα. καταπλεύσας δὲ πρῶτον μὲν εἰς Φερὰς ἐδῄωσε ταύτην τὴν χώραν, ἔπειτα καὶ ἄλλοσε ἀποβαίνων τῆς παραθαλαττίας ἐκακούργει ὅ τι ἐδύνατο. φοβούμενος δὲ τήν τε ἀλιμενότητα τῆς χώρας καὶ τὰ τῆς βοηθείας καὶ τὴν σπανοσιτίαν, ταχύ τε ἀνέστρεψε καὶ ἀποπλέων ὡρμίσθη τῆς Κυθηρίας εἰς Φοινικοῦντα. [4.8.8] ἐπεὶ δὲ οἱ ἔχοντες τὴν πόλιν τῶν Κυθηρίων φοβηθέντες μὴ κατὰ κράτος ἁλοῖεν ἐξέλιπον τὰ τείχη, ἐκείνους μὲν ὑποσπόνδους ἀφῆκεν εἰς τὴν Λακωνικήν, αὐτὸς δ᾽ ἐπισκευάσας τὸ τῶν Κυθηρίων τεῖχος φρουρούς τε καὶ Νικόφημον Ἀθηναῖον ἁρμοστὴν ἐν τοῖς Κυθήροις κατέλιπε. ταῦτα δὲ ποιήσας καὶ εἰς Ἰσθμὸν τῆς Κορινθίας καταπλεύσας, καὶ παρακελευσάμενος τοῖς συμμάχοις προθύμως τε πολεμεῖν καὶ ἄνδρας πιστοὺς φαίνεσθαι βασιλεῖ, καταλιπὼν αὐτοῖς χρήματα ὅσα εἶχεν, ᾤχετο ἐπ᾽ οἴκου ἀποπλέων. [4.8.9] λέγοντος δὲ τοῦ Κόνωνος ‹ὡς› εἰ ἐῴη αὐτὸν ἔχειν τὸ ναυτικόν, θρέψοι μὲν ἀπὸ τῶν νήσων, καταπλεύσας δ᾽ εἰς τὴν πατρίδα συναναστήσοι τά τε μακρὰ τείχη τοῖς Ἀθηναίοις καὶ τὸ περὶ τὸν Πειραιᾶ τεῖχος, οὗ εἰδέναι ἔφη ὅτι Λακεδαιμονίοις οὐδὲν ἂν βαρύτερον γένοιτο, καὶ τοῦτο οὖν, ἔφη, σὺ τοῖς μὲν Ἀθηναίοις κεχαρισμένος ἔσει, τοὺς δὲ Λακεδαιμονίους τετιμωρημένος· ἐφ᾽ ᾧ γὰρ πλεῖστα ἐπόνησαν, ἀτελὲς αὐτοῖς ποιήσεις. ὁ δὲ Φαρνάβαζος ἀκούσας ταῦτα ἀπέστειλεν αὐτὸν προθύμως εἰς τὰς Ἀθήνας, καὶ χρήματα προσέθηκεν αὐτῷ εἰς τὸν ἀνατειχισμόν. [4.8.10] ὁ δὲ ἀφικόμενος πολὺ τοῦ τείχους ὤρθωσε, τά τε αὑτοῦ πληρώματα παρέχων καὶ τέκτοσι καὶ λιθολόγοις μισθὸν διδούς, καὶ ἄλλο εἴ τι ἀναγκαῖον ἦν, δαπανῶν. ἦν μέντοι τοῦ τείχους ἃ καὶ αὐτοὶ Ἀθηναῖοι καὶ Βοιωτοὶ καὶ ἄλλαι πόλεις ἐθελούσιαι συνετείχισαν. οἱ μέντοι Κορίνθιοι ἀφ᾽ ὧν ὁ Φαρνάβαζος κατέλιπε χρημάτων ναῦς πληρώσαντες καὶ Ἀγαθῖνον ναύαρχον ἐπιστήσαντες ἐθαλαττοκράτουν ἐν τῷ περὶ Ἀχαΐαν καὶ Λέχαιον κόλπῳ. ἀντεπλήρωσαν δὲ καὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι ναῦς, ὧν Ποδάνεμος ἦρχεν. [4.8.11] ἐπεὶ δὲ οὗτος ἐν προσβολῇ τινι γενομένῃ ἀπέθανε, καὶ Πόλλις αὖ ἐπιστολεὺς ὢν τρωθεὶς ἀπῆλθεν, Ἡριππίδας ταύτας ἀναλαμβάνει τὰς ναῦς. Πρόαινος μέντοι Κορίνθιος τὰς παρ᾽ Ἀγαθίνου παραλαβὼν ναῦς ἐξέλιπε τὸ Ῥίον· Λακεδαιμόνιοι δ᾽ αὐτὸ παρέλαβον. μετὰ δὲ τοῦτο Τελευτίας ἐπὶ τὰς Ἡριππίδου ναῦς ἦλθε, καὶ οὗτος αὖ τοῦ κόλπου πάλιν ἐκράτει.

[4.8.1] Τέτοια ήταν η πορεία του πολέμου στη στεριά. Τώρα θα διηγηθώ όσα έγιναν, την ίδια εποχή μ᾽ όλ᾽ αυτά, στη θάλασσα και στις παραλιακές πόλεις — μνημονεύοντας τα πιο αξιοσημείωτα γεγονότα και παραλείποντας τα λιγότερο σημαντικά.
Πρώτ᾽ απ᾽ όλα, λοιπόν, μετά τη νίκη τους στη ναυμαχία κατά των Λακεδαιμονίων, ο Φαρνάβαζος κι ο Κόνων τριγύρισαν με τον στόλο τους τα νησιά και τις παραθαλάσσιες πόλεις, διώχνοντας από παντού τους Λακεδαιμονίους αρμοστές και καθησυχάζοντας τους πληθυσμούς με τη διαβεβαίωση ότι δεν θα εγκαταστήσουν οχυρά μέσα στις πόλεις, παρά θα τις αφήσουν ανεξάρτητες. [4.8.2] Οι πληθυσμοί υποδέχονταν τις διαβεβαιώσεις μ᾽ εκδηλώσεις χαράς κι επιδοκιμασίας, και μ᾽ όλη τους την καρδιά έστελναν δώρα φιλοξενίας στον Φαρνάβαζο. (Στην πραγματικότητα, ο Κόνων ήταν που είχε πείσει τον Φαρνάβαζο ότι τέτοια τακτική θα τους εξασφάλιζε τη φιλία όλων των πόλεων· αλλιώτικα, του ᾽λεγε, αν έδειχνε πρόθεση να τις υποδουλώσει, και η καθεμιά ξεχωριστά ήταν σε θέση να του δημιουργήσει προβλήματα και επιπλέον υπήρχε ο κίνδυνος να καταλάβουν οι Έλληνες τί συμβαίνει και να ενωθούν. [4.8.3] Αυτά τα επιχειρήματα είχαν πείσει τον Φαρνάβαζο.)
Κατόπιν ο Φαρνάβαζος αποβιβάστηκε στην Έφεσο. Άφησε στον Κόνωνα σαράντα πλοία μ᾽ εντολή να τον συναντήσει στη Σηστό, κι ο ίδιος ξεκίνησε από τη στεριά για τη σατραπεία του. Ένας λόγος για τούτο ήταν ότι ο παλιός του εχθρός Δερκυλίδας, που είχε βρεθεί στην Άβυδο όταν έγινε η ναυμαχία, δεν έφυγε σαν τους άλλους αρμοστές, παρά διατήρησε τον έλεγχο στην Άβυδο και την κράτησε σύμμαχο των Λακεδαιμονίων. Πραγματικά, συγκέντρωσε τους Αβυδηνούς και τους είπε πάνω κάτω τούτα:
[4.8.4] «Σεις, που και πριν ήσαστε φίλοι μας, έχετε τώρα την ευκαιρία να φανείτε ευεργέτες των Λακεδαιμονίων· γιατί το να είναι κανείς πιστός σ᾽ ευτυχισμένες περιστάσεις δεν έχει τίποτα το αξιοθαύμαστο, ενώ μένει για πάντα αξέχαστη η στάση εκείνου που παραστέκει τους φίλους του σε καιρό συμφοράς. Άλλωστε η ήττα μας στη ναυμαχία δεν σημαίνει ότι έχουμε εκμηδενιστεί· είναι γνωστό ότι κι άλλοτε, τότε που οι Αθηναίοι εξουσίαζαν τη θάλασσα, η πόλη μας ήταν σε θέση να κάνει καλό στους φίλους της και κακό στους εχθρούς της. Έπειτα, ακριβώς επειδή οι άλλες πόλεις μάς εγκατέλειψαν μόλις άλλαξε η τύχη μας, αποκτάει μεγαλύτερη αξία η δική σας σταθερότητα. Αν πάλι μερικοί από σας φοβούνται μη μας πολιορκήσουν εδώ κι από στεριά κι από θάλασσα, ας σκεφτούν ότι τούτη τη στιγμή δεν υπάρχει ελληνικό ναυτικό — κι αν δοκιμάσουν οι βάρβαροι ν᾽ αποκτήσουν την κυριαρχία της θάλασσας, η Ελλάδα δεν θα το ανεχτεί· τότε, ενεργώντας για τη δική της σωτηρία, θα βρεθεί και δική σας σύμμαχος».
[4.8.5] Έπειτ᾽ απ᾽ αυτή την αγόρευση οι Αβυδηνοί τον εισάκουσαν και μάλιστα όχι με μισή καρδιά, αλλά μ᾽ ενθουσιασμό· υποδέχτηκαν φιλικά τους αρμοστές που κατέφευγαν στην πόλη τους κι έστειλαν να φέρουν κι όσους βρίσκονταν αλλού. Όταν μαζεύτηκαν πολλά και άξια στελέχη στην πόλη, ο Δερκυλίδας πέρασε και στη Σηστό, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την Άβυδο και δεν απέχει από τούτη περισσότερα από οχτώ στάδια. Εκεί βάλθηκε να συγκεντρώνει όλους όσοι είχαν αποκτήσει γη στη Χερσόνησο χάρη στους Λακεδαιμονίους· υποδεχόταν και τους αρμοστές που διώχνονταν από τις πόλεις της ευρωπαϊκής ακτής, λέγοντάς τους ότι ούτε κι εκείνοι έπρεπε να χάνουν το θάρρος τους, αφού ακόμα και στην Ασία, που ανέκαθεν ανήκε στον Βασιλέα, υπήρχαν η Τήμνος (μια μικρή πόλη), οι Αιγές και άλλα μέρη όπου μπορούσαν να κατοικήσουν δίχως να γίνουν υπήκοοι του Βασιλέως. «Αλλά», τους έλεγε, «πού θα βρείτε πιο οχυρή, πιο άπαρτη τοποθεσία από τη Σηστό, που για να την πολιορκήσουν θέλουν και στόλο και στρατό;» Με τέτοιες κουβέντες κατόρθωσε να τους συγκρατήσει από τον πανικό.
[4.8.6] Όταν ο Φαρνάβαζος βρήκε και την Άβυδο και τη Σηστό σ᾽ αυτή την κατάσταση, τους μήνυσε ότι αν δεν διώξουν τους Λακεδαιμονίους θα τους κηρύξει πόλεμο. Καθώς δεν τον εισάκουσαν, πρόσταξε τον Κόνωνα να τις αποκλείσει από τη θάλασσα κι ο ίδιος άρχισε να λεηλατεί το έδαφος των Αβυδηνών. Βλέποντας ωστόσο ότι δεν κατάφερνε να τους υποτάξει επέστρεψε στην έδρα του, αφήνοντας εντολή στον Κόνωνα να καλοπιάσει τις πόλεις του Ελλησπόντου, έτσι ώστε να συγκεντρώσουν ώς την άνοιξη όσο γινόταν πιο πολύ ναυτικό· εξαγριωμένος όπως ήταν με τους Λακεδαιμονίους γι᾽ αυτά που του είχαν κάνει, το ᾽χε βάλει κύριο σκοπό του να τους ξεπληρώσει όσο μπορούσε, μεταφέροντας τον πόλεμο στον τόπο τους.
[393 π.Χ.]
[4.8.7] Μ᾽ αυτές τις ασχολίες πέρασαν τον χειμώνα. Μόλις ήρθε η άνοιξη, ο Φαρνάβαζος επάνδρωσε πολλά πλοία, στρατολόγησε και μισθοφόρους και μαζί με τον Κόνωνα έβαλε πλώρη για τα νησιά και κατόπιν, με βάση τη Μήλο, για τη Λακεδαίμονα. Πρώτα πήγε στις Φερές και λεηλάτησε εκείνη την περιοχή, κι ύστερα έκανε αποβάσεις σε διάφορα σημεία της παραλίας, προκαλώντας όσες καταστροφές μπορούσε. Γρήγορα ωστόσο ανησύχησε από την έλλειψη λιμανιών και τροφίμων και φοβήθηκε μήπως οι Λακεδαιμόνιοι στείλουν ενισχύσεις· γύρισε λοιπόν πίσω κι έφυγε, και αγκυροβόλησε στον Φοινικούντα των Κυθήρων.
[4.8.8] Από φόβο μήπως αιχμαλωτιστεί πάνω σε μάχη, η φρουρά της πόλης των Κυθήρων εγκατέλειψε τα τείχη και συνθηκολόγησε. Ο Φαρνάβαζος την άφησε να φύγει για τη Λακωνία· ύστερα, αφού επισκεύασε ο ίδιος τα τείχη της πόλης, τοποθέτησε στα Κύθηρα φρουρά με διοικητή τον Αθηναίο Νικόφημο κι έκανε πανιά για τον Ισθμό της Κορινθίας. Εκεί παρακίνησε τους συμμάχους να δείξουν ζήλο στη διεξαγωγή του πολέμου και πίστη στον βασιλέα· τους άφησε κι όσα χρήματα είχε κι ετοιμάστηκε να γυρίσει στον τόπο του. [4.8.9] Τότε ο Κόνων του ζήτησε να του δώσει εκείνου τον στόλο, λέγοντας ότι αναλαμβάνει να τον συντηρήσει με τους πόρους των νησιών και να τον οδηγήσει στην πατρίδα του, να βοηθήσει τους Αθηναίους να ξαναχτίσουν τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του Πειραιά — και το ᾽ξερε, είπε, ότι αυτό θ᾽ αποτελούσε το μεγαλύτερο δυνατό πλήγμα για τους Λακεδαιμονίους. «Μ᾽ αυτόν τον τρόπο», πρόσθεσε, «και στους Αθηναίους θα προσφέρεις εκδούλευση και τους Λακεδαιμονίους θα εκδικηθείς, εκμηδενίζοντας το αποτέλεσμα τόσων κόπων τους». Ακούγοντάς τα αυτά ο Φαρνάβαζος προθυμοποιήθηκε να τον στείλει στην Αθήνα και μάλιστα του ᾽δωσε και παραπανίσια χρήματα για την ανοικοδόμηση των Τειχών.
[4.8.10] Όταν έφτασε στην Αθήνα, ο Κόνων ξανάχτισε μέρος των Τειχών βάζοντας τα πληρώματά του να δουλέψουν, πληρώνοντας μεροκάματα σε μαραγκούς και χτίστες και ξοδεύοντας ό,τι άλλο χρειαζόταν. Άλλα τμήματα των Τειχών, πάλι, τα έχτισαν οι ίδιοι οι Αθηναίοι, καθώς κι οι Βοιωτοί κι άλλες πόλεις που προσφέρθηκαν εθελοντικά.
Στο μεταξύ, με τα χρήματα που είχε αφήσει ο Φαρνάβαζος οι Κορίνθιοι επάνδρωσαν πλοία, διόρισαν ναύαρχο τον Αγαθίνο κι απέκτησαν τη ναυτική κυριαρχία στον Κορινθιακό κόλπο. Οι Λακεδαιμόνιοι, από την πλευρά τους, τους αντιπαρατάξαν στόλο μ᾽ αρχηγό τον Ποδάνεμο. [4.8.11] Όταν πάλι τούτος σκοτώθηκε σε κάποιαν επίθεση, κι ο υπαρχηγός του Πόλλις πληγώθηκε κι έφυγε, πήρε την αρχηγία αυτού του στόλου ο Ηριππίδας. Ο Κορίνθιος Πρόαινος, που διαδέχτηκε τον Αγαθίνο στην αρχηγία του αντίπαλου στόλου, εγκατέλειψε το Ρίο και το κατέλαβαν οι Λακεδαιμόνιοι· κατόπιν διαδέχτηκε τον Ηριππίδα ο Τελευτίας, που απέκτησε ξανά την κυριαρχία του κόλπου.