Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (1.2.1-1.2.19)

[1.2.1] Τῷ δὲ ἄλλῳ ἔτει [ᾧ ἦν Ὀλυμπιὰς τρίτη καὶ ἐνενηκοστή, ᾗ προστεθεῖσα ξυνωρὶς ἐνίκα Εὐαγόρου Ἠλείου, τὸ δὲ στάδιον Εὐβώτας Κυρηναῖος, ἐπὶ ἐφόρου μὲν ὄντος ἐν Σπάρτῃ Εὐαρχίππου, ἄρχοντος δ᾽ ἐν Ἀθήναις Εὐκτήμονος,] Ἀθηναῖοι μὲν Θορικὸν ἐτείχισαν, Θράσυλλος δὲ τά τε ψηφισθέντα πλοῖα λαβὼν καὶ πεντακισχιλίους τῶν ναυτῶν πελταστὰς ποιησάμενος, [ὡς ἅμα καὶ πελτασταῖς ἐσομένοις,] ἐξέπλευσεν ἀρχομένου τοῦ θέρους εἰς Σάμον. [1.2.2] ἐκεῖ δὲ μείνας τρεῖς ἡμέρας ἔπλευσεν εἰς Πύγελα· καὶ ἐνταῦθα τήν τε χώραν ἐδῄου καὶ προσέβαλλε τῷ τείχει. ἐκ δὲ τῆς Μιλήτου βοηθήσαντές τινες τοῖς Πυγελεῦσι διεσπαρμένους τῶν Ἀθηναίων ὄντας τοὺς ψιλοὺς ἐδίωκον. [1.2.3] οἱ δὲ πελτασταὶ καὶ τῶν ὁπλιτῶν δύο λόχοι βοηθήσαντες πρὸς τοὺς αὑτῶν ψιλοὺς ἀπέκτειναν ἅπαντας τοὺς ἐκ Μιλήτου ἐκτὸς ὀλίγων, καὶ ἀσπίδας ἔλαβον ὡς διακοσίας, καὶ τροπαῖον ἔστησαν. [1.2.4] τῇ δὲ ὑστεραίᾳ ἔπλευσαν εἰς Νότιον, καὶ ἐντεῦθεν παρασκευασάμενοι ἐπορεύοντο εἰς Κολοφῶνα. Κολοφώνιοι δὲ προσεχώρησαν. καὶ τῆς ἐπιούσης νυκτὸς ἐνέβαλον εἰς τὴν Λυδίαν ἀκμάζοντος τοῦ σίτου, καὶ κώμας τε πολλὰς ἐνέπρησαν καὶ χρήματα ἔλαβον καὶ ἀνδράποδα καὶ ἄλλην λείαν πολλήν. [1.2.5] Στάγης δὲ ὁ Πέρσης περὶ ταῦτα τὰ χωρία ὤν, ἐπεὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐκ τοῦ στρατοπέδου διεσκεδασμένοι ἦσαν κατὰ τὰς ἰδίας λείας, βοηθησάντων τῶν ἱππέων ἕνα μὲν ζωὸν ἔλαβεν, ἑπτὰ δὲ ἀπέκτεινε. [1.2.6] Θράσυλλος δὲ μετὰ ταῦτα ἀπήγαγεν ἐπὶ θάλατταν τὴν στρατιάν, ὡς εἰς Ἔφεσον πλευσούμενος. Τισσαφέρνης δὲ αἰσθόμενος τοῦτο τὸ ἐπιχείρημα, στρατιάν τε συνέλεγε πολλὴν καὶ ἱππέας ἀπέστελλε παραγγέλλων πᾶσιν εἰς Ἔφεσον βοηθεῖν τῇ Ἀρτέμιδι. [1.2.7] Θράσυλλος δὲ ἑβδόμῃ καὶ δεκάτῃ ἡμέρᾳ μετὰ τὴν εἰσβολὴν εἰς Ἔφεσον ἀπέπλευσε, καὶ τοὺς μὲν ὁπλίτας πρὸς τὸν Κορησσὸν ἀποβιβάσας, τοὺς δὲ ἱππέας καὶ πελταστὰς καὶ ἐπιβάτας καὶ τοὺς ἄλλους πάντας πρὸς τὸ ἕλος ἐπὶ τὰ ἕτερα τῆς πόλεως, ἅμα τῇ ἡμέρᾳ προσῆγε δύο στρατόπεδα. [1.2.8] οἱ δ᾽ ἐκ τῆς πόλεως ἐβοήθησαν Ἐφέσιοι οἵ τε σύμμαχοι οὓς Τισσαφέρνης ἤγαγε, καὶ Συρακόσιοι οἵ τ᾽ ἀπὸ τῶν προτέρων εἴκοσι νεῶν καὶ ἀπὸ ἑτέρων πέντε, αἳ ἔτυχον τότε παραγενόμεναι, νεωστὶ ἥκουσαι μετὰ Εὐκλέους τε τοῦ Ἵππωνος καὶ Ἡρακλείδου τοῦ Ἀριστογένους στρατηγῶν, καὶ Σελινούσιαι δύο. [1.2.9] οὗτοι δὲ πάντες πρῶτον μὲν πρὸς τοὺς ὁπλίτας τοὺς ἐν Κορησσῷ ἐβοήθησαν· τούτους δὲ τρεψάμενοι καὶ ἀποκτείναντες ἐξ αὐτῶν ὡσεὶ ἑκατὸν καὶ εἰς τὴν θάλατταν καταδιώξαντες πρὸς τοὺς παρὰ τὸ ἕλος ἐτράποντο. ἔφυγον δὲ κἀκεῖ οἱ Ἀθηναῖοι, καὶ ἀπώλοντο αὐτῶν ὡς τριακόσιοι. [1.2.10] οἱ δὲ Ἐφέσιοι τροπαῖον ἐνταῦθα ἔστησαν καὶ ἕτερον πρὸς τῷ Κορησσῷ. τοῖς δὲ Συρακοσίοις καὶ Σελινουσίοις κρατίστοις γενομένοις ἀριστεῖα ἔδωκαν καὶ κοινῇ καὶ ἰδίᾳ πολλοῖς, καὶ †οἰκεῖν ἀτέλειαν ἔδοσαν τῷ βουλομένῳ ἀεί· Σελινουσίοις δέ, ἐπεὶ ἡ πόλις ἀπωλώλει, καὶ πολιτείαν ἔδοσαν. [1.2.11] οἱ δ᾽ Ἀθηναῖοι τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀπολαβόντες ἀπέπλευσαν εἰς Νότιον, κἀκεῖ θάψαντες αὐτοὺς ἔπλεον εὐθὺ Λέσβου καὶ Ἑλλησπόντου. [1.2.12] ὁρμοῦντες δὲ ἐν Μηθύμνῃ τῆς Λέσβου εἶδον παραπλεούσας ἐξ Ἐφέσου τὰς Συρακοσίας ναῦς πέντε καὶ εἴκοσι· καὶ ἐπ᾽ αὐτὰς ἀναχθέντες τέτταρας μὲν ἔλαβον αὐτοῖς ἀνδράσι, τὰς δ᾽ ἄλλας κατεδίωξαν εἰς Ἔφεσον. [1.2.13] καὶ τοὺς μὲν ἄλλους αἰχμαλώτους Θράσυλλος εἰς Ἀθήνας ἀπέπεμψε πάντας, Ἀλκιβιάδην δὲ Ἀθηναῖον, Ἀλκιβιάδου ὄντα ἀνεψιὸν καὶ συμφυγάδα, κατέλευσεν. ἐντεῦθεν δὲ ἔπλευσεν εἰς τὴν Σηστὸν πρὸς τὸ ἄλλο στράτευμα. ἐκεῖθεν δὲ ἅπασα ἡ στρατιὰ διέβη εἰς Λάμψακον. [1.2.14] καὶ χειμὼν ἐπῄει, ἐν ᾧ οἱ αἰχμάλωτοι Συρακόσιοι, εἰργμένοι τοῦ Πειραιῶς ἐν λιθοτομίαις, διορύξαντες τὴν πέτραν, ἀποδράντες νυκτὸς ᾤχοντο εἰς Δεκέλειαν, οἱ δ᾽ εἰς Μέγαρα. [1.2.15] ἐν δὲ τῇ Λαμψάκῳ συντάττοντος Ἀλκιβιάδου τὸ στράτευμα πᾶν οἱ πρότεροι στρατιῶται οὐκ ἐβούλοντο τοῖς μετὰ Θρασύλλου συντάττεσθαι, ὡς αὐτοὶ μὲν ὄντες ἀήττητοι, ἐκεῖνοι δὲ ἡττημένοι ἥκοιεν. ἐνταῦθα δὴ ἐχείμαζον ἅπαντες Λάμψακον τειχίζοντες. [1.2.16] καὶ ἐστράτευσαν πρὸς Ἄβυδον· Φαρνάβαζος δ᾽ ἐβοήθησεν ἵπποις πολλοῖς, καὶ μάχῃ ἡττηθεὶς ἔφυγεν. Ἀλκιβιάδης δὲ ἐδίωκεν ἔχων τούς τε ἱππέας καὶ τῶν ὁπλιτῶν εἴκοσι καὶ ἑκατόν, ὧν ἦρχε Μένανδρος, μέχρι σκότος ἀφείλετο. [1.2.17] ἐκ δὲ τῆς μάχης ταύτης συνέβησαν οἱ στρατιῶται αὐτοὶ αὑτοῖς καὶ ἠσπάζοντο τοὺς μετὰ Θρασύλλου. ἐξῆλθον δέ τινας καὶ ἄλλας ἐξόδους τοῦ χειμῶνος εἰς τὴν ἤπειρον καὶ ἐπόρθουν τὴν βασιλέως χώραν. [1.2.18] τῷ δ᾽ αὐτῷ χρόνῳ καὶ Λακεδαιμόνιοι τοὺς εἰς τὸ Κορυφάσιον τῶν Εἱλώτων ἀφεστῶτας ἐκ Μαλέας ὑποσπόνδους ἀφῆκαν. κατὰ δὲ τὸν αὐτὸν καιρὸν καὶ ἐν Ἡρακλείᾳ τῇ Τραχινίᾳ Ἀχαιοὶ τοὺς ἐποίκους, ἀντιτεταγμένων πάντων πρὸς Οἰταίους πολεμίους ὄντας, προέδοσαν, ὥστε ἀπολέσθαι αὐτῶν πρὸς ἑπτακοσίους σὺν τῷ ἐκ Λακεδαίμονος ἁρμοστῇ Λαβώτῃ. [1.2.19] [καὶ ὁ ἐνιαυτὸς ἔληγεν οὗτος, ἐν ᾧ καὶ Μῆδοι ἀπὸ Δαρείου τοῦ Περσῶν βασιλέως ἀποστάντες πάλιν προσεχώρησαν αὐτῷ.]

[409 π.Χ.]
[1.2.1] Τον επόμενο χρόνο [όταν έγινε η ενενηκοστή τρίτη Ολυμπιάδα —όπου προστέθηκε αγώνισμα άρματος με δύο άλογα και νίκησε σ᾽ αυτό ο Ηλείος Ευαγόρας, ενώ στον αγώνα δρόμου του ενός σταδίου νίκησε ο Κυρηναίος Ευβώτας— κι όταν ήταν έφορος στη Σπάρτη ο Ευάρχιππος και άρχων στην Αθήνα ο Ευκτήμων] οι Αθηναίοι οχύρωσαν το Θορικό. Στο μεταξύ ο Θράσυλλος πήρε τα πλοία που του είχαν δώσει, όπλισε πέντε χιλιάδες από τους ναύτες του με μικρές ασπίδες έτσι που να μπορούν να πολεμούν και σαν πελταστές, και με την αρχή του καλοκαιριού κίνησε για τη Σάμο. [1.2.2] Κάθισε εκεί τρεις μέρες και κατόπιν έβαλε πλώρη για τα Πύγελα, όπου βάλθηκε να λεηλατεί την περιοχή και να κάνει επιθέσεις στα τείχη της πόλης. Μια δύναμη που ερχόταν από τη Μίλητο να ενισχύσει τους Πυγελείς βρήκε σκορπισμένο το ελαφρύ πεζικό των Αθηναίων και το πήρε στο κυνήγι. [1.2.3] Τότε οι Αθηναίοι πελταστές και δύο λόχοι οπλιτών βγήκαν να βοηθήσουν το πεζικό τους και σκότωσαν σχεδόν όλους εκείνους που είχαν έρθει από τη Μίλητο, μάζεψαν κάπου διακόσιες ασπίδες λάφυρα κι έστησαν τρόπαιο. [1.2.4] Την άλλη μέρα πήγαν με τα καράβια στο Νότιο κι από κει, αφού ετοιμάστηκαν, προχώρησαν πεζή προς τον Κολοφώνα, όπου οι κάτοικοι πήγαν με το μέρος τους. Την επόμενη νύχτα εισέβαλαν στη Λυδία —ό,τι είχε ωριμάσει το στάρι—, έκαψαν πολλά χωριά κι άρπαξαν πολύτιμα αντικείμενα, δούλους κι άλλα λάφυρα πολλά. [1.2.5] Ωστόσο ο Πέρσης Στάγης, που βρισκόταν σ᾽ εκείνη την περιοχή, πέτυχε τους Αθηναίους την ώρα που είχαν σκορπίσει για πλιάτσικο και τους χτύπησε με το ιππικό του, σκοτώνοντας έναν κι αιχμαλωτίζοντας εφτά.
[1.2.6] Μετά απ᾽ αυτά ο Θράσυλλος οδήγησε τον στρατό πίσω στην παραλία, να τον επιβιβάσει για την Έφεσο. Όταν έμαθε το σχέδιό του ο Τισσαφέρνης, σύναξε πολύ στρατό κι έστειλε καβαλάρηδες να ζητήσουν απ᾽ όλους βοήθεια για την υπεράσπιση της Άρτεμης. [1.2.7] Ο Θράσυλλος έφτασε στην Έφεσο δεκαεφτά μέρες έπειτα από την εισβολή του εκείνη, κι αποβίβασε τους οπλίτες κοντά στον Κορησσό· τους πελταστές, το ιππικό, τους πεζοναύτες κι όλους τους υπόλοιπους τους αποβίβασε από την άλλη πλευρά της πόλης, κοντά στον βάλτο. Μόλις ξημέρωσε, πρόσταξε και τα δύο τμήματα να προελάσουν. [1.2.8] Από την πόλη βγήκαν να τον απαντήσουν οι Εφέσιοι, οι σύμμαχοι με διοικητή τον Τισσαφέρνη, οι Συρακούσιοι (πληρώματα των είκοσι πρωτινών καραβιών κι άλλων πέντε που έτυχε να βρίσκονται εκεί —ό,τι είχαν φτάσει—, με στρατηγούς τον Ευκλή του Ίππωνος και τον Ηρακλείδη του Αριστογένη) και δύο τάγματα Σελινουντίων. [1.2.9] Όλοι αυτοί χτύπησαν πρώτα τους οπλίτες στον Κορησσό και τους συνέτριψαν, σκοτώνοντας κάπου εκατό και κυνηγώντας τους άλλους ώς τη θάλασσα. Ύστερα γύρισαν καταπάνω σε κείνους που βρίσκονταν από τη μεριά του βάλτου· κι εκεί νικήθηκαν οι Αθηναίοι, χάνοντας περίπου τριακόσιους άνδρες. [1.2.10] Κατόπιν οι Εφέσιοι έστησαν τρόπαιο εκεί κι άλλο στον Κορησσό. Στους Συρακούσιους και τους Σελινουντίους, που είχαν ξεχωρίσει με την παλικαριά τους, έδωσαν πολλές τιμητικές διακρίσεις —συλλογικές κι ατομικές— καθώς και το δικαίωμα, σ᾽ όσους απ᾽ αυτούς ήθελαν, να κατοικούν στην Έφεσο δίχως να πληρώνουν φόρο· τους Σελινουντίους, όταν καταστράφηκε η πατρίδα τους, τους έκαναν και πολίτες της Εφέσου.
[1.2.11] Στο μεταξύ οι Αθηναίοι παρέλαβαν μ᾽ εκεχειρία τους νεκρούς τους κι έκαναν πανιά για το Νότιο, όπου τους έθαψαν. Ύστερα τράβηξαν για τη Λέσβο και τον Ελλήσποντο. [1.2.12] Καθώς βρίσκονταν αραγμένοι στη Μήθυμνα της Λέσβου, είδαν να περνούν είκοσι πέντε πλοία των Συρακουσίων, που έρχονταν από την Έφεσο. Βγήκαν και τα χτύπησαν, αιχμαλώτισαν τέσσερα μαζί με τα πληρώματά τους και καταδίωξαν τα υπόλοιπα ώς την Έφεσο. [1.2.13] Τους άλλους αιχμαλώτους τούς έστειλε ο Θράσυλλος στην Αθήνα, τον Αλκιβιάδη όμως τον Αθηναίο —ξάδελφο και συνεξόριστο του άλλου Αλκιβιάδη— έβαλε να τον θανατώσουν με λιθοβολισμό. Κατόπιν πήγε στη Σηστό να συναντήσει τον υπόλοιπο αθηναϊκό στρατό, κι από κει διάβηκε όλη η στρατιά στη Λάμψακο.
[1.2.14] Έτσι ήρθε ο χειμώνας. Οι Συρακούσιοι αιχμάλωτοι που ᾽ταν κλεισμένοι σε λατομείο του Πειραιά έσκαψαν δρόμο μέσα από τον βράχο και δραπέτευσαν νύχτα, άλλοι στη Δεκέλεια κι άλλοι στα Μέγαρα.
[1.2.15] Στη Λάμψακο, όπου ο Αλκιβιάδης προσπαθούσε να συγκροτήσει ενιαίο στράτευμα, οι παλιότεροι στρατιώτες δεν ήθελαν να ενωθούν με τους άνδρες του Θρασύλλου: οι ίδιοι δεν είχαν νικηθεί ποτέ, έλεγαν, ενώ οι άλλοι είχαν έρθει νικημένοι. Ωστόσο περνούσαν όλοι εκεί τον χειμώνα, οχυρώνοντας τη Λάμψακο. [1.2.16] Έκαναν και μιαν επιδρομή στην Άβυδο· ο Φαρνάβαζος ήρθε σ᾽ ενίσχυσή της με πολύ ιππικό, αλλά νικήθηκε και υποχώρησε, κι ο Αλκιβιάδης με το ιππικό κι εκατόν είκοσι οπλίτες που διοικούσε ο Μένανδρος τον κυνήγησε ώς την ώρα που τους χώρισε το σκοτάδι. [1.2.17] Ύστερα απ᾽ αυτή τη μάχη οι στρατιώτες συμφώνησαν αναμεταξύ τους να συναδελφωθούν με τους άνδρες του Θρασύλλου. Τον χειμώνα εκείνο έκαναν κι άλλες επιδρομές στην ενδοχώρα, λεηλατώντας τα εδάφη του Βασιλέως.
[1.2.18] Την ίδια εποχή συνθηκολόγησαν στο Κορυφάσιο οι δραπέτες είλωτες που είχαν πάει εκεί από τη Μαλέα, κι οι Λακεδαιμόνιοι τους άφησαν να φύγουν ανενόχλητοι. Τον ίδιο πάνω κάτω καιρό, στην Ηράκλεια της Τραχινίας, οι Αχαιοί πρόδωσαν τους αποίκους ενώ πολεμούσαν όλοι μαζί τους Οιταίους, τους εχθρούς τους, μ᾽ αποτέλεσμα να σκοτωθούν κάπου εφτακόσιοι άποικοι καθώς κι ο Λαβώτης, ο αρμοστής από τη Λακεδαίμονα.
[1.2.19] [Έτσι τέλειωσε η χρονιά όπου οι Μήδοι, που είχαν επαναστατήσει εναντίον του Δαρείου, του Βασιλέως των Περσών, υποτάχτηκαν ξανά σ᾽ αυτόν].