Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (4.11.1-4.13.2)

[4.11.1] Ἔστι δὲ καὶ ἄλλος λόγος ἔχων ὧδε, τῷ μάλιστα λεγομένῳ αὐτὸς πρόσκειμαι· Σκύθας τοὺς νομάδας οἰκέοντας ἐν τῇ Ἀσίῃ, πολέμῳ πιεσθέντας ὑπὸ Μασσαγετέων, οἴχεσθαι διαβάντας ποταμὸν Ἀράξην ἐπὶ γῆν τὴν Κιμμερίην (τὴν γὰρ νῦν νέμονται Σκύθαι, αὕτη λέγεται τὸ παλαιὸν εἶναι Κιμμερίων), [4.11.2] τοὺς δὲ Κιμμερίους ἐπιόντων Σκυθέων βουλεύεσθαι ὡς στρατοῦ ἐπιόντος μεγάλου, καὶ δὴ τὰς γνώμας σφέων κεχωρισμένας, ἐντόνους μὲν ἀμφοτέρας, ἀμείνω δὲ τὴν τῶν βασιλέων· τὴν μὲν γὰρ δὴ τοῦ δήμου φέρειν γνώμην ὡς ἀπαλλάσσεσθαι πρῆγμα εἴη μηδὲ πρὸς πολλοὺς δεόμενον κινδυνεύειν, τὴν δὲ τῶν βασιλέων διαμάχεσθαι περὶ τῆς χώρης τοῖσι ἐπιοῦσι. [4.11.3] οὐκ ὦν δὴ ἐθέλειν πείθεσθαι οὔτε τοῖσι βασιλεῦσι τὸν δῆμον οὔτε τῷ δήμῳ τοὺς βασιλέας. τοὺς μὲν δὴ ἀπαλλάσσεσθαι βουλεύεσθαι ἀμαχητὶ τὴν χώρην παραδιδόντας τοῖσι ἐπιοῦσι, τοῖσι δὲ βασιλεῦσι δόξαι ἐν τῇ ἑωυτῶν κεῖσθαι ἀποθανόντας μηδὲ συμφεύγειν τῷ δήμῳ, λογισαμένους ὅσα τε ἀγαθὰ πεπόνθασι καὶ ὅσα φεύγοντας ἐκ τῆς πατρίδος κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνειν. [4.11.4] ὡς δὲ δόξαι σφι ταῦτα, διαστάντας καὶ ἀριθμὸν ἴσους γενομένους μάχεσθαι πρὸς ἀλλήλους· καὶ τοὺς μὲν ἀποθανόντας πάντας ὑπ᾽ ἑωυτῶν θάψαι τὸν δῆμον τῶν Κιμμερίων παρὰ ποταμὸν Τύρην (καί σφεων ἔτι δῆλός ἐστι ὁ τάφος), θάψαντας δὲ οὕτω τὴν ἔξοδον ἐκ τῆς χώρης ποιέεσθαι, Σκύθας δὲ ἐπελθόντας λαβεῖν τὴν χώρην ἐρήμην. [4.12.1] καὶ νῦν ἔστι μὲν ἐν τῇ Σκυθικῇ Κιμμέρια τείχεα, ἔστι δὲ πορθμήια Κιμμέρια, ἔστι δὲ καὶ χώρη οὔνομα Κιμμερίη, ἔστι δὲ Βόσπορος Κιμμέριος καλεόμενος. [4.12.2] φαίνονται δὲ οἱ Κιμμέριοι φεύγοντες ἐς τὴν Ἀσίην τοὺς Σκύθας καὶ τὴν χερσόνησον κτίσαντες ἐν τῇ νῦν Σινώπη πόλις Ἑλλὰς οἴκηται. φανεροὶ δέ εἰσι καὶ οἱ Σκύθαι διώξαντες αὐτοὺς καὶ ἐσβαλόντες ἐς γῆν τὴν Μηδικήν, ἁμαρτόντες τῆς ὁδοῦ. [4.12.3] οἱ μὲν γὰρ Κιμμέριοι αἰεὶ τὴν παρὰ θάλασσαν ἔφευγον, οἱ δὲ Σκύθαι ἐν δεξιῇ τὸν Καύκασον ἔχοντες ἐδίωκον ἐς οὗ ἐσέβαλον ἐς γῆν τὴν Μηδικήν, ἐς μεσόγαιαν τῆς ὁδοῦ τραφθέντες. οὗτος δὲ ἄλλος ξυνὸς Ἑλλήνων τε καὶ Βαρβάρων λεγόμενος λόγος εἴρηται. [4.13.1] ἔφη δὲ Ἀριστέης ὁ Καϋστροβίου ἀνὴρ Προκοννήσιος, ποιέων ἔπεα, ἀπικέσθαι ἐς Ἰσσηδόνας φοιβόλαμπτος γενόμενος, Ἰσσηδόνων δὲ ὑπεροικέειν Ἀριμασποὺς ἄνδρας μουνοφθάλμους, ὑπὲρ δὲ τούτων τοὺς χρυσοφύλακας γρῦπας, τούτων δὲ τοὺς Ὑπερβορέους κατήκοντας ἐπὶ θάλασσαν. [4.13.2] τούτους ὦν πάντας πλὴν Ὑπερβορέων, ἀρξάντων Ἀριμασπῶν αἰεὶ τοῖσι πλησιοχώροισι ἐπιτίθεσθαι, καὶ ὑπὸ μὲν Ἀριμασπῶν ἐξωθέεσθαι ἐκ τῆς χώρης Ἰσσηδόνας, ὑπὸ δὲ Ἰσσηδόνων Σκύθας, Κιμμερίους δὲ οἰκέοντας ἐπὶ τῇ νοτίῃ θαλάσσῃ ὑπὸ Σκυθέων πιεζομένους ἐκλιπεῖν τὴν χώρην. οὕτω οὐδὲ οὗτος συμφέρεται περὶ τῆς χώρης ταύτης Σκύθῃσι.

[4.11.1] Αλλά υπάρχει και μια άλλη παράδοση —κι εγώ τη βρίσκω πολύ πιο κοντά στην αλήθεια απ᾽ τις άλλες— που λέει τα εξής: πως οι νομάδες Σκύθες που κατοικούσαν στην Ασία, στενεμένοι από τον πόλεμο που τους έκαναν οι Μασσαγέτες, διάβηκαν βιαστικά τον ποταμό Αράξη και πέρασαν στη χώρα των Κιμμερίων (γιατί η χώρα που τώρα κατοικούν οι Σκύθες λένε πως παλιότερα ήταν των Κιμμερίων)· [4.11.2] και πως με την εισβολή των Σκυθών οι Κιμμέριοι έκαναν συμβούλιο, αφού στρατός μεγάλος βάδιζε εναντίον τους, και κει υποστηρίχτηκαν δυο γνώμες αντίθετες μεταξύ τους, με πείσμα η καθεμιά τους, η πιο γενναία όμως ήταν των βασιλιάδων· γιατί η γνώμη του λαού εκεί το πήγαινε, πως θα ᾽χαν όφελος μόνο αν σηκωθούν να φύγουν, και να μη βάλουν σε κίνδυνο τη ζωή τους αντιμετωπίζοντας πολλούς εχθρούς, ενώ των βασιλιάδων η γνώμη ήταν να δώσουν μάχη με τους εισβολείς για τη γη τους. [4.11.3] Πως οι πρώτοι αποφάσισαν να σηκωθούν και να φύγουν παραδίνοντας χωρίς αντίσταση τη χώρα στους επιδρομείς, ενώ οι βασιλιάδες αποφάσισαν να πεθάνουν και να κείτονται στη χώρα τους, και να μη φύγουν μαζί με το λαό, λογαριάζοντας και πόση ευτυχία τούς χάρισε αυτή και πόσα βάσανα ήταν σίγουρο ότι θα τους περιμένουν αν φύγουν από την πατρίδα. [4.11.4] Και πως, καθώς πήραν αυτή την απόφαση, χωρίστηκαν σε δυο σχηματισμούς με ίσο αριθμό αντρών στον καθένα κι έδωσαν μάχη μεταξύ τους· και λένε πως τους βασιλιάδες, που μ᾽ αυτόν τον τρόπο αλληλοσκοτώθηκαν όλοι τους, τους έθαψε ο λαός των Κιμμερίων στις όχθες του ποταμού Τύρη (ο τάφος τους ακόμα φαίνεται), κι αφού τους έθαψαν έτσι, εγκατέλειψαν τη χώρα τους, κι οι Σκύθες, όταν μπήκαν σ᾽ αυτήν, κυρίεψαν μια έρημη χώρα.
[4.12.1] Και σήμερα υπάρχουν στη Σκυθία τείχη Κιμμερικά, υπάρχει πορθμός Κιμμερικός, υπάρχει και περιοχή που λέγεται Κιμμερία· υπάρχει κι ο Βόσπορος που ονομάζεται Κιμμερικός. [4.12.2] Κι είναι φανερό ότι οι Κιμμέριοι, φεύγοντας προς την Ασία για να γλιτώσουν από τους Σκύθες, έχτισαν αποικία στη χερσόνησο, όπου σήμερα είναι χτισμένη η ελληνική πόλη Σινώπη. Κι είναι επίσης φανερό ότι οι Σκύθες τούς καταδίωξαν και μπήκαν στη χώρα των Μήδων παίρνοντας λάθος δρόμο. [4.12.3] Γιατί από τη μεριά τους οι Κιμμέριοι στη φυγή τους ακολουθούσαν σταθερά τον παραθαλάσσιο δρόμο, ενώ οι Σκύθες τούς καταδίωκαν έχοντας στο δεξί τους χέρι τον Καύκασο, κι έτσι, παίρνοντας το δρόμο που περνούσε από το εσωτερικό της χώρας, μπήκαν στη χώρα των Μήδων. Νά, αυτή είναι η άλλη παράδοση που την ακούσαμε κι από Έλληνες κι από βαρβάρους.
[4.13.1] Ο Αριστέας πάλι, ο γιος του Καϋστροβίου από την Προκόννησο, γράφοντας το επικό του ποίημα, είπε πως έφτασε στη χώρα των Ισσηδόνων σε κατάσταση απολλώνειας έκστασης, κι ότι πιο πέρα από τους Ισσηδόνες κατοικούν άνθρωποι μονόφθαλμοι, οι Αριμασποί, και πέρ᾽ απ᾽ αυτούς οι γρύπες οι χρυσοφύλακες, και πιο βόρεια απ᾽ αυτούς οι Υπερβόρειοι, που φτάνουν ώς τη θάλασσα. [4.13.2] Λοιπόν, πως όλοι αυτοί, με εξαίρεση τους Υπερβορείους, πρώτα οι Αριμασποί κι ύστερα όλοι οι άλλοι, πατούσαν τη γη των γειτόνων τους, κι έτσι οι Αριμασποί έδιωξαν με τη βία τους Ισσηδόνες από τη χώρα τους, οι Ισσηδόνες τους Σκύθες, και οι Κιμμέριοι, που κατοικούσαν στις ακτές της νότιας θάλασσας, στενεμένοι από τους Σκύθες εγκατέλειψαν τη χώρα τους. Έτσι λοιπόν ούτε κι αυτός συμφωνεί με τους Σκύθες σ᾽ ό,τι αφορά τη χώρα αυτή.