Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (4.5.9-4.5.19)

[4.5.9] Οἱ δὲ πρέσβεις τῶν Βοιωτῶν προσκληθέντες καὶ ἐρωτώμενοι ὅ τι ἥκοιεν, περὶ μὲν τῆς εἰρήνης οὐκέτι ἐμέμνηντο, εἶπον δὲ ὅτι εἰ μή τι κωλύοι βούλοιντο εἰς ἄστυ πρὸς τοὺς σφετέρους στρατιώτας παρελθεῖν. ὁ δ᾽ ἐπιγελάσας· Ἀλλ᾽ οἶδα μέν, ἔφη, ὅτι οὐ τοὺς στρατιώτας ἰδεῖν βούλεσθε, ἀλλὰ τὸ εὐτύχημα τῶν φίλων ὑμῶν θεάσασθαι πόσον τι γεγένηται. περιμείνατε οὖν, ἔφη· ἐγὼ γὰρ ὑμᾶς αὐτὸς ἄξω, καὶ μᾶλλον μετ᾽ ἐμοῦ ὄντες γνώσεσθε ποῖόν τι τὸ γεγενημένον ἐστί. [4.5.10] καὶ οὐκ ἐψεύσατο, ἀλλὰ τῇ ὑστεραίᾳ θυσάμενος ἦγε πρὸς τὴν πόλιν τὸ στράτευμα. καὶ τὸ μὲν τροπαῖον οὐ κατέβαλεν, εἰ δέ τι ἦν λοιπὸν δένδρον, κόπτων καὶ κάων ἐπεδείκνυεν ὡς οὐδεὶς ἀντεξῄει. ταῦτα δὲ ποιήσας ἐστρατοπεδεύσατο περὶ τὸ Λέχαιον· καὶ τοὺς Θηβαίων μέντοι πρέσβεις εἰς μὲν τὸ ἄστυ οὐκ ἀνῆκε, κατὰ θάλατταν δὲ εἰς Κρεῦσιν ἀπέπεμψεν. ἅτε δὲ ἀήθους τοῖς Λακεδαιμονίοις γεγενημένης τῆς τοιαύτης συμφορᾶς, πολὺ πένθος ἦν κατὰ τὸ Λακωνικὸν στράτευμα, πλὴν ὅσων ἐτέθνασαν ἐν χώρᾳ ἢ υἱοὶ ἢ πατέρες ἢ ἀδελφοί· οὗτοι δ᾽ ὥσπερ νικηφόροι λαμπροὶ καὶ ἀγαλλόμενοι τῷ οἰκείῳ πάθει περιῇσαν. [4.5.11] ἐγένετο δὲ τὸ τῆς μόρας πάθος τοιῷδε τρόπῳ. οἱ Ἀμυκλαῖοι ἀεί ποτε ἀπέρχονται εἰς τὰ Ὑακίνθια ἐπὶ τὸν παιᾶνα, ἐάν τε στρατοπεδευόμενοι τυγχάνωσιν ἐάν τε ἄλλως πως ἀποδημοῦντες. καὶ τότε δὴ τοὺς ἐκ πάσης τῆς στρατιᾶς Ἀμυκλαίους κατέλιπε μὲν Ἀγησίλαος ἐν Λεχαίῳ. ὁ δ᾽ ἐκεῖ φρουρῶν πολέμαρχος τοὺς μὲν ἀπὸ τῶν συμμάχων φρουροὺς παρέταξε φυλάττειν τὸ τεῖχος, αὐτὸς δὲ σὺν τῇ τῶν ὁπλιτῶν καὶ τῇ τῶν ἱππέων μόρᾳ παρὰ τὴν πόλιν τῶν Κορινθίων τοὺς Ἀμυκλαιεῖς παρῆγεν. [4.5.12] ἐπεὶ δὲ ἀπεῖχον ὅσον εἴκοσιν ἢ τριάκοντα σταδίους τοῦ Σικυῶνος, ὁ μὲν πολέμαρχος σὺν τοῖς ὁπλίταις οὖσιν ὡς ἑξακοσίοις ἀπῄει πάλιν ἐπὶ τὸ Λέχαιον, τὸν δ᾽ ἱππαρμοστὴν ἐκέλευσε σὺν τῇ τῶν ἱππέων μόρᾳ, ἐπεὶ προπέμψειαν τοὺς Ἀμυκλαιεῖς μέχρι ὁπόσου αὐτοὶ κελεύοιεν, μεταδιώκειν. καὶ ὅτι μὲν πολλοὶ ἦσαν ἐν τῇ Κορίνθῳ καὶ πελτασταὶ καὶ ὁπλῖται οὐδὲν ἠγνόουν· κατεφρόνουν δὲ διὰ τὰς ἔμπροσθεν τύχας μηδένα ἂν ἐπιχειρῆσαι σφίσιν. [4.5.13] οἱ δ᾽ ἐκ τῶν Κορινθίων ἄστεως, Καλλίας τε ὁ Ἱππονίκου, τῶν Ἀθηναίων ὁπλιτῶν στρατηγῶν, καὶ Ἰφικράτης, τῶν πελταστῶν ἄρχων, καθορῶντες αὐτοὺς καὶ οὐ πολλοὺς ὄντας καὶ ἐρήμους καὶ πελταστῶν καὶ ἱππέων, ἐνόμισαν ἀσφαλὲς εἶναι ἐπιθέσθαι αὐτοῖς τῷ πελταστικῷ. εἰ μὲν γὰρ πορεύοιντο τῇ ὁδῷ, ἀκοντιζομένους ἂν αὐτοὺς εἰς τὰ γυμνὰ ἀπόλλυσθαι· εἰ δ᾽ ἐπιχειροῖεν διώκειν, ῥᾳδίως ἂν ἀποφυγεῖν πελτασταῖς τοῖς ἐλαφροτάτοις τοὺς ὁπλίτας. γνόντες δὲ ταῦτα ἐξάγουσι. [4.5.14] καὶ ὁ μὲν Καλλίας παρέταξε τοὺς ὁπλίτας οὐ πόρρω τῆς πόλεως, ὁ δὲ Ἰφικράτης λαβὼν τοὺς πελταστὰς ἐπέθετο τῇ μόρᾳ. οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ἐπεὶ ἠκοντίζοντο καὶ ὁ μέν τις ἐτέτρωτο, ὁ δὲ καὶ ἐπεπτώκει, τούτους μὲν ἐκέλευον τοὺς ὑπασπιστὰς ἀραμένους ἀποφέρειν εἰς Λέχαιον· καὶ οὗτοι μόνοι τῆς μόρας τῇ ἀληθεία ἐσώθησαν· ὁ δὲ πολέμαρχος ἐκέλευσε τὰ δέκα ἀφ᾽ ἥβης ἀποδιῶξαι τοὺς προειρημένους. [4.5.15] ὡς δὲ ἐδίωκον, ᾕρουν τε οὐδένα ἐξ ἀκοντίου βολῆς ὁπλῖται ὄντες πελταστάς· καὶ γὰρ ἀναχωρεῖν αὐτοὺς ἐκέλευε, πρὶν τοὺς ὁπλίτας ὁμοῦ γίγνεσθαι· ἐπεὶ δὲ ἀνεχώρουν ἐσπαρμένοι, ἅτε διώξαντες ὡς τάχους ἕκαστος εἶχεν, ἀναστρέφοντες οἱ περὶ τὸν Ἰφικράτην, οἵ τε ἐκ τοῦ ἐναντίου πάλιν ἠκόντιζον καὶ ἄλλοι ἐκ πλαγίου παραθέοντες εἰς τὰ γυμνά. καὶ εὐθὺς μὲν ἐπὶ τῇ πρώτῃ διώξει κατηκόντιζον ἐννέα ἢ δέκα αὐτῶν. ὡς δὲ τοῦτο ἐγένετο, πολὺ ἤδη θρασύ τερον ἐπέκειντο. [4.5.16] ἐπεὶ δὲ κακῶς ἔπασχον, πάλιν ἐκέλευσεν ὁ πολέμαρχος διώκειν τὰ πεντεκαίδεκα ἀφ᾽ ἥβης. ἀναχωροῦντες δὲ ἔτι πλείους αὐτῶν ἢ τὸ πρῶτον ἔπεσον. ἤδη δὲ τῶν βελτίστων ἀπολωλότων, οἱ ἱππεῖς αὐτοῖς παραγίγνονται καὶ σὺν τούτοις αὖθις δίωξιν ἐποιήσαντο. ὡς δ᾽ ἐνέκλιναν οἱ πελτασταί, ἐν τούτῳ κακῶς οἱ ἱππεῖς ἐπέθεντο· οὐ γὰρ ἕως ἀπέκτεινάν τινας αὐτῶν ἐδίωξαν, ἀλλὰ σὺν τοῖς ἐκδρόμοις ἰσομέτωποι καὶ ἐδίωκον καὶ ἐπέστρεφον. ποιοῦντες δὲ καὶ πάσχοντες τὰ ὅμοια τούτοις καὶ αὖθις, αὐτοὶ μὲν ἀεὶ ἐλάττους τε καὶ μαλακώτεροι ἐγίγνοντο, οἱ δὲ πολέμιοι θρασύτεροί τε καὶ ἀεὶ πλείους οἱ ἐγχειροῦντες. [4.5.17] ἀποροῦντες δὴ συνίστανται ἐπὶ βραχύν τινα γήλοφον, ἀπέχοντα τῆς μὲν θαλάττης ὡς δύο στάδια, τοῦ δὲ Λεχαίου ὡς ἓξ ἢ ἑπτὰ καὶ δέκα στάδια. αἰσθόμενοι δ᾽ οἱ ἀπὸ τοῦ Λεχαίου, εἰσβάντες εἰς πλοιάρια παρέπλεον, ἕως ἐγένοντο κατὰ τὸν γήλοφον. οἱ δ᾽ ἀποροῦντες ἤδη, ὅτι ἔπασχον μὲν κακῶς καὶ ἀπέθνῃσκον, ποιεῖν δὲ οὐδὲν ἐδύναντο, πρὸς τούτοις δὲ ὁρῶντες καὶ τοὺς ὁπλίτας ἐπιόντας, ἐγκλίνουσι. καὶ οἱ μὲν ἐμπίπτουσιν αὐτῶν εἰς τὴν θάλατταν, ὀλίγοι δέ τινες μετὰ τῶν ἱππέων εἰς Λέχαιον ἐσώθησαν. ἐν πάσαις δὲ ταῖς μάχαις καὶ τῇ φυγῇ ἀπέθανον περὶ πεντήκοντα καὶ διακοσίους. [4.5.18] καὶ ταῦτα μὲν οὕτως ἐπέπρακτο.
Ἐκ δὲ τούτου ὁ Ἀγησίλαος τὴν μὲν σφαλεῖσαν μόραν ἔχων ἀπῄει, ἄλλην δὲ κατέλιπεν ἐν τῷ Λεχαίῳ. διιὼν δὲ ἐπ᾽ οἴκου ὡς μὲν ἐδύνατο ὀψιαίτατα κατήγετο εἰς τὰς πόλεις, ὡς δ᾽ ἐδύνατο πρῳαίτατα ἐξωρμᾶτο. παρὰ δὲ Μαντίνειαν ἐξ Ὀρχομενοῦ ὄρθρου ἀναστὰς ἔτι σκοταῖος παρῆλθεν. οὕτω χαλεπῶς ἂν ἐδόκουν οἱ στρατιῶται τοὺς Μαντινέας ἐφηδομένους τῷ δυστυχήματι θεάσασθαι. [4.5.19] ἐκ τούτου δὲ μάλα καὶ τἆλλα ἐπετύγχανεν Ἰφικράτης. καθεστηκότων γὰρ φρουρῶν ἐν Σιδοῦντι μὲν καὶ Κρομμυῶνι ὑπὸ Πραξίτου, ὅτε ἐκεῖνος εἷλε ταῦτα τὰ τείχη, ἐν Οἰνόῃ δὲ ὑπὸ Ἀγησιλάου, ὅτεπερ τὸ Πείραιον ἑάλω, πάνθ᾽ εἷλε ταῦτα τὰ χωρία. τὸ μέντοι Λέχαιον ἐφρούρουν οἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ σύμμαχοι. οἱ φυγάδες δὲ τῶν Κορινθίων, οὐκέτι πεζῇ παριόντες ἐκ Σικυῶνος διὰ τὴν τῆς μόρας δυστυχίαν, ἀλλὰ παραπλέοντες καὶ ἐντεῦθεν ὁρμώμενοι πράγματα εἶχόν τε καὶ παρεῖχον τοῖς ἐν τῷ ἄστει.

[4.5.9] Κατόπιν φώναξε τους πρέσβεις των Βοιωτών και τους ρώτησε με τί σκοπό είχαν έρθει. Εκείνοι δεν έκαναν πια λόγο για ειρήνη, παρά είπαν ότι ήθελαν —αν ήταν δυνατόν— να πάνε στην πόλη της Κορίνθου να δουν τους στρατιώτες τους. Τότε ο Αγησίλαος είπε γελώντας: «Ξέρω, ξέρω — δεν θέλετε να κάνετε επίσκεψη στους στρατιώτες σας, αλλά να δείτε με τα μάτια σας πόσο μεγάλη είναι η επιτυχία των φίλων σας. Περιμένετε, λοιπόν», συνέχισε, «και θα σας πάω εγώ ο ίδιος, κι όντας μαζί μου θα καταλάβετε καλύτερα τί ακριβώς έγινε». [4.5.10] Και πραγματικά, την άλλη μέρα έκανε θυσία κι έπειτα οδήγησε τον στρατό προς την πόλη. Δεν πείραξε το τρόπαιο που είχαν στήσει οι εχθροί, αλλά έκοψε κι έκαψε ό,τι καρποφόρο δέντρο είχε απομείνει, για να δείξει ότι κανένας δεν έβγαινε να αναμετρηθεί μαζί του. Ύστερα στρατοπέδευσε κοντά στο Λέχαιο. Τους πρέσβεις των Θηβαίων δεν τους άφησε να πάνε στην πόλη, παρά τους έστειλε από θάλασσα στην Κρεύσι.
Καθώς δεν ήταν συνηθισμένοι οι Λακεδαιμόνιοι σε τέτοιες συμφορές, ο στρατός τους πένθησε πολύ· εξαίρεση έκαναν όσοι είχαν γιο, πατέρα ή αδελφό σκοτωμένο εκεί· αυτοί τριγύριζαν σαν νικητές, ντυμένοι γιορτινά και χαρούμενοι για τον χαμό των δικών τους.
[4.5.11] Νά πώς έπαθε την καταστροφή το τάγμα: οι Αμυκλαίοι το ᾽χουν από πάντα συνήθεια να γυρίζουν στον τόπο τους για τα Υακίνθια, για να ψάλουν τον παιάνα — είτε βρίσκονται σ᾽ εκστρατεία είτε ταξιδεύουν γι᾽ άλλο λόγο. Εκείνη τη φορά ο Αγησίλαος είχε αφήσει όλους τους Αμυκλαίους του στρατού του στο Λέχαιο. Ο πολέμαρχος που διοικούσε τη φρουρά τοποθέτησε τα συμμαχικά αποσπάσματα να φυλάνε τα τείχη κι ο ίδιος βγήκε με το τάγμα οπλιτών και το τάγμα ιππικού, να συνοδέψει τους Αμυκλαίους όσο να προσπεράσουν την πόλη της Κορίνθου. [4.5.12] Όταν έφτασαν σ᾽ απόσταση είκοσι τριάντα σταδίων από τη Σικυώνα, ο πολέμαρχος κίνησε να επιστρέψει στο Λέχαιο με τους οπλίτες —που ήταν κάπου εξακόσιοι— λέγοντας στον διοικητή του ιππικού να συνοδέψει τους Αμυκλαίους με το τάγμα του για όσο διάστημα του ζητούσαν και κατόπιν να γυρίσει πίσω να τον βρει. Το ᾽ξεραν βέβαια ότι υπήρχαν πολλοί οπλίτες και πελταστές μέσα στην Κόρινθο, αλλά οι προηγούμενες επιτυχίες τούς είχαν δημιουργήσει τόσην αυτοπεποίθηση, που δεν πίστευαν ότι θα τους επιτεθεί κανένας.
[4.5.13] Μέσα στην πόλη βρισκόταν ο Καλλίας του Ιππονίκου, στρατηγός των Αθηναίων οπλιτών, κι ο Ιφικράτης, αρχηγός των πελταστών. Βλέποντας πως οι Λακεδαιμόνιοι οπλίτες και λίγοι ήταν, και δεν τους συνόδευαν μήτε πελταστές μήτε ιππικό, έκριναν ότι μπορούσαν με ασφάλεια να τους επιτεθούν με τους πελταστές· αν εκείνοι συνέχιζαν την πορεία τους στον δρόμο, θα τους χτυπούσαν με τ᾽ ακόντια από την αφύλακτη πλευρά τους και θα τους σκότωναν, κι αν πάλι δοκίμαζαν να κυνηγήσουν τους πελταστές θα ᾽ταν εύκολο για τούτους —τους τόσο ελαφρούς— ν᾽ αποφύγουν τους οπλίτες. Μ᾽ αυτό το σχέδιο έβγαλαν τον στρατό [4.5.14] κι ενώ ο Καλλίας παράτασσε τους οπλίτες του κοντά στην πόλη, ο Ιφικράτης με τους πελταστές έκανε επίθεση στο τάγμα.
Όταν άρχισαν να πληγώνονται Λακεδαιμόνιοι από τ᾽ ακόντια, και μερικοί μάλιστα να πέφτουν, έβαλαν τους υπασπιστές να τους σηκώσουν και να τους μεταφέρουν στο Λέχαιο· αυτοί στάθηκαν οι μόνοι από το τάγμα που σώθηκαν στην πραγματικότητα. Στο μεταξύ ο πολέμαρχος πρόσταξε τις δέκα νεότερες κλάσεις να κάνουν αντεπίθεση. [4.5.15] Αυτοί όρμησαν, μα δεν έπιασαν κανέναν — όπως ήταν φυσικό να συμβεί σ᾽ οπλίτες που καταδιώκουν πελταστές από απόσταση βολής ακοντίου· άλλωστε οι πελταστές είχαν εντολή να υποχωρούν πριν να σμίξουν μαζί τους οι οπλίτες. Την ώρα ωστόσο που τούτοι γύριζαν πίσω σκορπισμένοι —γιατί ο καθένας τους είχε τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε—, οι άνδρες του Ιφικράτη γύρισαν κι αυτοί κι άρχισαν να τους χτυπάνε μ᾽ ακόντια, άλλοι ξανά κατά μέτωπο κι άλλοι, τρέχοντας στο πλάι τους, από το αφύλαχτο πλευρό τους.
Στην πρώτη κιόλας εξόρμηση έπεσαν εννιά δέκα Λακεδαιμόνιοι, και μετά απ᾽ αυτό οι αντίπαλοί τους τούς χτυπούσαν με περισσότερη τόλμη. [4.5.16] Βλέποντας τις απώλειές τους, ο πολέμαρχος πρόσταξε ξανά τις δεκαπέντε νεότερες κλάσεις ν᾽ αντεπιτεθούν· καθώς όμως γύριζαν πίσω, έχασαν ακόμα περισσότερους από την πρώτη φορά. Είχαν κιόλας σκοτωθεί οι καλύτεροι, όταν ήρθε σ᾽ ενίσχυσή τους το ιππικό. Μαζί μ᾽ αυτό έκαναν κι άλλη μιαν αντεπίθεση· ενώ όμως υποχώρησαν οι πελταστές, το ιππικό δεν ακολούθησε τη σωστή τακτική· αντί να τους κυνηγήσει ώσπου να σκοτώσει μερικούς, και στην επίθεση και στην επιστροφή ευθυγραμμίστηκε με την πρώτη σειρά των οπλιτών.
Οι Λακεδαιμόνιοι επανέλαβαν την ίδια τακτική κι είχαν τις ίδιες απώλειες — μ᾽ αποτέλεσμα να λιγοστεύουν κάθε φορά και να χάνουν την ορμή τους, ενώ οι αντίπαλοί τους γίνονταν ολοένα πιο τολμηροί και πλήθαιναν εκείνοι που έπαιρναν μέρος στις επιθέσεις. [4.5.17] Τέλος, μην ξέροντας τί να κάνουν, συγκεντρώθηκαν σ᾽ έναν χαμηλό λόφο που απείχε κάπου δύο στάδια από τη θάλασσα και δεκάξι δεκαεφτά από το Λέχαιο. Όταν οι δικοί τους από το Λέχαιο είδαν τί συνέβαινε, επιβιβάστηκαν σε βάρκες κι ακολούθησαν την παραλία ώς το ύψος του λόφου. Ωστόσο οι οπλίτες βρίσκονταν πια σ᾽ απόγνωση καθώς τους χτυπούσαν και τους σκότωναν, δίχως οι ίδιοι να μπορούν να κάνουν τίποτα· σαν είδαν και τους οπλίτες των αντιπάλων να ᾽ρχονται καταπάνω τους, λύγισαν· μερικοί έπεσαν στη θάλασσα, ενώ λίγοι έφτασαν στο Λέχαιο μαζί με το ιππικό και σώθηκαν. Σ᾽ όλες τις συγκρούσεις και στη φυγή σκοτώθηκαν συνολικά περίπου διακόσιοι πενήντα.
[4.5.18] Έτσι έγιναν αυτά. Στη συνέχεια ο Αγησίλαος έφυγε με το νικημένο τάγμα, αφήνοντας άλλο στο Λέχαιο. Στη διαδρομή ώς τη Λακεδαίμονα έμπαινε στις πόλεις όσο πιο αργά το βράδυ μπορούσε και ξανάφευγε όσο γινόταν πιο νωρίς το πρωί. Έξω από τη Μαντίνεια φρόντισε να περάσει όσο ήταν σκοτάδι, ξεκινώντας από τον Ορχομενό πριν ξημερώσει – τόσο πολύ θα πείραζε τους στρατιώτες του, σκέφτηκε, να δουν τους Μαντινείς να χαίρονται για τη δυστυχία τους.
[4.5.19] Ύστερα απ᾽ αυτό ο Ιφικράτης είχε επιτυχίες και σε πολλές άλλες επιχειρήσεις του: παρ᾽ όλες τις φρουρές που είχαν εγκαταστήσει ο Πραξίτας στη Σιδούντα και στον Κρομμυώνα όταν τις κατέλαβε, κι ο Αγησίλαος στην Οινόη όταν κατέλαβε το Πείραιο, ο Ιφικράτης κυρίεψε όλ᾽ αυτά τα οχυρά. Το Λέχαιο ωστόσο το κρατούσαν οι Λακεδαιμόνιοι κι οι σύμμαχοί τους. Όσο για τους εξόριστους Κορίνθιους, μετά το πάθημα του τάγματος δεν έβγαιναν πια πεζή από τη Σικυώνα, παρά πήγαιναν γιαλό γιαλό από τη θάλασσα κι αποκεί εξορμούσαν για αψιμαχίες με τους συμπατριώτες τους της πόλης.