Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (4.5.1-4.10.3)

[4.5.1] Ὡς δὲ Σκύθαι λέγουσι, νεώτατον ἁπάντων ἐθνέων εἶναι τὸ σφέτερον, τοῦτο δὲ γενέσθαι ὧδε· ἄνδρα γενέσθαι πρῶτον ἐν τῇ γῇ ταύτῃ ἐούσῃ ἐρήμῳ τῷ οὔνομα εἶναι Ταργίταον· τοῦ δὲ Ταργιτάου τούτου τοὺς τοκέας λέγουσι εἶναι, ἐμοὶ μὲν οὐ πιστὰ λέγοντες, λέγουσι δ᾽ ὦν, Δία τε καὶ Βορυσθένεος τοῦ ποταμοῦ θυγατέρα. [4.5.2] γένεος μὲν τοιούτου δή τινος γενέσθαι τὸν Ταργίταον, τούτου δὲ γενέσθαι παῖδας τρεῖς, Λιπόξαϊν καὶ Ἀρπόξαϊν καὶ νεώτατον Κολάξαϊν. [4.5.3] ἐπὶ τούτων ἀρχόντων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ φερόμενα χρύσεα ποιήματα, ἄροτρόν τε καὶ ζυγὸν καὶ σάγαριν καὶ φιάλην, πεσεῖν ἐς τὴν Σκυθικήν, καὶ [τὸν] ἰδόντα πρῶτον τὸν πρεσβύτατον ἆσσον ἰέναι αὐτῶν βουλόμενον λαβεῖν, τὸν δὲ χρυσὸν ἐπιόντος καίεσθαι. [4.5.4] ἀπαλλαχθέντος δὲ τούτου προσιέναι τὸν δεύτερον, καὶ τὸν αὖτις ταὐτὰ ποιέειν. τοὺς μὲν δὴ καιόμενον τὸν χρυσὸν ἀπώσασθαι, τρίτῳ δὲ τῷ νεωτάτῳ ἐπελθόντι κατασβῆναι, καί μιν ἐκεῖνον κομίσαι ἐς ἑωυτοῦ· καὶ τοὺς πρεσβυτέρους ἀδελφεοὺς πρὸς ταῦτα συγγνόντας τὴν βασιληίην πᾶσαν παραδοῦναι τῷ νεωτάτῳ. [4.6.1] ἀπὸ μὲν δὴ Λιποξάϊος γεγονέναι τούτους τῶν Σκυθέων οἳ Αὐχάται γένος καλέονται, ἀπὸ δὲ τοῦ μέσου Ἀρποξάϊος οἳ Κατίαροί τε καὶ Τράσπιες καλέονται, ἀπὸ δὲ τοῦ νεωτάτου αὐτῶν τοὺς βασιλέας οἳ καλέονται Παραλάται· [4.6.2] σύμπασι δὲ εἶναι οὔνομα Σκολότους, †τοῦ βασιλέος ἐπωνυμίην· Σκύθας δὲ Ἕλληνες ὠνόμασαν. [4.7.1] γεγονέναι μέν νυν σφέας ὧδε λέγουσι οἱ Σκύθαι, ἔτεα δὲ σφίσι ἐπείτε γεγόνασι τὰ σύμπαντα λέγουσι εἶναι ἀπὸ τοῦ πρώτου βασιλέος Ταργιτάου ἐς τὴν Δαρείου διάβασιν τὴν ἐπὶ σφέας χιλίων οὐ πλέω ἀλλὰ τοσαῦτα. τὸν δὲ χρυσὸν τοῦτον τὸν ἱρὸν φυλάσσουσι οἱ βασιλέες ἐς τὰ μάλιστα καὶ θυσίῃσι μεγάλῃσι ἱλασκόμενοι μετέρχονται ἀνὰ πᾶν ἔτος. [4.7.2] ὃς δ᾽ ἂν ἔχων τὸν χρυσὸν τὸν ἱρὸν ἐν τῇ ὁρτῇ ὑπαίθριος κατακοιμηθῇ, οὗτος λέγεται ὑπὸ Σκυθέων οὐ διενιαυτίζειν· δίδοσθαι δέ οἱ διὰ τοῦτο ὅσα ἂν ἵππῳ ἐν ἡμέρῃ μιῇ περιελάσῃ αὐτός. τῆς δὲ χώρης ἐούσης μεγάλης τριφασίας τὰς βασιληίας τοῖσι παισὶ τοῖσι ἑωυτοῦ καταστήσασθαι Κολάξαϊν καὶ τουτέων μίαν ποιῆσαι μεγίστην, ἐν τῇ τὸν χρυσὸν φυλάσσεσθαι. [4.7.3] τὰ δὲ κατύπερθε πρὸς βορέην [λέγουσι] ἄνεμον τῶν ὑπεροίκων τῆς χώρης οὐκ οἷά τε εἶναι ἔτι προσωτέρω οὔτε ὁρᾶν οὔτε διεξιέναι ὑπὸ πτερῶν κεχυμένων· πτερῶν γὰρ καὶ τὴν γῆν καὶ τὸν ἠέρα εἶναι πλέον, καὶ ταῦτα εἶναι τὰ ἀποκληίοντα τὴν ὄψιν.
[4.8.1] Σκύθαι μὲν ὧδε ὑπὲρ σφέων τε αὐτῶν καὶ τῆς χώρης τῆς κατύπερθε λέγουσι, Ἑλλήνων δὲ οἱ τὸν Πόντον οἰκέοντες ὧδε. Ἡρακλέα ἐλαύνοντα τὰς Γηρυόνεω βοῦς ἀπικέσθαι ἐς γῆν ταύτην ἐοῦσαν ἐρήμην, ἥντινα νῦν Σκύθαι νέμονται. [4.8.2] Γηρυόνεα δὲ οἰκέειν ἔξω τοῦ Πόντου, κατοικημένον τὴν Ἕλληνες λέγουσι Ἐρύθειαν νῆσον, τὴν πρὸς Γηδείροισι τοῖσι ἔξω Ἡρακλέων στηλέων ἐπὶ τῷ Ὠκεανῷ. τὸν δὲ Ὠκεανὸν λόγῳ μὲν λέγουσι ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων ἀρξάμενον γῆν περὶ πᾶσαν ῥέειν, ἔργῳ δὲ οὐκ ἀποδεικνῦσι. [4.8.3] ἐνθεῦτεν τὸν Ἡρακλέα ὡς ἀπικέσθαι ἐς τὴν νῦν Σκυθικὴν χώρην καλεομένην (καταλαβεῖν γὰρ αὐτὸν χειμῶνά τε καὶ κρυμόν), ἐπειρυσάμενον [δὲ] τὴν λεοντέην κατυπνῶσαι, τὰς δέ οἱ ἵππους [τὰς] ὑπὸ τοῦ ἅρματος νεμομένας ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ ἀφανισθῆναι θείῃ τύχῃ. [4.9.1] ὡς δ᾽ ἐγερθῆναι τὸν Ἡρακλέα, δίζησθαι, πάντα δὲ τῆς χώρης ἐπεξελθόντα τέλος ἀπικέσθαι ἐς τὴν Ὑλαίην καλεομένην γῆν· ἐνθαῦτα δὲ αὐτὸν εὑρεῖν ἐν ἄντρῳ μειξοπάρθενόν τινα ἔχιδναν διφυέα, τῆς τὰ μὲν ἄνω ἀπὸ τῶν γλουτῶν εἶναι γυναικός, τὰ δὲ ἔνερθε ὄφιος. [4.9.2] ἰδόντα δὲ καὶ θωμάσαντα ἐπειρέσθαι μιν εἴ κου εἶδεν ἵππους πλανωμένας· τὴν δὲ φάναι ἑωυτὴν ἔχειν καὶ οὐκ ἀποδώσειν ἐκείνῳ πρὶν ἤ οἱ μειχθῇναι· τὸν δὲ Ἡρακλέα μιχθῆναι ἐπὶ τῷ μισθῷ τούτῳ. [4.9.3] κείνην τε δὴ ὑπερβάλλεσθαι τὴν ἀπόδοσιν τῶν ἵππων, βουλομένην ὡς πλεῖστον χρόνον συνεῖναι τῷ Ἡρακλέϊ, καὶ τὸν κομισάμενον ἐθέλειν ἀπαλλάσσεσθαι· τέλος δὲ ἀποδιδοῦσαν αὐτὴν εἰπεῖν· Ἵππους μὲν δὴ ταύτας ἀπικομένας ἐνθάδε ἔσωσά τοι ἐγώ, σῶστρα δὲ σὺ παρέσχες· ἔχω γὰρ ἐκ σέο παῖδας τρεῖς. [4.9.4] τούτους, ἐπεὰν γένωνται τρόφιες, ὅ τι χρὴ ποιέειν ἐξηγέο σύ, εἴτε αὐτοῦ κατοικίζω (χώρης γὰρ τῆσδε ἔχω τὸ κράτος αὐτή) εἴτε ἀποπέμπω παρὰ σέ. τὴν μὲν δὴ ταῦτα ἐπειρωτᾶν, τὸν δὲ λέγουσι πρὸς ταῦτα εἰπεῖν· [4.9.5] Ἐπεὰν ἀνδρωθέντας ἴδῃ τοὺς παῖδας, τάδε ποιεῦσα οὐκ ἂν ἁμαρτάνοις· τὸν μὲν ἂν ὁρᾷς αὐτῶν τόδε [τὸ] τόξον ὧδε διατεινόμενον καὶ τῷ ζωστῆρι τῷδε κατὰ τάδε ζωννύμενον, τοῦτον μὲν τῆσδε τῆς χώρης οἰκήτορα ποιεῦ· ὃς δ᾽ ἂν τούτων τῶν ἔργων τῶν ἐντέλλομαι λείπηται, ἔκπεμπε ἐκ τῆς χώρης. καὶ ταῦτα ποιεῦσα αὐτή τε εὐφρανέαι καὶ τὰ ἐντεταλμένα ποιήσεις. [4.10.1] τὸν μὲν δὴ εἰρύσαντα τῶν τόξων τὸ ἕτερον (δύο γὰρ δὴ φορέειν τέως Ἡρακλέα) καὶ τὸν ζωστῆρα προδέξαντα παραδοῦναι τὸ τόξον τε καὶ τὸν ζωστῆρα ἔχοντα ἐπ᾽ ἄκρης τῆς συμβολῆς φιάλην χρυσέην, δόντα δὲ ἀπαλλάσσεσθαι. τὴν δ᾽, ἐπεί οἱ γενομένους τοὺς παῖδας ἀνδρωθῆναι, τοῦτο μέν σφι οὐνόματα θέσθαι, τῷ μὲν Ἀγάθυρσον αὐτῶν, τῷ δ᾽ ἑπομένῳ Γελωνόν, Σκύθην δὲ τῷ νεωτάτῳ, τοῦτο δὲ τῆς ἐπιστολῆς μεμνημένην αὐτὴν ποιῆσαι τὰ ἐντεταλμένα. [4.10.2] καὶ δὴ δύο μέν οἱ τῶν παίδων, τόν τε Ἀγάθυρσον καὶ τὸν Γελωνόν, οὐκ οἵους τε γενομένους ἐξικέσθαι πρὸς τὸν προκείμενον ἄεθλον, οἴχεσθαι ἐκ τῆς χώρης ἐκβληθέντας ὑπὸ τῆς γειναμένης, τὸν δὲ νεώτατον αὐτῶν Σκύθην ἐπιτελέσαντα καταμεῖναι ἐν τῇ χώρῃ. [4.10.3] καὶ ἀπὸ μὲν Σκύθεω τοῦ Ἡρακλέος γενέσθαι τοὺς αἰεὶ βασιλέας γινομένους Σκυθέων, ἀπὸ δὲ τῆς φιάλης ἔτι καὶ ἐς τόδε φιάλας ἐκ τῶν ζωστήρων φορέειν Σκύθας· τὸ δὴ μοῦνον μηχανήσασθαι τὴν μητέρα Σκύθῃ. ταῦτα δὲ Ἑλλήνων οἱ τὸν Πόντον οἰκέοντες λέγουσι.

[4.5.1] Κατά τα λεγόμενα των Σκυθών, απ᾽ όλα τα έθνη το πιο νέο είναι το δικό τους, και νά πώς δημιουργήθηκε· ο πρώτος άνθρωπος που γεννήθηκε σ᾽ αυτή τη χώρα, που ήταν ερημιά, λεγόταν Ταργίταος· και γονείς αυτουνού του Ταργίταου λένε πως είναι (εγώ δε δίνω πίστη στα λόγια τους, όμως το λένε) ο Δίας και μια θυγατέρα του ποταμού Βορυσθένη. [4.5.2] Λοιπόν, πως από μια τέτοια γενιά γεννήθηκε ο Ταργίταος και πως απόχτησε τρία παιδιά, τον Λιπόξαη και τον Αρπόξαη και τον μικρότερο, τον Κολάξαη. [4.5.3] Ότι, την εποχή που βασίλευαν αυτοί, έπεσαν στη χώρα των Σκυθών, ουρανοκατέβατα, χρυσά σύνεργα, έν᾽ αλέτρι κι ένας ζυγός και μια σάγαρη και μια κούπα. Και πως από τους τρεις πρώτος τα είδε ο μεγαλύτερος και πήγε κοντά, θέλοντας να τα πάρει, όμως, μόλις πλησίασε, το χρυσάφι πύρωσε, [4.5.4] και πως, όταν αυτός αποτραβήχτηκε, πλησίασε ο δεύτερος, και έγινε πάλι το ίδιο με το χρυσάφι. Λοιπόν, λένε πως αυτούς τους απόδιωξε με το πύρωμά του το χρυσάφι, όμως, όταν πλησίασε ο τρίτος ο μικρότερος, σε τούτον το χρυσάφι έσβησε, και πως εκείνος το κουβάλησε στο σπίτι του· και πως τα μεγαλύτερα αδέρφια του ύστερ᾽ απ᾽ αυτό συμφώνησαν να παραδώσουν στον μικρότερο όλη τη βασιλική εξουσία.
[4.6.1] Λένε λοιπόν πως απόγονοι του Λιπόξαη είναι η φυλή των Σκυθών που λέγονται Αυχάτες, του μεσαίου, του Αρπόξαη, αυτοί που λέγονται Κατίαροι και Τράσπιες, και του μικρότερού τους, η φυλή που βασιλεύει και λέγονται Παραλάτες· [4.6.2] και πως το κοινό όνομα όλων τους, Σκολότες, το πήραν απ᾽ τον βασιλιά τους· Σκύθες τούς ονόμασαν οι Έλληνες.
[4.7.1] Λοιπόν έτσι λένε ότι δημιουργήθηκε το έθνος τους οι Σκύθες, και λένε ακόμα πως από τον πρώτο βασιλιά τους, τον Ταργίταο, ώς την εισβολή του Δαρείου στη χώρα τους δεν πέρασαν περισσότερα από χίλια χρόνια, αλλά τόσα ακριβώς. Και το χρυσάφι τους το ιερό το φυλάνε οι βασιλιάδες τους με τη μεγαλύτερη φροντίδα και, προσφέροντάς του μεγάλες θυσίες κάθε χρόνο, ζητούν τη χάρη του. [4.7.2] Κι όποιος, όσο κρατά η γιορτή, κοιμηθεί τη νύχτα στο ύπαιθρο φυλάγοντας το ιερό χρυσάφι, λένε οι Σκύθες πως αυτός δε βγάζει τη χρονιά· και πως του δίνουν γι᾽ αυτό τόση γη, όση θα τρέξει ένα γύρο ο ίδιος πάνω σ᾽ άλογο σε μια μέρα. Και πως, καθώς η χώρα του ήταν απέραντη, ο Κολάξαης δημιούργησε τρία βασίλεια για τα παιδιά του, κι απ᾽ αυτά το ένα το έκανε πολύ μεγάλο, εκείνο όπου φυλάγεται το χρυσάφι. [4.7.3] Τώρα, για τα μέρη που βρίσκονται προς τον βόρειο άνεμο, πέρα απ᾽ τους πιο απόμακρους οικισμούς της χώρας τους, λένε πως είναι αδύνατο κανείς είτε να δει είτε να περάσει πιο πέρα, κι ο λόγος είναι τα φτερά που γεμίζουν τον αέρα· γιατί και η γη κι ο αέρας είναι γεμάτοι φτερά, κι αυτά είναι που δε σ᾽ αφήνουν να δεις.
[4.8.1] Αυτά λοιπόν λένε για το έθνος τους και για τη χώρα που βρίσκεται πιο πέρ᾽ απ᾽ αυτούς οι Σκύθες, ενώ οι Έλληνες που κατοικούν στον Πόντο τα εξής: πως ο Ηρακλής, σαλαγώντας τα βόδια του Γηρυόνη, έφτασε σ᾽ αυτή τη χώρα που ήταν ερημιά, αυτή στην οποία ζουν τώρα οι Σκύθες. [4.8.2] Και πως ο Γηρυόνης κατοικούσε μακριά από τον Πόντο, αφού ζούσε στο νησί που οι Έλληνες το λένε Ερύθεια, εκεί κατά τα Γάδειρα, που είναι έξω από τις Ηράκλειες στήλες, στην ακρογιαλιά του Ωκεανού. Και λένε βέβαια μερικοί για τον Ωκεανό πως, ξεκινώντας αποκεί που ανατέλλει ο ήλιος, κυλά το ρέμα του γύρω απ᾽ ολόκληρη τη γη — αυτά όμως είναι μόνο λόγια· γιατί κανείς τους δε δίνει πραγματικές αποδείξεις. [4.8.3] Κι ο Ηρακλής αποκεί έφτασε στη χώρα που σήμερα ονομάζουμε Σκυθία· λοιπόν, καθώς τον βρήκε κακοχειμωνιά και παγωνιά, λένε πως έσυρε απάνω του τη λεοντή, σκεπάστηκε κι έπεσε σε ύπνο βαρύ, και πως τότε οι φοράδες του, που βοσκούσαν κάτω απ᾽ την άμαξα, έγιναν άφαντες — τα ᾽φερε έτσι κάποιος θεός.
[4.9.1] Και πως, μόλις ο Ηρακλής ξύπνησε, βάλθηκε να τις ψάχνει, κι αφού διάβηκε απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη όλη τη χώρα, στο τέλος έφτασε στην περιοχή που ονομάζεται Υλαία· και πως εκεί βρήκε σε μια σπηλιά μια κόρη–τέρας: μια Έχιδνα με διπλή φύση, που από τους γοφούς και πάνω ήταν γυναίκα κι αποκεί και κάτω φίδι· [4.9.2] πως σάστισε βλέποντάς την κι ύστερα τη ρώτησε αν είδε πουθενά φοράδες αδέσποτες· και πως εκείνη του αποκρίθηκε ότι τις είχε η ίδια κι ότι δε θα του τις δώσει πίσω πριν σμίξει μαζί της· και πως ο Ηρακλής έσμιξε μαζί της μ᾽ αυτή την αντιμισθία. [4.9.3] Λοιπόν, λένε πως εκείνη όλο κι ανέβαλε να του δώσει πίσω τις φοράδες, γιατί ήθελε όσο γίνεται πιο πολύ καιρό να έχει τον Ηρακλή κοντά της, ενώ αυτός ήθελε να τις πάρει και να πάει στη δουλειά του· πως επιτέλους αυτή του τις έδωσε πίσω λέγοντας: «Τις φοράδες σου αυτές που έφτασαν εδώ σου τις φύλαξα εγώ κι εσύ μου πλήρωσες τα βρετίκια· γιατί μου χάρισες τρία αγόρια που έχω στην κοιλιά· [4.9.4] πες μου, τί να κάνω μ᾽ αυτά, όταν μεγαλώσουν, να τ᾽ αφήσω να ζήσουν εδώ (μια κι εγώ εξουσιάζω αυτή τη χώρα) ή να τα στείλω κοντά σου;» Λοιπόν, λένε πως εκείνη αυτή την ερώτηση έκανε, κι εκείνος της αποκρίθηκε: [4.9.5] «Όταν δεις πως τα παιδιά έγιναν άντρες, κάνε τα εξής και δε θ᾽ αστοχήσεις: όποιον απ᾽ αυτούς δεις να τεντώνει ετούτο το τόξο έτσι, πέρα για πέρα, και να ζώνεται ετούτον το ζωστήρα μ᾽ αυτό τον τρόπο, ε, αυτόν κάνε να κατοικήσει σ᾽ ετούτη τη χώρα· όποιος όμως δεν καταφέρνει τις πράξεις που εγώ παραγγέλνω, διώξε τον μακριά από τη χώρα. Κι αν κάνεις αυτά, και την ψυχή σου θα ευφράνεις και τις εντολές μου θα εκτελέσεις».
[4.10.1] Λένε λοιπόν πως εκείνος τέντωσε το ένα από τα δυο τόξα του (γιατί ώς τότε δυο κουβαλούσε ο Ηρακλής) κι έδειξε πώς δενόταν ο ζωστήρας και κατόπι παράδωσε και το τόξο και το ζωστήρα (ετούτος είχε στο κούμπωμά του χρυσή κούπα)· και πως, αφού τα έδωσε, σηκώθηκε κι έφυγε· κι εκείνη απ᾽ τη μεριά της, όταν τα παιδιά που γέννησε έγιναν άντρες, πρώτα πρώτα τους έδωσε ονόματα: τον ένα τους τον είπε Αγάθυρσο, τον επόμενο Γελωνό και τον μικρότερο Σκύθη· ύστερα, έχοντας στο νου της την παραγγελία, έβαλε σε πράξη τις εντολές που είχε πάρει. [4.10.2] Και πως τα δυο από τα παιδιά της, τον Αγάθυρσο και τον Γελωνό, που δεν μπόρεσαν να τα βγάλουν πέρα με τον άθλο που τους πρότεινε, τους έδιωξε απ᾽ τη χώρα τους η μάνα που τους γέννησε, όμως ο μικρότερός τους, ο Σκύθης, τα έβγαλε πέρα κι έμεινε για πάντα στη χώρα. [4.10.3] Και πως από τον Σκύθη, το γιο του Ηρακλή, κατάγεται η βασιλική δυναστεία των Σκυθών, κι από εκείνη την κούπα οι Σκύθες ακόμα και σήμερα κρεμούν στο ζωστήρα τους κούπες, και ακόμη, το που έμεινε μονάχα ο Σκύθης στη χώρα το χρωστά σε τέχνασμα της μητέρας του. Αυτά λοιπόν λένε οι Έλληνες που κατοικούν στον Πόντο.