Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (3.4.20-3.4.29)

[3.4.20] Ἐν δὲ τούτῳ τῷ χρόνῳ καὶ ὁ ἐνιαυτὸς ἤδη ἀφ᾽ οὗ ἐξέπλευσεν ὁ Ἀγησίλαος διεληλύθει, ὥστε οἱ μὲν περὶ Λύσανδρον τριάκοντα οἴκαδε ἀπέπλεον, διάδοχοι δ᾽ αὐτοῖς οἱ περὶ Ἡριππίδαν παρῆσαν. τούτων Ξενοκλέα μὲν καὶ ἄλλον ἔταξεν ἐπὶ τοὺς ἱππέας, Σκύθην δὲ ἐπὶ τοὺς νεοδαμώδεις ὁπλίτας, Ἡριππίδαν δ᾽ ἐπὶ τοὺς Κυρείους, Μύγδωνα δὲ ἐπὶ τοὺς ἀπὸ τῶν πόλεων στρατιώτας, καὶ προεῖπεν αὐτοῖς ὡς εὐθὺς ἡγήσοιτο τὴν συντομωτάτην ἐπὶ τὰ κράτιστα τῆς χώρας, ὅπως αὐτόθεν οὕτω τὰ σώματα καὶ τὴν γνώμην παρασκευάζοιντο ὡς ἀγωνιούμενοι. [3.4.21] ὁ μέντοι Τισσαφέρνης ταῦτα μὲν ἐνόμισε λέγειν αὐτὸν πάλιν βουλόμενον ἐξαπατῆσαι, εἰς Καρίαν δὲ νῦν τῷ ὄντι ἐμβαλεῖν, καὶ τό τε πεζὸν καθάπερ τὸ πρόσθεν εἰς Καρίαν διεβίβασε καὶ τὸ ἱππικὸν εἰς τὸ Μαιάνδρου πεδίον κατέστησεν. ὁ δ᾽ Ἀγησίλαος οὐκ ἐψεύσατο, ἀλλ᾽ ὥσπερ προεῖπεν εὐθὺς εἰς τὸν Σαρδιανὸν τόπον ἐνέβαλε. καὶ τρεῖς μὲν ἡμέρας δι᾽ ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος πολλὰ τὰ ἐπιτήδεια τῇ στρατιᾷ εἶχε, τῇ δὲ τετάρτῃ ἧκον οἱ τῶν πολεμίων ἱππεῖς. [3.4.22] καὶ τῷ μὲν ἄρχοντι τῶν σκευοφόρων εἶπε διαβάντι τὸν Πακτωλὸν ποταμὸν στρατοπεδεύεσθαι, αὐτοὶ δὲ κατιδόντες τοὺς τῶν Ἑλλήνων ἀκολούθους ἐσπαρμένους εἰς ἁρπαγὴν πολλοὺς αὐτῶν ἀπέκτειναν. αἰσθόμενος δὲ Ἀγησίλαος, βοηθεῖν ἐκέλευσε τοὺς ἱππέας. οἱ δ᾽ αὖ Πέρσαι ὡς εἶδον τὴν βοήθειαν, ἡθροίσθησαν καὶ ἀντιπαρετάξαντο παμπλήθεσι τῶν ἱππέων τάξεσιν. [3.4.23] ἔνθα δὴ ὁ Ἀγησίλαος γιγνώσκων ὅτι τοῖς μὲν πολεμίοις οὔπω παρείη τὸ πεζόν, αὐτῷ δὲ οὐδὲν ἀπείη τῶν παρεσκευασμένων, καιρὸν ἡγήσατο μάχην συνάψαι, εἰ δύναιτο. σφαγιασάμενος οὖν τὴν μὲν φάλαγγα εὐθὺς ἦγεν ἐπὶ τοὺς παρατεταγμένους ἱππέας, ἐκ δὲ τῶν ὁπλιτῶν ἐκέλευσε τὰ δέκα ἀφ᾽ ἥβης θεῖν ὁμόσε αὐτοῖς, τοῖς δὲ πελτασταῖς εἶπε δρόμῳ ὑφηγεῖσθαι. παρήγγειλε δὲ καὶ τοῖς ἱππεῦσιν ἐμβάλλειν, ὡς αὐτοῦ τε καὶ παντὸς τοῦ στρατεύματος ἑπομένου. [3.4.24] τοὺς μὲν δὴ ἱππέας ἐδέξαντο οἱ Πέρσαι· ἐπεὶ δ᾽ ἅμα πάντα τὰ δεινὰ παρῆν, ἐνέκλιναν, καὶ οἱ μὲν αὐτῶν εὐθὺς ἐν τῷ ποταμῷ ἔπεσον, οἱ δ᾽ ἄλλοι ἔφευγον. οἱ δ᾽ Ἕλληνες ἐπακολουθοῦντες αἱροῦσι καὶ τὸ στρατόπεδον αὐτῶν. καὶ οἱ μὲν πελτασταί, ὥσπερ εἰκός, εἰς ἁρπαγὴν ἐτράποντο· ὁ δ᾽ Ἀγησίλαος κύκλῳ πάντα καὶ φίλια καὶ πολέμια περιεστρατοπεδεύσατο. καὶ ἄλλα τε πολλὰ χρήματα ἐλήφθη, ἃ ηὗρε πλέον ἢ ἑβδομήκοντα τάλαντα, καὶ αἱ κάμηλοι δὲ τότε ἐλήφθησαν, ἃς Ἀγησίλαος εἰς τὴν Ἑλλάδα ἀπήγαγεν.
[3.4.25] Ὅτε δ᾽ αὕτη ἡ μάχη ἐγένετο, Τισσαφέρνης ἐν Σάρδεσιν ἔτυχεν ὤν· ὥστε ᾐτιῶντο οἱ Πέρσαι προδεδόσθαι ὑπ᾽ αὐτοῦ. γνοὺς δὲ καὶ αὐτὸς ὁ Περσῶν βασιλεὺς Τισσαφέρνην αἴτιον εἶναι τοῦ κακῶς φέρεσθαι τὰ ἑαυτοῦ, Τιθραύστην καταπέμψας ἀποτέμνει αὐτοῦ τὴν κεφαλήν. τοῦτο δὲ ποιήσας ὁ Τιθραύστης πέμπει πρὸς τὸν Ἀγησίλαον πρέσβεις λέγοντας· Ὦ Ἀγησίλαε, ὁ μὲν αἴτιος τῶν πραγμάτων καὶ ὑμῖν καὶ ἡμῖν ἔχει τὴν δίκην· βασιλεὺς δὲ ἀξιοῖ σὲ μὲν ἀποπλεῖν οἴκαδε, τὰς δ᾽ ἐν τῇ Ἀσίᾳ πόλεις αὐτονόμους ἀποπλεῖν οἴκαδε, τὰς δ᾽ ἐν τῇ Ἀσίᾳ πόλεις αὐτονόμους οὔσας τὸν ἀρχαῖον δασμὸν αὐτῷ ἀποφέρειν. [3.4.26] ἀποκριναμένου δὲ τοῦ Ἀγησιλάου ὅτι οὐκ ἂν ποιήσειε ταῦτα ἄνευ τῶν οἴκοι τελῶν, Σὺ δ᾽ ἀλλά, ἕως ἂν πύθῃ τὰ παρὰ τῆς πόλεως, μεταχώρησον, ἔφη, εἰς τὴν Φαρναβάζου, ἐπειδὴ καὶ ἐγὼ τὸν σὸν ἐχθρὸν τετιμώρημαι. Ἕως ἂν τοίνυν, ἔφη ὁ Ἀγησίλαος, ἐκεῖσε πορεύωμαι, δίδου δὴ τῇ στρατιᾷ τὰ ἐπιτήδεια. ἐκείνῳ μὲν δὴ ὁ Τιθραύστης δίδωσι τριάκοντα τάλαντα· ὁ δὲ λαβὼν ᾔει ἐπὶ τὴν Φαρναβάζου Φρυγίαν. [3.4.27] ὄντι δ᾽ αὐτῷ ἐν τῷ πεδίῳ τῷ ὑπὲρ Κύμης ἔρχεται ἀπὸ τῶν οἴκοι τελῶν ἄρχειν καὶ τοῦ ναυτικοῦ ὅπως γιγνώσκοι καὶ καταστήσασθαι ναύαρχον ὅντινα αὐτὸς βούλοιτο. τοῦτο δ᾽ ἐποίησαν οἱ Λακεδαιμόνιοι τοιῷδε λογισμῷ, ὡς, εἰ ὁ αὐτὸς ἀμφοτέρων ἄρχοι, τό τε πεζὸν πολὺ ἂν ἰσχυρότερον εἶναι, καθ᾽ ἓν οὔσης τῆς ἰσχύος ἀμφοτέροις, τό τε ναυτικόν, ἐπιφαινομένου τοῦ πεζοῦ ἔνθα δέοι. [3.4.28] ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἀγησίλαος, πρῶτον μὲν ταῖς πόλεσι παρήγγειλε ταῖς ἐν ταῖς νήσοις καὶ ταῖς ἐπιθαλαττιδίοις τριήρεις ποιεῖσθαι ὁπόσας ἑκάστη βούλοιτο τῶν πόλεων. καὶ ἐγένοντο καιναί, ἐξ ὧν αἵ τε πόλεις ἐπηγγείλαντο καὶ οἱ ἰδιῶται ἐποιοῦντο χαρίζεσθαι βουλόμενοι, εἰς εἴκοσι καὶ ἑκατόν. [3.4.29] Πείσανδρον δὲ τὸν τῆς γυναικὸς ἀδελφὸν ναύαρχον κατέστησε, φιλότιμον μὲν καὶ ἐρρωμένον τὴν ψυχήν, ἀπειρότερον δὲ τοῦ παρασκευάζεσθαι ὡς δεῖ. καὶ Πείσανδρος μὲν ἀπελθὼν τὰ ναυτικὰ ἔπραττεν· ὁ δ᾽ Ἀγησίλαος, ὥσπερ ὥρμησεν, ἐπὶ τὴν Φρυγίαν ἐπορεύετο.

[3.4.20] Στο μεταξύ είχε συμπληρωθεί ένας χρόνος από τότε που ξεκίνησε ο Αγησίλαος· ο Λύσανδρος με τους τριάντα Σπαρτιάτες γύρισαν πίσω στην πατρίδα τους και στη θέση τους ήρθε ο Ηριππίδας με άλλους. Από τούτους διόρισε τον Ξενοκλή κι έναν άλλο διοικητές του ιππικού, τον Σκύθη διοικητή των νεοδαμώδων οπλιτών, τον Ηριππίδα διοικητή των αλλοτινών μισθοφόρων του Κύρου και τον Μύγδωνα διοικητή των τμημάτων των ασιατικών πόλεων, και τους ανήγγειλε ότι σκόπευε να τους οδηγήσει αμέσως, από τον συντομότερο δρόμο, μέσα στην καρδιά της χώρας — ώστε ν᾽ αρχίσουν από κείνη τη στιγμή να ετοιμάζονται σωματικά και ψυχικά για τη σύγκρουση.
[3.4.21] Ο Τισσαφέρνης ωστόσο νόμισε ότι ο Αγησίλαος τα ᾽λεγε αυτά θέλοντας ξανά να τον ξεγελάσει, ενώ τούτη τη φορά θα εισέβαλλε πραγματικά στην Καρία· έστειλε λοιπόν εκεί το πεζικό, όπως και την προηγούμενη φορά, και τοποθέτησε το ιππικό στην πεδιάδα του Μαιάνδρου. Ο Αγησίλαος όμως δεν είχε πει ψέματα: όπως ακριβώς είχε προαναγγείλει, εισέβαλε αμέσως στην περιοχή των Σάρδεων. Τρεις μέρες προχώρησε δίχως να συναντήσει εχθρούς, κι έβρισκε άφθονα εφόδια για τον στρατό. Την τέταρτη μέρα παρουσιάστηκε το εχθρικό ιππικό. [3.422] Ο διοικητής του πρόσταξε τον αρχηγό των σκευοφόρων να περάσει τον Πακτωλό και να στήσει στρατόπεδο, ενώ οι άνδρες του, βλέποντας τους υπηρέτες των Ελλήνων σκορπισμένους για πλιάτσικο, σκότωσαν πολλούς απ᾽ αυτούς. Όταν το ᾽μαθε ο Αγησίλαος, διέταξε το ιππικό να σπεύσει σ᾽ ενίσχυση. Οι Πέρσες πάλι, βλέποντας τις ενισχύσεις, συγκέντρωσαν και παρατάξαν αντίκρυ τους πολλές μονάδες ιππικού.
[3.4.23] Τότε ο Αγησίλαος, καταλαβαίνοντας ότι οι εχθροί δεν είχαν ακόμα μαζί το πεζικό τους, ενώ ο ίδιος είχε όλες του τις δυνάμεις, έκρινε τη στιγμή κατάλληλη για να δώσει μάχη, αν μπορούσε. Έκανε λοιπόν θυσία κι αμέσως οδήγησε τη φάλαγγα καταπάνω στο παραταγμένο ιππικό, ενώ ταυτόχρονα πρόσταζε τις δέκα νεότερες κλάσεις των οπλιτών να ορμίσουν εναντίον του και τους πελταστές να τρέξουν μπροστά τους· είπε και στο ιππικό να επιτεθεί, βεβαιώνοντας ότι ο ίδιος θ᾽ ακολουθούσε μ᾽ όλο τον υπόλοιπο στρατό.
[3.4.24] Οι Πέρσες αντιστάθηκαν στο ιππικό, όταν όμως τους εφόρμησαν όλα τ᾽ άλλα τμήματα ταυτοχρόνως υποχώρησαν· άλλοι απ᾽ αυτούς έπεσαν στο ποτάμι κι άλλοι το ᾽βαλαν στα πόδια. Οι Έλληνες τους ακολούθησαν και κατέλαβαν το στρατόπεδό τους. Οι πελταστές, όπως ήταν φυσικό, άρχισαν να λεηλατούν· ο Αγησίλαος όμως στρατοπέδευσε με τέτοιο τρόπο, ώστε να τους περικυκλώσει όλους μαζί, φίλους κι εχθρούς. Εκεί έπεσαν στα χέρια του, ανάμεσα σ᾽ άλλη λεία που πουλήθηκε για περισσότερα από εβδομήντα τάλαντα, κι οι καμήλες που πήρε μαζί του στην Ελλάδα.
[3.4.25] Ενώ γινόταν αυτή η μάχη, ο Τισσαφέρνης έτυχε να βρίσκεται στις Σάρδεις, γι᾽ αυτό κι οι Πέρσες τον κατηγόρησαν ότι τους πρόδιδε. Ο Βασιλεύς των Περσών κατέληξε κι ο ίδιος στο συμπέρασμα ότι ο Τισσαφέρνης έφταιγε για την κακή τροπή των υποθέσεών του κι έστειλε τον Τιθραύστη να του κόψει το κεφάλι. Ο Τιθραύστης εξετέλεσε τη διαταγή και κατόπιν έστειλε πρέσβεις στον Αγησίλαο με το ακόλουθο μήνυμα: «Αγησίλαε, ο υπαίτιος για τις δυσκολίες μας, και τις δικές σας και τις δικές μας, τιμωρήθηκε. Τώρα ο Βασιλεύς σού ζητάει να γυρίσεις πίσω στην πατρίδα σου, κι οι πόλεις να ᾽χουν ανεξαρτησία, αλλά να του πληρώνουν τον πατροπαράδοτο φόρο». [3.4.26] Όταν ο Αγησίλαος αποκρίθηκε πως δεν μπορούσε να τα δεχτεί αυτά χωρίς τη συγκατάθεση των αρχών της πατρίδας του, ο Τιθραύστης του είπε: «Ώσπου να μάθεις την απόφαση της πόλης σου, πήγαινε τουλάχιστον στην περιοχή του Φαρναβάζου, μια και εγώ τιμώρησα των εχθρό σου». «Τότε λοιπόν», απάντησε ο Αγησίλαος, «δώσε μου εφόδια για τον στρατό ώσπου να φτάσω εκεί».Ο Τιθραύστης του ᾽δωσε τριάντα τάλαντα κι ο Αγησίλαος τα πήρε και ξεκίνησε για τη Φρυγία που ανήκε στον Φαρνάβαζο.
[3.4.27] Καθώς βρισκόταν στην πεδιάδα πάνω από την Κύμη, έλαβε εντολή από τη Λακεδαίμονα ν᾽ αναλάβει και την ανώτατη διοίκηση του ναυτικού, διορίζοντας ναύαρχο όποιον ήθελε ο ίδιος. Τούτο το ᾽καναν οι Λακεδαιμόνιοι με τη σκέψη ότι αν ο αρχηγός και των δύο είναι το ίδιο πρόσωπο, και το πεζικό θα ᾽ναι πολύ πιο δυνατό —μια και οι δυνάμεις και των δύο θα ᾽ναι ενωμένες— αλλά και το ναυτικό, αφού θα του ερχόταν ενίσχυση το πεζικό όποτε χρειαζόταν. [3.4.28] Σαν τ᾽ άκουσε αυτά ο Αγησίλαος, πρώτ᾽ απ᾽ όλα παρήγγειλε στις πόλεις των νησιών και των παραλίων να κατασκευάσουν όσα πολεμικά ήθελε η καθεμιά. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο συγκεντρώθηκαν συνολικά κάπου εκατόν είκοσι καινούργια πολεμικά — άλλα που ᾽χαν αναλάβει οι πόλεις κι άλλα που αρματώσαν ιδιώτες, θέλοντας να του φανούν ευχάριστοι. [3.4.29] Κατόπιν διόρισε ναύαρχο τον κουνιάδο του Πείσανδρο, άνθρωπο φιλόδοξο και ψυχωμένο αλλά δίχως την απαιτούμενη πείρα τού τί θα πει σωστή προετοιμασία. Ο Πείσανδρος λοιπόν έφυγε κι άρχισε να ασχολείται με τα ζητήματα του ναυτικού, ενώ ο Αγησίλαος συνέχισε την πορεία του προς τη Φρυγία.