Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (3.2.12-3.2.20)

[3.2.12] Καὶ μέχρι τούτου τοῦ χρόνου ἐν εἰρήνῃ διῆγον Τισσαφέρνης τε καὶ Δερκυλίδας καὶ οἱ ταύτῃ Ἕλληνες καὶ οἱ βάρβαροι. ἐπεὶ δὲ ἀφικνούμενοι πρέσβεις εἰς Λακεδαίμονα ἀπὸ τῶν Ἰωνίδων πόλεων ἐδίδασκον ὅτι εἴη ἐπὶ Τισσαφέρνει, εἰ βούλοιτο, ἀφιέναι αὐτονόμους τὰς Ἑλληνίδας πόλεις· εἰ οὖν κακῶς πάσχοι Καρία, ἔνθαπερ ὁ Τισσαφέρνους οἶκος, οὕτως ἂν ἔφασαν τάχιστα νομίζειν αὐτὸν συγχωρῆσαι αὐτονόμους σφᾶς ἀφεῖναι· ἀκούσαντες ταῦτα οἱ ἔφοροι ἔπεμψαν πρὸς Δερκυλίδαν, καὶ ἐκέλευον αὐτὸν διαβαίνειν σὺν τῷ στρατεύματι ἐπὶ Καρίαν καὶ Φάρακα τὸν ναύαρχον σὺν ταῖς ναυσὶ παραπλεῖν. οἱ μὲν δὴ ταῦτ᾽ ἐποίουν. [3.2.13] ἐτύγχανε δὲ κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον καὶ Φαρνάβαζος πρὸς Τισσαφέρνην ἀφιγμένος, ἅμα μὲν ὅτι στρατηγὸς τῶν πάντων ἀπεδέδεικτο Τισσαφέρνης, ἅμα δὲ διαμαρτυρόμενος ὅτι ἕτοιμος εἴη κοινῇ πολεμεῖν καὶ συμμάχεσθαι καὶ συνεκβάλλειν τοὺς Ἕλληνας ἐκ τῆς βασιλέως· ἄλλως τε γὰρ ὑπεφθόνει τῆς στρατηγίας τῷ Τισσαφέρνει καὶ τῆς Αἰολίδος χαλεπῶς ἔφερεν ἀπεστερημένος. ὁ δ᾽ ἀκούων, Πρῶτον μὲν τοίνυν, ἔφη, διάβηθι σὺν ἐμοὶ ἐπὶ Καρίαν, ἔπειτα δὲ καὶ περὶ τούτων βουλευσόμεθα. [3.2.14] ἐπεὶ δ᾽ ἐκεῖ ἦσαν, ἔδοξεν αὐτοῖς ἱκανὰς φυλακὰς εἰς τὰ ἐρύματα καταστήσαντας διαβαίνειν πάλιν ἐπὶ τὴν Ἰωνίαν. ὡς δ᾽ ἤκουσεν ὁ Δερκυλίδας ὅτι πάλιν πεπερακότες εἰσὶ τὸν Μαίανδρον, εἰπὼν τῷ Φάρακι ὡς ὀκνοίη μὴ ὁ Τισσαφέρνης καὶ ὁ Φαρνάβαζος ἐρήμην οὖσαν καταθέοντες φέρωσι καὶ ἄγωσι τὴν χώραν, διέβαινε καὶ αὐτός. πορευόμενοι δὲ οὗτοι οὐδέν τι συντεταγμένῳ τῷ στρατεύματι, ὡς προεληλυθότων τῶν πολεμίων εἰς τὴν Ἐφεσίαν, ἐξαίφνης ὁρῶσιν ἐκ τοῦ ἀντιπέρας σκοποὺς ἐπὶ τῶν μνημάτων· [3.2.15] καὶ ἀνταναβιβάσαντες εἰς τὰ παρ᾽ ἑαυτοῖς μνημεῖα καὶ τύρσεις τινὰς καθορῶσι παρατεταγμένους ᾗ αὐτοῖς ἦν ἡ ὁδὸς Κᾶράς τε λευκάσπιδας καὶ τὸ Περσικὸν ὅσον ἐτύγχανε παρὸν στράτευμα καὶ τὸ Ἑλληνικὸν ὅσον εἶχεν ἑκάτερος αὐτῶν καὶ τὸ ἱππικὸν μάλα πολύ, τὸ μὲν Τισσαφέρνους ἐπὶ τῷ δεξιῷ κέρατι, τὸ δὲ Φαρναβάζου ἐπὶ τῷ εὐωνύμῳ. [3.2.16] ὡς δὲ ταῦτα ᾔσθετο ὁ Δερκυλίδας, τοῖς μὲν ταξιάρχοις καὶ τοῖς λοχαγοῖς εἶπε παρατάττεσθαι τὴν ταχίστην εἰς ὀκτώ, τοὺς δὲ πελταστὰς ἐπὶ τὰ κράσπεδα ἑκατέρωθεν καθίστασθαι καὶ τοὺς ἱππέας, ὅσους γε δὴ καὶ οἵους ἐτύγχανεν ἔχων· αὐτὸς δὲ ἐθύετο. [3.2.17] ὅσον μὲν δὴ ἦν ἐκ Πελοποννήσου στράτευμα, ἡσυχίαν εἶχε καὶ παρεσκευάζετο ὡς μαχούμενον· ὅσοι δὲ ἦσαν ἀπὸ Πριήνης τε καὶ Ἀχιλλείου καὶ ἀπὸ νήσων καὶ τῶν Ἰωνικῶν πόλεων, οἱ μέν τινες καταλιπόντες ἐν τῷ σίτῳ τὰ ὅπλα ἀπεδίδρασκον· καὶ γὰρ ἦν βαθὺς ὁ σῖτος ἐν τῷ Μαιάνδρου πεδίῳ· ὅσοι δὲ καὶ ἔμενον, δῆλοι ἦσαν οὐ μενοῦντες. [3.2.18] τὸν μὲν οὖν Φαρνάβαζον ἐξηγγέλλετο μάχεσθαι κελεύειν· ὁ μέντοι Τισσαφέρνης τό τε Κύρειον στράτευμα καταλογιζόμενος ὡς ἐπολέμησεν αὐτοῖς καὶ τούτῳ πάντας νομίζων ὁμοίους εἶναι τοὺς Ἕλληνας, οὐκ ἐβούλετο μάχεσθαι, ἀλλὰ πέμψας πρὸς Δερκυλίδαν εἶπεν ὅτι εἰς λόγους βούλοιτο αὐτῷ ἀφικέσθαι. καὶ ὁ Δερκυλίδας λαβὼν τοὺς κρατίστους τὰ εἴδη τῶν περὶ αὐτὸν καὶ ἱππέων καὶ πεζῶν προῆλθε πρὸς τοὺς ἀγγέλους, καὶ εἶπεν· Ἀλλὰ παρεσκευάσμην μὲν ἔγωγε μάχεσθαι, ὡς ὁρᾶτε· ἐπεὶ μέντοι ἐκεῖνος βούλεται εἰς λόγους ἀφικέσθαι, οὐδ᾽ ἐγὼ ἀντιλέγω. ἂν μέντοι ταῦτα δέῃ ποιεῖν, πιστὰ καὶ ὁμήρους δοτέον καὶ ληπτέον. [3.2.19] δόξαντα δὲ ταῦτα καὶ περανθέντα, τὰ μὲν στρατεύματα ἀπῆλθε, τὸ μὲν βαρβαρικὸν εἰς Τράλλεις τῆς Καρίας, τὸ δ᾽ Ἑλληνικὸν εἰς Λεύκοφρυν, ἔνθα ἦν Ἀρτέμιδός τε ἱερὸν μάλα ἅγιον καὶ λίμνη πλέον ἢ σταδίου ὑπόψαμμος ἀέναος ποτέμου καὶ θερμοῦ ὕδατος. καὶ τότε μὲν ταῦτα ἐπράχθη· τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ εἰς τὸ συγκείμενον χωρίον ἦλθον, καὶ ἔδοξεν αὐτοῖς πυθέσθαι ἀλλήλων ἐπὶ τίσιν ἂν τὴν εἰρήνην ποιήσαιντο. [3.2.20] ὁ μὲν δὴ Δερκυλίδας εἶπεν, εἰ αὐτονόμους ἐῴη βασιλεὺς τὰς Ἑλληνίδας πόλεις, ὁ δὲ Τισσαφέρνης καὶ Φαρνάβαζος εἶπαν ὅτι, εἰ ἐξέλθοι τὸ Ἑλληνικὸν στράτευμα ἐκ τῆς χώρας καὶ οἱ Λακεδαιμονίων ἁρμοσταὶ ἐκ τῶν πόλεων. ταῦτα δὲ εἰπόντες ἀλλήλοις σπονδὰς ἐποιήσαντο, ἕως ἀπαγγελθείη τὰ λεχθέντα Δερκυλίδᾳ μὲν εἰς Λακεδαίμονα, Τισσαφέρνει δὲ ἐπὶ βασιλέα.

[3.2.12] Ώς εκείνο τον καιρό οι σχέσεις ανάμεσα στον Τισσαφέρνη και τον Δερκυλίδα, καθώς κι ανάμεσα στους Έλληνες και του βαρβάρους της περιοχής, ήταν ειρηνικές. Τότε όμως πήγαν στη Λακεδαίμονα πρέσβεις από τις ιωνικές πόλεις κι εξήγησαν ότι στο χέρι του Τισσαφέρνη ήταν, αν ήθελε, να παραχωρήσει αυτονομία στις ελληνικές πόλεις και θα τους την παραχωρούσε μια ώρα αρχύτερα, είπαν, αν πάθαινε καταστροφές η Καρία όπου ζούσε ο ίδιος. Ακούγοντας αυτά οι έφοροι έστειλαν διαταγή στον Δερκυλίδα να πάρει τον στρατό και να διαβεί το ποτάμι προς την Καρία, ενώ ο ναύαρχος Φάραξ θα πήγαινε από τα παράλια με τον στόλο. Έτσι κι έγινε.
[3.2.13] Την ίδια εποχή ωστόσο έτυχε να ᾽χει πάει κι ο Φαρνάβαζος να συναντήσει τον Τισσαφέρνη· ο Τισσαφέρνης είχε διοριστεί αρχιστράτηγος, κι ο Φαρνάβαζος ήθελε να τον διαβεβαιώσει πως ήταν έτοιμος να πολεμήσει στο πλευρό του, σαν σύμμαχος, ώστε μαζί να διώξουν τους Έλληνες από τη χώρα του Βασιλέως· η αλήθεια ήταν ότι ζήλευε στα κρυφά την αρχιστρατηγία του Τισσαφέρνη και του κακοφαινόταν που ᾽χε χάσει την Αιολίδα. Σαν τον άκουσε ο Τισσαφέρνης είπε: «Πέρασε πρώτα μαζί μου στην Καρία κι έπειτα θα σκεφτούμε γι᾽ αυτά». [3.2.14] Όταν πήγαν εκεί, αποφάσισαν να επανδρώσουν όσο χρειαζόταν τα οχυρά και να διαβούν ξανά το ποτάμι προς την Ιωνία.
Μαθαίνοντας ο Δερκυλίδας ότι είχαν ξαναπεράσει τον Μαίανδρο, είπε στον Φάρακα ότι φοβόταν μήπως ο Τισσαφέρνης κι ο Φαρνάβαζος, βρίσκοντας τη χώρα απροστάτευτη, κάνουν επιδρομές και τη λεηλατήσουν· διάβηκε λοιπόν κι αυτός το ποτάμι. Ενώ όμως βάδιζαν με τον στρατό τους ασύνταχτο, νομίζοντας ότι ο εχθρός είχε κιόλας προχωρήσει προς την περιοχή της Εφέσου, βλέπουν ξαφνικά σκοπούς στους αντικρινούς τύμβους· [3.2.15] ανεβάζουν δικούς τους στους κοντινούς τύμβους κι αποκεί πάνω ξεχωρίζουν, παραταγμένους στον δρόμο απ᾽ όπου επρόκειτο να περάσουν, Κάρες με λευκές ασπίδες, όλο τον περσικό στρατό που έτυχε να βρίσκεται στην περιοχή, όλους τους Έλληνες μισθοφόρους του ενός και του άλλου σατράπη και πολύ ιππικό — του Τισσαφέρνη στο δεξιό κέρας και του Φαρναβάζου στο αριστερό.
[3.2.16] Μόλις τα ᾽μαθε αυτά ο Δερκυλίδας είπε στους ταξιάρχους και τους λοχαγούς να παρατάξουν αμέσως τους οπλίτες τους σ᾽ οχτώ σειρές βάθος, τοποθετώντας στα δυο πλευρά τούς πελταστές και τους ιππείς — οσουσδήποτε και οποιουσδήποτε είχαν. Ο ίδιος έκανε θυσία. [3.2.17] Ενώ όμως οι Πελοποννήσιοι στρατιώτες ετοιμάζονταν ήρεμα να πολεμήσουν, από τους άλλους —όσοι ήταν από την Πριήνη, το Αχίλλειο, τα νησιά και τις ιωνικές πόλεις— μερικοί το ᾽βαλαν στα πόδια πετώντας τα όπλα τους μέσα στα στάχυα (και το στάρι φυτρώνει ψηλό στην πεδιάδα του Μαιάνδρου), αλλά κι εκείνοι που έμεναν στις θέσεις τους έδειχναν φανερά πως δεν θα ᾽μεναν για πολύ. [3.2.18] Ταυτόχρονα μαθεύτηκε ότι ο Φαρνάβαζος ζητούσε να δώσουν μάχη. Ο Τισσαφέρνης ωστόσο, λογαριάζοντας το πώς είχαν πολεμήσει τους Πέρσες οι μισθοφόροι του Κύρου και πιστεύοντας ότι όλοι οι Έλληνες τους έμοιαζαν, απέφευγε να δώσει μάχη κι έστειλε να πουν του Δερκυλίδα ότι ήθελε να τον συναντήσει. Τότε ο Δερκυλίδας πήρε μαζί του από τους στρατιώτες του εκείνους που είχαν το καλύτερο παράστημα —πεζούς και καβαλάρηδες— και πλησιάζοντας τους αγγελιαφόρους τούς είπε: «Εγώ από μέρους μου είχα ετοιμαστεί, καθώς βλέπετε, για μάχη — αλλ᾽ αν εκείνος θέλει να συναντηθούμε, δεν έχω κι εγώ αντίρρηση. Σ᾽ αυτή την περίπτωση όμως πρέπει ν᾽ ανταλλάξουμε εγγυήσεις κι ομήρους».
[3.2.19] Αφού συμφώνησαν σ᾽ αυτά και τα πραγματοποίησαν, οι στρατοί αποτραβήχτηκαν — ο βαρβαρικός στις Τράλλεις της Καρίας κι ο ελληνικός στη Λεύκοφρυ, εκεί που βρισκόταν ένα πολύ σεβάσμιο ιερό της Άρτεμης και μια λίμνη με μήκος πάνω από ένα στάδιο, αμμουδερή, που ᾽βγαζε ολοένα ζεστό, πόσιμο νερό.
Την επόμενη μέρα συναντήθηκαν οι στρατηγοί στο συμφωνημένο σημείο κι αποφάσισαν να συζητήσουν με ποιούς όρους μπορούσαν να κάνουν ειρήνη. [3.2.20] Ο Δερκυλίδας είπε ότι ο Βασιλεύς έπρεπε να παραχωρήσει ανεξαρτησία στις ελληνικές πόλεις, ενώ ο Τισσαφέρνης κι ο Φαρνάβαζος είπαν ότι έπρεπε να φύγει ο ελληνικός στρατός από τη χώρα κι οι Λακεδαιμόνιοι αρμοστές από τις πόλεις.
Έπειτα απ᾽ αυτή την ανταλλαγή απόψεων έκαναν ανακωχή, ώσπου ν᾽ αναφερθούν ο Δερκυλίδας στη Λακεδαίμονα κι ο Τισσαφέρνης στον Βασιλέα.