Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (3.5.1-3.5.7)

[3.5.1] Ὁ μέντοι Τιθραύστης, καταμαθεῖν δοκῶν τὸν Ἀγησίλαον καταφρονοῦντα τῶν βασιλέως πραγμάτων καὶ οὐδαμῇ διανοούμενον ἀπιέναι ἐκ τῆς Ἀσίας, ἀλλὰ μᾶλλον ἐλπίδας ἔχοντα μεγάλας αἱρήσειν βασιλέα, ἀπορῶν τί χρῷτο τοῖς πράγμασι, πέμπει Τιμοκράτην τὸν Ῥόδιον εἰς Ἑλλάδα, δοὺς χρυσίον εἰς πεντήκοντα τάλαντα ἀργυρίου, καὶ κελεύει πειρᾶσθαι πιστὰ τὰ μέγιστα λαμβάνοντα διδόναι τοῖς προεστηκόσιν ἐν ταῖς πόλεσιν ἐφ᾽ ᾧτε πόλεμον ἐξοίσειν πρὸς Λακεδαιμονίους. ἐκεῖνος δ᾽ ἐλθὼν δίδωσιν ἐν Θήβαις μὲν Ἀνδροκλείδᾳ τε καὶ Ἰσμηνίᾳ καὶ Γαλαξιδώρῳ, ἐν Κορίνθῳ δὲ Τιμολάῳ τε καὶ Πολυάνθει, ἐν Ἄργει δὲ Κύλωνί τε καὶ τοῖς μετ᾽ αὐτοῦ. [3.5.2] Ἀθηναῖοι δὲ καὶ οὐ μεταλαβόντες τούτου τοῦ χρυσίου ὅμως πρόθυμοι ἦσαν εἰς τὸν πόλεμον, νομίζοντές †τε αὐτῶν ἄρχεσθαι†. οἱ μὲν δὴ δεξάμενοι τὰ χρήματα εἰς τὰς οἰκείας πόλεις διέβαλλον τοὺς Λακεδαιμονίους· ἐπεὶ δὲ ταύτας εἰς μῖσος αὐτῶν προήγαγον, συνίστασαν καὶ τὰς μεγίστας πόλεις πρὸς ἀλλήλας.
[3.5.3] Γιγνώσκοντες δὲ οἱ ἐν ταῖς Θήβαις προεστῶτες ὅτι εἰ μή τις ἄρξει πολέμου, οὐκ ἐθελήσουσιν οἱ Λακεδαιμόνιοι λύειν τὰς σπονδὰς πρὸς τοὺς συμμάχους, πείθουσι Λοκροὺς τοὺς Ὀπουντίους, ἐκ τῆς ἀμφισβητησίμου χώρας Φωκεῦσί τε καὶ ἑαυτοῖς, χρήματα τελέσαι, νομίζοντες τοὺς Φωκέας τούτου γενομένου ἐμβαλεῖν εἰς τὴν Λοκρίδα. καὶ οὐκ ἐψεύσθησαν, ἀλλ᾽ εὐθὺς οἱ Φωκεῖς ἐμβαλόντες εἰς τὴν Λοκρίδα πολλαπλάσια χρήματα ἔλαβον. [3.5.4] οἱ οὖν περὶ τὸν Ἀνδροκλείδαν ταχὺ ἔπεισαν τοὺς Θηβαίους βοηθεῖν τοῖς Λοκροῖς, ὡς οὐκ εἰς τὴν ἀμφισβητήσιμον, ἀλλ᾽ εἰς τὴν ὁμολογουμένην φίλην τε καὶ σύμμαχον εἶναι Λοκρίδα ἐμβεβληκότων αὐτῶν. ἐπεὶ δὲ οἱ Θηβαῖοι ἀντεμβαλόντες εἰς τὴν Φωκίδα ἐδῄουν τὴν χώραν, εὐθὺς οἱ Φωκεῖς πέμπουσι πρέσβεις εἰς Λακεδαίμονα καὶ ἠξίουν βοηθεῖν αὑτοῖς, διδάσκοντες ὡς οὐκ ἤρξαντο πολέμου, ἀλλ᾽ ἀμυνόμενοι ἦλθον ἐπὶ τοὺς Λοκρούς. [3.5.5] οἱ μέντοι Λακεδαιμόνιοι ἄσμενοι ἔλαβον πρόφασιν στρατεύειν ἐπὶ τοὺς Θηβαίους, πάλαι ὀργιζόμενοι αὐτοῖς τῆς τε ἀντιλήψεως τῆς τοῦ Ἀπόλλωνος δεκάτης ἐν Δεκελείᾳ καὶ τοῦ ἐπὶ τὸν Πειραιᾶ μὴ ἐθελῆσαι ἀκολουθῆσαι. ᾐτιῶντο δ᾽ αὐτοὺς καὶ Κορινθίους πεῖσαι μὴ συστρατεύειν. ἀνεμιμνῄσκοντο δὲ καὶ ὡς θύειν τ᾽ ἐν Αὐλίδι τὸν Ἀγησίλαον οὐκ εἴων καὶ τὰ τεθυμένα ἱερὰ ὡς ἔρριψαν ἀπὸ τοῦ βωμοῦ καὶ ὅτι οὐδ᾽ εἰς τὴν Ἀσίαν Ἀγησιλάῳ συνεστράτευον. ἐλογίζοντο δὲ καὶ καλὸν καιρὸν εἶναι τοῦ ἐξάγειν στρατιὰν ἐπ᾽ αὐτοὺς καὶ παῦσαι τῆς εἰς αὐτοὺς ὕβρεως· τά τε γὰρ ἐν τῇ Ἀσίᾳ καλῶς σφίσιν ἔχειν, κρατοῦντος Ἀγησιλάου, καὶ ἐν τῇ Ἑλλάδι οὐδένα ἄλλον πόλεμον ἐμποδὼν σφίσιν εἶναι. [3.5.6] οὕτω δὲ γιγνωσκούσης τῆς πόλεως τῶν Λακεδαιμονίων φρουρὰν μὲν οἱ ἔφοροι ἔφαινον, Λύσανδρον δ᾽ ἐξέπεμψαν εἰς Φωκέας καὶ ἐκέλευσαν αὐτούς τε τοὺς Φωκέας ἄγοντα παρεῖναι καὶ Οἰταίους καὶ Ἡρακλεώτας καὶ Μηλιέας καὶ Αἰνιᾶνας εἰς Ἁλίαρτον. ἐκεῖσε δὲ καὶ Παυσανίας, ὅσπερ ἔμελλεν ἡγεῖσθαι, συνετίθετο παρέσεσθαι εἰς ῥητὴν ἡμέραν, ἔχων Λακεδαιμονίους τε καὶ τοὺς ἄλλους Πελοποννησίους. καὶ ὁ μὲν Λύσανδρος τά τε ἄλλα τὰ κελευόμενα ἔπραττε καὶ προσέτι Ὀρχομενίους ἀπέστησε Θηβαίων. [3.5.7] ὁ δὲ Παυσανίας, ἐπεὶ τὰ διαβατήρια ἐγένετο αὐτῷ, καθεζόμενος ἐν Τεγέᾳ τούς τε ξεναγοὺς διέπεμπε καὶ τοὺς ἐκ τῶν περιοικίδων στρατιώτας περιέμενεν. ἐπεί γε μὴν δῆλον τοῖς Θηβαίοις ἐγένετο ὅτι ἐμβαλοῖεν οἱ Λακεδαιμόνιοι εἰς τὴν χώραν αὐτῶν, πρέσβεις ἔπεμψαν Ἀθήναζε λέγοντας τοιάδε.

[3.5.1] Ο Τιθραύστης ωστόσο σχημάτισε την εντύπωση ότι ο Αγησίλαος περιφρονούσε την εξουσία του Βασιλέως κι όχι μόνο δεν είχε καθόλου στον νου του να φύγει απ᾽ την Ασία, παρά αισιοδοξούσε πολύ ότι θα νικήσει τον Βασιλέα. Μην ξέροντας λοιπόν πώς ν᾽ αντιμετωπίσει την κατάσταση, στέλνει τον Τιμοκράτη τον Ρόδιο στην Ελλάδα με χρυσάφι αξίας ενός ταλάντου ασημιού και με την εντολή να το μοιράσει στους ηγέτες των πόλεων, εφόσον θα του εγγυηθούν σοβαρά ότι θα πολεμήσουν τους Λακεδαιμονίους. Εκείνος έρχεται στην Ελλάδα και δωροδοκεί στη Θήβα τον Ανδροκλείδα, τον Ισμηνία και τον Γαλαξίδωρο, στην Κόρινθο τον Τιμόλαο και τον Πολυάνθη, στο Άργος τον Κύλωνα και τους οπαδούς του. [3.5.2] Οι Αθηναίοι πάλι, μόλο που δεν πήραν μερίδιο απ᾽ αυτό το χρυσάφι, έδειξαν διάθεση για πόλεμο πιστεύοντας πως έτσι θ᾽ ανακτούσαν την ηγεμονία. Όσο για κείνους που δέχτηκαν τα χρήματα, άρχισαν να συκοφαντούν τους Λακεδαιμονίους ο καθένας στην πόλη του, κι αφού πέτυχαν να τους κάνουν μισητούς στους πληθυσμούς, βάλθηκαν να οργανώσουν συμμαχία ανάμεσα στις μεγαλύτερες πόλεις.
[3.5.3] Οι Θηβαίοι ηγέτες ήξεραν ωστόσο ότι αν δεν άρχιζε άλλος τον πόλεμο, οι Λακεδαιμόνιοι δεν θ᾽ αποφάσιζαν να παραβιάσουν τις συμφωνίες τους με τους συμμάχους. Για τούτο έπεισαν τους Οπουντίους Λοκρούς να λεηλατήσουν περιουσίες στην περιοχή που αμφισβητούσαν αναμεταξύ τους αυτοί κι οι Φωκείς, με τη σκέψη ότι αυτό θα ᾽χε συνέπεια να εισβάλουν οι Φωκείς στη Λοκρίδα. Και δεν έπεσαν έξω: αμέσως εισέβαλαν οι Φωκείς στη Λοκρίδα κι άρπαξαν πολλαπλάσιο βιος. [3.5.4] Τότε οι οπαδοί του Ανδροκλείδα δεν δυσκολεύτηκαν να πείσουν τους Θηβαίους να βοηθήσουν τους Λοκρούς, με το επιχείρημα ότι οι Φωκείς δεν είχαν εισβάλει στην αμφισβητούμενη περιοχή, αλλά στην ίδια τη Λοκρίδα, που ήταν αναγνωρισμένη σαν φίλη και σύμμαχος της Θήβας. Όταν όμως οι Θηβαίοι εισέβαλαν κι αυτοί στη Φωκίδα κι άρχισαν να λεηλατούν τη χώρα, οι Φωκείς έστειλαν αμέσως πρέσβεις στη Λακεδαίμονα ζητώντας βοήθεια κι εξηγώντας ότι δεν είχαν αρχίσει εκείνοι τον πόλεμο, παρά βρίσκονταν σ᾽ άμυνα όταν επιτέθηκαν στους Λοκρούς.
[3.5.5] Οι Λακεδαιμόνιοι πάλι αρπάχτηκαν πρόθυμα από το πρόσχημα που τους δινόταν για εκστρατεία κατά των Θηβαίων: ήταν καιρός που ήταν οργισμένοι μαζί τους, και επειδή οι Θηβαίοι είχαν προβάλει την αξίωση, στη Δεκέλεια, να πάρουν το δέκατο της λείας που ανήκε στον Απόλλωνα, κι επειδή είχαν αρνηθεί να τους ακολουθήσουν στην επιχείρηση εναντίον του Πειραιά. Τους κατηγορούσαν ακόμα ότι και τους Κορινθίους είχαν πείσει ν᾽ αρνηθούν συμμετοχή σ᾽ εκείνη την επιχείρηση. Δεν ξεχνούσαν κι ότι οι Θηβαίοι είχαν εμποδίσει τον Αγησίλαο να κάνει θυσία στην Αυλίδα, ότι είχαν πετάξει τα θυσιασμένα κιόλας εντόσθια πάνω απ᾽ τον βωμό, κι ότι ούτε στην Ασία δέχτηκαν να εκστρατεύσουν με τον Αγησίλαο. Χώρια απ᾽ αυτά, υπολόγισαν ότι ήταν καλή η ευκαιρία για να στείλουν στρατό να τους χτυπήσει και να δώσουν τέλος στην αυθάδη συμπεριφορά των Θηβαίων απέναντί τους: η κατάσταση στην Ασία ήταν ευνοϊκή γι᾽ αυτούς χάρη στις νίκες του Αγησιλάου, και στην Ελλάδα δεν είχαν άλλο πόλεμο που να τους δένει τα χέρια.
[3.5.6] Τέτοιες ήταν οι αντιλήψεις στην πόλη των Λακεδαιμονίων. Οι έφοροι κήρυξαν λοιπόν επιστράτευση κι έστειλαν τον Λύσανδρο στους Φωκείς με διαταγή να πάει στον Αλίαρτο επικεφαλής των ίδιων των Φωκέων, καθώς και των Οιταίων, των Ηρακλεωτών, των Μηλιέων και των Αινιάνων. Στο ίδιο μέρος συμφώνησε να βρίσκεται μιαν ορισμένη μέρα κι ο Παυσανίας, που θα ᾽ρχόταν με τους Λακεδαιμονίους και τους υπόλοιπους Πελοποννησίους και θα ᾽χε το γενικό πρόσταγμα. Ο Λύσανδρος εξετέλεσε τις εντολές που είχε πάρει και κατόρθωσε επιπλέον ν᾽ αποσπάσει και τους Ορχομενίους από τη Θήβα. [3.5.7] Στο μεταξύ ο Παυσανίας, αφού έκανε την καθιερωμένη θυσία στο πέρασμα των συνόρων, εγκαταστάθηκε στην Τεγέα κι έστελνε αξιωματικούς–συνδέσμους να παραλάβουν τις δυνάμεις των συμμάχων, ενώ ταυτόχρονα περίμενε τ᾽ αποσπάσματα από τις άλλες πόλεις της Λακεδαίμονος.
Μόλις κατάλαβαν ωστόσο οι Θηβαίοι ότι οι Λακεδαιμόνιοι ετοιμάζονταν να εισβάλουν στη χώρα τους, έστειλαν πρέσβεις στην Αθήνα να πουν τ᾽ ακόλουθα: