Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (4.6.1-4.6.14)

[4.6.1] Μετὰ δὲ τοῦτο οἱ Ἀχαιοὶ ἔχοντες Καλυδῶνα, ἣ τὸ παλαιὸν Αἰτωλίας ἦν, καὶ πολίτας πεποιημένοι τοὺς Καλυδωνίους, φρουρεῖν ἠναγκάζοντο ἐν αὐτῇ. οἱ γὰρ Ἀκαρνᾶνες ἐπεστράτευον, καὶ τῶν Ἀθηναίων δὲ καὶ Βοιωτῶν συμπαρῆσάν τινες αὐτοῖς διὰ τὸ συμμάχους εἶναι. πιεζόμενοι οὖν ὑπ᾽ αὐτῶν οἱ Ἀχαιοὶ πρέσβεις πέμπουσιν εἰς τὴν Λακεδαίμονα. οἱ δ᾽ ἐλθόντες ἔλεγον ὅτι οὐ δίκαια πάσχοιεν ὑπὸ τῶν Λακεδαιμονίων. [4.6.2] Ἡμεῖς μὲν γάρ, ἔφασαν, ὑμῖν, ὦ ἄνδρες, ὅπως ἂν ὑμεῖς παραγγέλλητε συστρατευόμεθα καὶ ἑπόμεθα ὅποι ἂν ἡγῆσθε· ὑμεῖς δὲ πολιορκουμένων ἡμῶν ὑπὸ Ἀκαρνάνων καὶ τῶν συμμάχων αὐτοῖς Ἀθηναίων καὶ Βοιωτῶν οὐδεμίαν ἐπιμέλειαν ποιεῖσθε. οὐκ ἂν οὖν δυναίμεθα ἡμεῖς τούτων οὕτω γιγνομένων ἀντέχειν, ἀλλ᾽ ἢ ἐάσαντες τὸν ἐν Πελοποννήσῳ πόλεμον διαβάντες πάντες πολεμήσομεν Ἀκαρνᾶσί τε καὶ τοῖς συμμάχοις αὐτῶν, ἢ εἰρήνην ποιησόμεθα ὁποίαν ἄν τινα δυνώμεθα. [4.6.3] ταῦτα δ᾽ ἔλεγον ὑπαπειλοῦντες τοῖς Λακεδαιμονίοις ἀπαλλαγήσεσθαι τῆς συμμαχίας, εἰ μὴ αὐτοῖς ἀντεπικουρήσουσι. τούτων δὲ λεγομένων ἔδοξε τοῖς τ᾽ ἐφόροις καὶ τῇ ἐκκλησίᾳ ἀναγκαῖον εἶναι στρατεύεσθαι μετὰ τῶν Ἀχαιῶν ἐπὶ τοὺς Ἀκαρνᾶνας. καὶ ἐκπέμπουσιν Ἀγησίλαον, δύο μόρας ἔχοντα καὶ τῶν συμμάχων τὸ μέρος. οἱ μέντοι Ἀχαιοὶ πανδημεὶ συνεστρατεύοντο. [4.6.4] ἐπεὶ δὲ διέβη ὁ Ἀγησίλαος, πάντες μὲν οἱ ἐκ τῶν ἀγρῶν Ἀκαρνᾶνες ἔφυγον εἰς τὰ ἄστη, πάντα δὲ τὰ βοσκήματα ἀπεχώρησε πόρρω, ὅπως μὴ ἁλίσκηται ὑπὸ τοῦ στρατεύματος. ὁ δ᾽ Ἀγησίλαος ἐπειδὴ ἐγένετο ἐν τοῖς ὁρίοις τῆς πολεμίας, πέμψας εἰς Στράτον πρὸς τὸ κοινὸν τῶν Ἀκαρνάνων εἶπεν ὡς, εἰ μὴ παυσάμενοι τῆς πρὸς Βοιωτοὺς καὶ Ἀθηναίους συμμαχίας ἑαυτοὺς καὶ τοὺς συμμάχους αἱρήσονται, δῃώσει πᾶσαν τὴν γῆν αὐτῶν ἐφεξῆς καὶ παρα λείψει οὐδέν. [4.6.5] ἐπεὶ δὲ οὐκ ἐπείθοντο, οὕτως ἐποίει, καὶ κόπτων συνεχῶς τὴν χώραν οὐ προῄει πλέον τῆς ἡμέρας ἢ δέκα ἢ δώδεκα σταδίων. οἱ μὲν οὖν Ἀκαρνᾶνες, ἡγησάμενοι ἀσφαλὲς εἶναι διὰ τὴν βραδυτῆτα τοῦ στρατεύματος, τά τε βοσκήματα κατεβίβαζον ἐκ τῶν ὀρῶν καὶ τῆς χώρας τὰ πλεῖστα εἰργάζοντο. [4.6.6] ἐπεὶ δὲ ἐδόκουν τῷ Ἀγησιλάῳ πάνυ ἤδη θαρρεῖν, ἡμέρᾳ πέμπτῃ ἢ ἕκτῃ καὶ δεκάτῃ ἀφ᾽ ἧς εἰσέβαλε, θυσάμενος πρῲ διεπορεύθη πρὸ δείλης ἑξήκοντα καὶ ἑκατὸν στάδια ἐπὶ τὴν λίμνην περὶ ἣν τὰ βοσκήματα τῶν Ἀκαρνάνων σχεδὸν πάντα ἦν, καὶ ἔλαβε παμπλήθη καὶ βουκόλια καὶ ἱπποφόρβια καὶ ἄλλα παντοδαπὰ βοσκήματα καὶ ἀνδράποδα πολλά. λαβὼν δὲ καὶ μείνας αὐτοῦ τὴν ἐπι οῦσαν ἡμέραν διεπώλει τὰ αἰχμάλωτα. [4.6.7] τῶν μέντοι Ἀκαρνάνων πολλοὶ πελτασταὶ ἦλθον, καὶ πρὸς τῷ ὄρει σκηνοῦντος τοῦ Ἀγησιλάου βάλλοντες καὶ σφενδονῶντες ἀπὸ τῆς ἀκρωνυχίας τοῦ ὄρους ἔπασχον μὲν οὐδέν, κατεβίβασαν δὲ εἰς τὸ ὁμαλὲς τὸ στρατόπεδον, καίπερ ἤδη περὶ δεῖπνον παρασκευαζόμενον. εἰς δὲ τὴν νύκτα οἱ μὲν Ἀκαρνᾶνες ἀπῆλθον, οἱ δὲ στρατιῶται φυλακὰς καταστησάμενοι ἐκάθευδον. [4.6.8] τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ ἀπῆγεν ὁ Ἀγησίλαος τὸ στράτευμα. καὶ ἦν μὲν ἡ ἔξοδος ἐκ τοῦ περὶ τὴν λίμνην λειμῶνός τε καὶ πεδίου στενὴ διὰ τὰ κύκλῳ περιέχοντα ὄρη· καταλαβόντες δὲ οἱ Ἀκαρνᾶνες ἐκ τῶν ὑπερδεξίων ἔβαλλόν τε καὶ ἠκόντιζον, καὶ ὑποκαταβαίνοντες εἰς τὰ κράσπεδα τῶν ὀρῶν προσέκειντο καὶ πράγματα παρεῖχον, ὥστε οὐκέτι ἐδύνατο τὸ στράτευμα πορεύεσθαι. [4.6.9] ἐπιδιώκοντες δὲ ἀπὸ τῆς φάλαγγος οἵ τε ὁπλῖται καὶ οἱ ἱππεῖς τοὺς ἐπιτιθεμένους οὐδὲν ἔβλαπτον· ταχὺ γὰρ ἦσαν, ὁπότε ἀποχωροῖεν, πρὸς τοῖς ἰσχυροῖς οἱ Ἀκαρνᾶνες. χαλεπὸν δ᾽ ἡγησάμενος ὁ Ἀγησίλαος διὰ τοῦ στενοπόρου ἐξελθεῖν ταῦτα πάσχοντας, ἔγνω διώκειν τοὺς ἐκ τῶν εὐωνύμων προσκειμένους, μάλα πολλοὺς ὄντας· εὐβατώτερον γὰρ ἦν τοῦτο τὸ ὄρος καὶ ὁπλίταις καὶ ἵπποις. [4.6.10] καὶ ἐν ᾧ μὲν ἐσφαγιάζετο, μάλα κατεῖχον βάλλοντες καὶ ἀκοντίζοντες οἱ Ἀκαρνᾶνες, καὶ ἐγγὺς προσιόντες πολλοὺς ἐτίτρωσκον. ἐπεὶ δὲ παρήγγειλεν, ἔθει μὲν ἐκ τῶν ὁπλιτῶν τὰ πεντεκαίδεκα ἀφ᾽ ἥβης, ἤλαυνον δὲ οἱ ἱππεῖς, αὐτὸς δὲ σὺν τοῖς ἄλλοις ἠκολούθει. [4.6.11] οἱ μὲν οὖν ὑποκαταβεβηκότες τῶν Ἀκαρνάνων καὶ ἀκροβολιζόμενοι ταχὺ ἐνέκλιναν καὶ ἀπέθνῃσκον φεύγοντες πρὸς τὸ ἄναντες· ἐπὶ μέντοι τοῦ ἀκροτάτου οἱ ὁπλῖται ἦσαν τῶν Ἀκαρνάνων παρατεταγμένοι καὶ τῶν πελταστῶν τὸ πολύ, καὶ ἐνταῦθα ἐπέμενον, καὶ τά τε ἄλλα βέλη ἠφίεσαν καὶ τοῖς δόρασιν ἐξακοντίζοντες ἱππέας τε κατέτρωσαν καὶ ἵππους τινὰς ἀπέκτειναν. ἐπεὶ μέντοι μικροῦ ἔδεον ἤδη ἐν χερσὶ τῶν Λακεδαιμονίων ὁπλιτῶν εἶναι, ἐνέκλιναν, καὶ ἀπέθανον αὐτῶν ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ περὶ τριακοσίους. [4.6.12] τούτων δὲ γενομένων ὁ Ἀγησίλαος τροπαῖον ἐστήσατο. καὶ τὸ ἀπὸ τούτου περιιὼν κατὰ τὴν χώραν ἔκοπτε καὶ ἔκαε· πρὸς ἐνίας δὲ τῶν πόλεων καὶ προσέβαλλεν, ὑπὸ τῶν Ἀχαιῶν ἀναγκαζόμενος, οὐ μὴν εἷλέ γε οὐδεμίαν. ἡνίκα δὲ ἤδη ἐπεγίγνετο τὸ μετόπωρον, ἀπῄει ἐκ τῆς χώρας. [4.6.13] οἱ δὲ Ἀχαιοὶ πεποιηκέναι τε οὐδὲν ἐνόμιζον αὐτόν, ὅτι πόλιν οὐδεμίαν προσειλήφει οὔτε ἑκοῦσαν οὔτε ἄκουσαν, ἐδέοντό τε, εἰ μή τι ἄλλο, ἀλλὰ τοσοῦτόν γε χρόνον καταμεῖναι αὐτόν, ἕως ἂν τὸν σπορητὸν διακωλύσῃ τοῖς Ἀκαρνᾶσιν. ὁ δὲ ἀπεκρίνατο ὅτι τὰ ἐναντία λέγοιεν τοῦ συμφέροντος. ἐγὼ μὲν γάρ, ἔφη, στρατεύομαι πάλιν δεῦρο εἰς τὸ ἐπιὸν θέρος· οὗτοι δὲ ὅσῳ ἂν πλείω σπείρωσι, τοσούτῳ μᾶλλον τῆς εἰρήνης ἐπιθυμήσουσι. [4.6.14] ταῦτα δ᾽ εἰπὼν ἀπῄει πεζῇ δι᾽ Αἰτωλίας τοιαύτας ὁδοὺς ἃς οὔτε πολλοὶ οὔτε ὀλίγοι δύναιντ᾽ ἂν ἀκόντων Αἰτωλῶν πορεύεσθαι· ἐκεῖνον μέντοι εἴασαν διελθεῖν· ἤλπιζον γὰρ Ναύπακτον αὐτοῖς συμπράξειν ὥστ᾽ ἀπολαβεῖν. ἐπειδὴ δὲ ἐγένετο κατὰ τὸ Ῥίον, ταύτῃ διαβὰς οἴκαδε ἀπῆλθε· καὶ γὰρ τὸν ἐκ Καλυδῶνος ἔκπλουν εἰς Πελοπόννησον οἱ Ἀθηναῖοι ἐκώλυον τριήρεσιν ὁρμώμενοι ἐξ Οἰνιαδῶν.

[389 π.Χ.]
[4.6.1] Αργότερα οι Αχαιοί αναγκάστηκαν να εγκαταστήσουν φρουρά στην Καλυδώνα (που ανήκε άλλοτε στην Αιτωλία και που στη συνέχεια την είχαν προσαρτήσει αυτοί, κάνοντας τους Καλυδωνίους Αχαιούς πολίτες) εξαιτίας των επιδρομών που επιχειρούσαν εναντίον τους οι Ακαρνάνες με τη βοήθεια μερικών Αθηναίων και Βοιωτών συμμάχων τους. Οι Αχαιοί βρέθηκαν σε στενόχωρη θέση κι έστειλαν στη Λακεδαίμονα πρέσβεις, που πήγαν και παραπονέθηκαν ότι δεν ήταν δίκαιη η στάση των Λακεδαιμονίων απέναντί τους: [4.6.2] «Εμείς», είπαν, «πολεμάμε στο πλευρό σας κάθε φορά που μας το ζητάτε και σας ακολουθούμε όπου κι αν μας οδηγήσετε — ενώ εσείς καθόλου δεν νοιάζεστε για μας την ώρα που μας πολιορκούν οι Ακαρνάνες κι οι σύμμαχοί τους Αθηναίοι και Βοιωτοί. Αν τούτο συνεχιστεί, δεν θα μπορέσουμε ν᾽ αντέξουμε: ή θα εγκαταλείψουμε τον πόλεμο στην Πελοπόννησο και θα περάσουμε όλοι αντίκρυ να πολεμήσουμε τους Ακαρνάνες και τους συμμάχους τους, ή θα κάνουμε ειρήνη με οποιουσδήποτε όρους». [4.6.3] Μ᾽ αυτά τα λόγια απειλούσαν έμμεσα τους Λακεδαιμονίους ότι θα αποτραβιόνταν από τη συμμαχία, αν εκείνοι δεν τους έδιναν με τη σειρά τους βοήθεια. Ύστερα απ᾽ αυτή τη δήλωση οι έφοροι κι η Συνέλευση έκριναν ότι δεν μπορούσαν παρά να εκστρατεύσουν μαζί με τους Αχαιούς εναντίον των Ακαρνάνων· έστειλαν λοιπόν τον Αγησίλαο με δύο τάγματα και ανάλογη δύναμη από τους συμμάχους. Οι Αχαιοί, από την πλευρά τους, έκαναν γενική επιστράτευση.
[4.6.4] Όταν ο Αγησίλαος πέρασε αντίκρυ, όλοι οι χωρικοί της Ακαρνανίας κατέφυγαν στις πόλεις κι έδιωξαν τα κοπάδια τους μακριά, για να μην πέσουν στα χέρια του στρατού του. Φτάνοντας στα σύνορα της εχθρικής χώρας, ο Αγησίλαος έστειλε μήνυμα στη γενική συνέλευση των Ακαρνάνων, που ήταν στη Στράτο: ή θα εγκαταλείψουν τη συμμαχία των Βοιωτών και των Αθηναίων και θα γίνουν σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων και των Αχαιών, είπε, ή θα λεηλατήσει λίγη λίγη όλη τη γη τους, δίχως εξαίρεση. [4.6.5] Καθώς εκείνοι δεν υπάκουσαν άρχισε να πραγματοποιεί την απειλή του, καταστρέφοντας συστηματικά τη χώρα, αλλά χωρίς να προχωρεί περισσότερο από δέκα ώς δώδεκα στάδια το πολύ κάθε μέρα.
Ο αργός ρυθμός της προέλασης του στρατού έκανε τους Ακαρνάνες να πιστέψουν ότι μπορούσαν άφοβα να κατεβάσουν τα κοπάδια τους από τα βουνά και να καλλιεργούν το μεγαλύτερο μέρος της γης. [4.6.6] Όταν ο Αγησίλαος έκρινε ότι οι αντίπαλοι είχαν ξεθαρρέψει αρκετά, τη δέκατη πέμπτη ή τη δέκατη έκτη μέρα από την εισβολή του έκανε θυσία νωρίς το πρωί· κατόπιν βάδισε εκατόν εξήντα στάδια και πριν νυχτώσει έφτασε στη λίμνη όπου βρίσκονταν όλα σχεδόν τα κοπάδια των Ακαρνάνων. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο κυρίεψε πολλά κοπάδια από βόδια, άλογα κι άλλα ζώα κάθε λογής, καθώς και πολλούς δούλους, και πέρασε εκεί την επόμενη μέρα πουλώντας τα λάφυρα. [4.6.7] Στο μεταξύ έφτασαν πολλοί Ακαρνάνες πελταστές, και καθώς ο Αγησίλαος είχε κατασκηνώσει στη βουνοπλαγιά έπιασαν την κορυφογραμμή απ᾽ όπου, χωρίς να κινδυνεύουν οι ίδιοι, άρχισαν να ρίχνουν πέτρες και βέλη· τελικά ανάγκασαν τους Λακεδαιμονίους να μετακινήσουν το στρατόπεδό τους στην πεδιάδα, μόλο που είχαν αρχίσει κιόλας να ετοιμάζουν το δείπνο τους. Τη νύχτα πάντως οι Ακαρνάνες αποτραβήχτηκαν, κι οι Λακεδαιμόνιοι τοποθέτησαν σκοπούς και κοιμήθηκαν.
[4.6.8] Την άλλη μέρα ο Αγησίλαος κίνησε με τον στρατό να γυρίσει πίσω. Φεύγοντας ωστόσο από τα βοσκοτόπια και την πεδιάδα που τριγυρίζουν τη λίμνη είχε να διασχίσει ένα στενό πέρασμα ανάμεσα σε βουνά που το έκλειναν από παντού. Οι Ακαρνάνες έπιασαν τα υψώματα από δεξιά κι έριχναν πέτρες κι ακόντια και κατεβαίνοντας ώς κάτω στα ριζοβούνια παρενοχλούσαν τόσο πολύ τον στρατό με τις επιθέσεις τους, που δεν μπορούσε πια να προχωρήσει. [4.6.9] Μάταια έβγαιναν οι οπλίτες κι οι ιππείς από τη φάλαγγα για να τους κυνηγήσουν: οι Ακαρνάνες δεν είχαν παρά να υποχωρήσουν λίγο για να βρεθούν αμέσως σε οχυρό έδαφος.
Ο Αγησίλαος έκρινε πως θα ᾽ταν δύσκολο, μ᾽ αυτές τις συνθήκες, να βγουν από το στενό· αποφάσισε λοιπόν να καταδιώξει τους εχθρούς που χτυπούσαν από τ᾽ αριστερά —μόλο που ήταν πάρα πολλοί—, επειδή από κείνη την πλευρά το βουνό ήταν πιο προσιτό και στους οπλίτες και στο ιππικό. [4.6.10] Την ώρα που έκανε θυσία, οι Ακαρνάνες βρέθηκαν σε πλεονεκτική θέση και σίμωσαν, πληγώνοντας πολλούς με πέτρες κι ακόντια. Μόλις όμως έδωσε το παράγγελμα, χίμηξαν τρέχοντας οι δεκαπέντε νεότερες κλάσεις των οπλιτών κι έκανε επέλαση το ιππικό, ενώ ο ίδιος ακολουθούσε με τον υπόλοιπο στρατό. [4.6.11] Όσοι Ακαρνάνες είχαν κατέβει χαμηλά σαν ακροβολιστές, υποχώρησαν βιαστικά, και πολλοί σκοτώθηκαν καθώς έτρεχαν στον ανήφορο. Στην κορυφογραμμή είχαν παραταχθεί οι οπλίτες των Ακαρνάνων και το μεγαλύτερο μέρος των πελταστών, κι εκείνοι κράτησαν τις θέσεις τους· εκτός από βέλη που ᾽ριχναν, μεταχειρίστηκαν και τα δόρατά τους σαν ακόντια, πληγώνοντας ιππείς και σκοτώνοντας μερικά άλογα. Λίγο πριν έλθουν στα χέρια με τους Λακεδαιμονίους, ωστόσο, υποχώρησαν και σκοτώθηκαν εκείνη τη μέρα περίπου τριακόσιοι.
[4.6.12] Ύστερα απ᾽ αυτό ο Αγησίλαος έστησε τρόπαιο, και κατόπιν τριγύρισε τη χώρα ρημάζοντάς τη με φωτιά και με σίδερο. Έκανε εφόδους και σε μερικές πόλεις, επειδή τον πίεζαν οι Αχαιοί, χωρίς όμως να κυριέψει καμία. Όταν μπήκε πια φθινόπωρο έφυγε από τη χώρα.
[4.6.13] Οι Αχαιοί θεώρησαν την εκστρατεία του αποτυχημένη, μια και δεν είχε καταλάβει ούτε μια πόλη ούτε με το καλό ούτε με τη βία, και τον παρακάλεσαν, αν όχι τίποτ᾽ άλλο, τουλάχιστον να μείνει όσο καιρό χρειαζόταν για να εμποδίσει τους Ακαρνάνες να σπείρουν τη γη τους. Εκείνος όμως αποκρίθηκε ότι η πρότασή τους ήταν ασύμφορη: «Εγώ», είπε, «θα εισβάλω ξανά εδώ το ερχόμενο καλοκαίρι. Όσο πιο πολύ λοιπόν έχουν σπείρει, τόσο περισσότερο θα θέλουν την ειρήνη». [4.6.14] Ύστερα κίνησε να διασχίσει την Αιτωλία, από μια διαδρομή που καμιά δύναμη, μεγάλη ή μικρή, δεν θα μπορούσε ν᾽ ακολουθήσει χωρίς τη συγκατάθεση των Αιτωλών· εκείνοι ωστόσο τον άφησαν να περάσει, ελπίζοντας ότι θα τους βοηθούσε να κατακτήσουν τη Ναύπακτο. Όταν έφτασε στο ύψος του Ρίου, διάβηκε από κει απέναντι —επειδή οι Αθηναίοι είχαν αποκλείσει, με πολεμικά που είχαν βάση τις Οινιάδες, το πέρασμα από την Καλυδώνα στην Πελοπόννησο— και επέστρεψε στη Λακεδαίμονα.
[388 π.Χ.]