Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (3.129.1-3.132.2)

[3.129.1] Ἀπικομένων δὲ καὶ ἀνακομισθέντων τῶν Ὀροίτεω χρημάτων ἐς τὰ Σοῦσα συνήνεικε χρόνῳ οὐ πολλῷ ὕστερον βασιλέα Δαρεῖον ἐν ἄγρῃ θηρίων ἀποθρῴσκοντα ἀπ᾽ ἵππου στραφῆναι τὸν πόδα. [3.129.2] καί κως ἰσχυροτέρως ἐστράφη· ὁ γάρ οἱ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων. νομίζων δὲ καὶ πρότερον περὶ ἑωυτὸν ἔχειν Αἰγυπτίων τοὺς δοκέοντας εἶναι πρώτους τὴν ἰητρικήν, τούτοισι ἐχρᾶτο. οἱ δὲ στρεβλοῦντες καὶ βιώμενοι τὸν πόδα κακὸν μέζον ἐργάζοντο. [3.129.3] ἐπ᾽ ἑπτὰ μὲν δὴ ἡμέρας καὶ ἑπτὰ νύκτας ὑπὸ τοῦ παρεόντος κακοῦ ὁ Δαρεῖος ἀγρυπνίῃσι εἴχετο, τῇ δὲ δὴ ὀγδόῃ ἡμέρῃ ἔχοντί οἱ φλαύρως [οἷα δὴ] παρακούσας τις πρότερον ἔτι ἐν Σάρδισι τοῦ Κροτωνιήτεω Δημοκήδεος τὴν τέχνην ἐσαγγέλλει τῷ Δαρείῳ· ὁ δὲ ἄγειν μιν τὴν ταχίστην παρ᾽ ἑωυτὸν ἐκέλευσε. τὸν δὲ ὡς ἐξεῦρον ἐν τοῖσι Ὀροίτεω ἀνδραπόδοισι ὅκου δὴ ἀπημελημένον, παρῆγον ἐς μέσον πέδας τε ἕλκοντα καὶ ῥάκεσι ἐσθημένον. [3.130.1] σταθέντα δὲ ἐς μέσον εἰρώτα ὁ Δαρεῖος τὴν τέχνην εἰ ἐπίσταιτο· ὁ δὲ οὐκ ὑπεδέκετο, ἀρρωδέων μὴ ἑωυτὸν ἐκφήνας τὸ παράπαν τῆς Ἑλλάδος ᾖ ἀπεστερημένος. [3.130.2] κατεφάνη δὲ τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν ἐπιστάμενος, καὶ τοὺς ἀγαγόντας αὐτὸν ἐκέλευσε μάστιγάς τε καὶ κέντρα παραφέρειν ἐς τὸ μέσον. ὁ δὲ ἐνθαῦτα δὴ ὦν ἐκφαίνει, φὰς ἀτρεκέως μὲν οὐκ ἐπίστασθαι, ὁμιλήσας δὲ ἰητρῷ φλαύρως ἔχειν τὴν τέχνην. [3.130.3] μετὰ δὲ ὥς οἱ ἐπέτρεψε, Ἑλληνικοῖσι ἰήμασι χρεώμενος καὶ ἤπια μετὰ τὰ ἰσχυρὰ προσάγων ὕπνου τέ μιν λαγχάνειν ἐποίεε καὶ ἐν χρόνῳ ὀλίγῳ ὑγιέα μιν ἐόντα ἀπέδεξε, οὐδαμὰ ἔτι ἐλπίζοντα ἀρτίπουν ἔσεσθαι. [3.130.4] δωρέεται δή μιν μετὰ ταῦτα ὁ Δαρεῖος πεδέων χρυσέων δύο ζεύγεσι· ὁ δέ μιν ἐπείρετο εἴ οἱ διπλήσιον τὸ κακὸν ἐπίτηδες νέμει, ὅτι μιν ὑγιέα ἐποίησε. ἡσθεὶς δὲ τῷ ἔπεϊ ὁ Δαρεῖος ἀποπέμπει μιν παρὰ τὰς ἑωυτοῦ γυναῖκας. παράγοντες δὲ οἱ εὐνοῦχοι ἔλεγον πρὸς τὰς γυναῖκας ὡς βασιλέϊ οὗτος εἴη ὃς τὴν ψυχὴν ἀπέδωκε. [3.130.5] ὑποτύπτουσα δὲ αὐτέων ἑκάστη φιάλῃ ‹ἐς› τοῦ χρυσοῦ τὴν θήκην ἐδωρέετο Δημοκήδεα οὕτω δή τι δαψιλέϊ δωρεῇ ὡς τοὺς ἀποπίπτοντας ἀπὸ τῶν φιαλέων στατῆρας ἑπόμενος ὁ οἰκέτης, τῷ οὔνομα ἦν Σκίτων ἀνελέγετο καί οἱ χρῆμα πολλόν τι χρυσοῦ συνελέχθη.
[3.131.1] Ὁ δὲ Δημοκήδης οὗτος ὧδε ἐκ Κρότωνος ἀπιγμένος Πολυκράτεϊ ὡμίλησε· πατρὶ συνείχετο ἐν τῇ Κρότωνι ὀργὴν χαλεπῷ· τοῦτον ἐπείτε οὐκ ἐδύνατο φέρειν, ἀπολιπὼν οἴχετο ἐς Αἴγιναν. καταστὰς δὲ ἐς ταύτην πρώτῳ ἔτεϊ ὑπερεβάλετο τοὺς ἄλλους ἰητρούς, ἀσκευής περ ἐὼν καὶ ἔχων οὐδὲν τῶν ὅσα περὶ τὴν τέχνην ἐστὶ ἐργαλήια. [3.131.2] καί μιν δευτέρῳ ἔτεϊ ταλάντου Αἰγινῆται δημοσίῃ μισθοῦνται, τρίτῳ δὲ ἔτεϊ Ἀθηναῖοι ἑκατὸν μνέων, τετάρτῳ δὲ ἔτεϊ Πολυκράτης δυῶν ταλάντων. οὕτω μὲν ἀπίκετο ἐς τὴν Σάμον, καὶ ἀπὸ τούτου τοῦ ἀνδρὸς οὐκ ἥκιστα Κροτωνιῆται ἰητροὶ εὐδοκίμησαν· [3.131.3] [ἐγένετο γὰρ ὦν τοῦτο ὅτε πρῶτοι μὲν Κροτωνιῆται ἰητροὶ ἐλέγοντο ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα εἶναι, δεύτεροι δὲ Κυρηναῖοι. κατὰ τὸν αὐτὸν δὲ τοῦτον χρόνον καὶ Ἀργεῖοι ἤκουον μουσικὴν εἶναι Ἑλλήνων πρῶτοι]. [3.132.1] τότε δὴ ὁ Δημοκήδης ἐν τοῖσι Σούσοισι ἐξιησάμενος Δαρεῖον οἶκόν τε μέγιστον εἶχε καὶ ὁμοτράπεζος βασιλέϊ ἐγεγόνεε, πλήν τε ἑνός τοῦ ἐς Ἕλληνας ἀπιέναι πάντα τἆλλά οἱ παρῆν. [3.132.2] καὶ τοῦτο μὲν τοὺς Αἰγυπτίους ἰητρούς, οἳ βασιλέα πρότερον ἰῶντο, μέλλοντας ἀνασκολοπιεῖσθαι διότι ὑπὸ Ἕλληνος ἰητροῦ ἑσσώθησαν, τούτους βασιλέα παραιτησάμενος ἐρρύσατο· τοῦτο δὲ μάντιν Ἠλεῖον Πολυκράτεϊ ἐπισπόμενον καὶ ἀπημελημένον ἐν τοῖσι ἀνδραπόδοισι ἐρρύσατο. ἦν δὲ μέγιστον πρῆγμα Δημοκήδης παρὰ βασιλέϊ.

[3.129.1] Τους θησαυρούς του Οροίτη τούς μετέφεραν και τους πήγαν στα Σούσα, και δεν πέρασε πολύς καιρός όταν ο βασιλιάς Δαρείος, στο κυνήγι, πηδώντας από το άλογο, στραμπούλιξε το πόδι του: [3.129.2] το στραμπούληγμα ήταν κάπως σοβαρό, γιατί ο αστράγαλος βγήκε από την κλείδωση. Και μια που είχε κι από πριν γύρω του γιατρούς που ανάμεσα στους Αιγυπτίους τούς θεωρούσαν τους πρώτους στην ιατρική, ο Δαρείος χρησιμοποίησε αυτούς. Αυτοί όμως, στρεβλώνοντας και ζορίζοντας το πόδι, έκαναν μεγαλύτερο κακό. [3.129.3] Επτά ημέρες και επτά νύχτες ξαγρύπνησε ο Δαρείος από τον πόνο που ένιωθε, και την όγδοη ημέρα, ενώ είχε τα μαύρα του τα χάλια, κάποιος που είχε παλαιότερα, στις Σάρδεις ακόμη, ακούσει για την τέχνη του Κροτωνιάτη Δημοκήδη, πήγε και το είπε στον Δαρείο· κι αυτός πρόσταξε να του τον φέρουν όσο το δυνατόν συντομότερα. Τον ανακάλυψαν παραπεταμένον κάπου ανάμεσα στους δούλους του Οροίτη και τον έφεραν στον βασιλιά, έτσι όπως ήταν, ντυμένος με κουρέλια και σέρνοντας τα δεσμά του.
[3.130.1] Στάθηκε ο Δημοκήδης μπροστά στον Δαρείο και ο Δαρείος τον ρώτησε αν γνωρίζει την ιατρική· εκείνος αρνήθηκε από τον φόβο μήπως, αν φανερωθεί, στερηθεί για πάντα την Ελλάδα. [3.130.2] Ο Δαρείος το είδε καθαρά ότι ο άλλος προσπαθούσε να ξεφύγει, και πρόσταξε αυτούς που του είχαν πάει τον Δημοκήδη να φέρουν εκεί μαστίγια και σουβλιά. Τότε εκείνος φανερώνεται και λέει ότι δεν την ξέρει καλά την ιατρική, αλλά ότι είχε κάνει κοντά σε κάποιον γιατρό και έχει κάποια ιδέα. [3.130.3] Ο Δαρείος ωστόσο τον εμπιστεύθηκε, και ο Δημοκήδης, χρησιμοποιώντας ελληνικά φάρμακα και εφαρμόζοντας ήπια μέσα μετά τα ισχυρά, έκανε τον Δαρείο να μπορεί να κοιμάται, και σε λίγον καιρό τον γιάτρεψε εντελώς, ενώ εκείνος είχε πάψει πια να ελπίζει ότι το πόδι του θα γινόταν ποτέ καλά. [3.130.4] Τότε ο Δαρείος τού χάρισε δυο ζευγάρια χρυσές πέδες, κι εκείνος τον ρώτησε αν επίτηδες του ανταποδίδει διπλό το κακό επειδή τον γιάτρεψε. Του Δαρείου τού άρεσαν αυτά τα λόγια, και στέλνει τον Δημοκήδη στις γυναίκες του. Και οι ευνούχοι, καθώς τον περιέφεραν, έλεγαν στις γυναίκες ότι αυτός ήταν που είχε ξαναδώσει στον βασιλιά την υγεία του. [3.130.5] Τότε εκείνες, βουτώντας η καθεμιά ένα τάσι μέσα στην κασέλα με το χρυσάφι, χάρισαν στον Δημοκήδη τόσο πλούσια δώρα, ώστε ο υπηρέτης που τον ακολουθούσε, Σκίτων τ᾽ όνομά του, σηκώνοντας από κάτω τους στατήρες που έπεφταν από τα τάσια, μάζεψε άφθονα χρυσά νομίσματα.
[3.131.1] Νά τώρα πώς ο Δημοκήδης, που ερχόταν από τον Κρότωνα, σχετίστηκε με τον Πολυκράτη· στον Κρότωνα δεν τα πήγαινε καλά με τον πατέρα του που ήταν οξύθυμος. Επειδή δεν μπορούσε να τον υποφέρει, έφυγε και πήγε στην Αίγινα. Εγκαταστάθηκε εκεί, και μολονότι δεν ήταν εξοπλισμένος και δεν είχε κανένα από τα εργαλεία της ιατρικής, τον πρώτο κιόλας χρόνο ξεπέρασε τους άλλους γιατρούς. [3.131.2] Και τον δεύτερο χρόνο το δημόσιο στην Αίγινα του έδωσε μισθό ένα τάλαντο, τον τρίτο χρόνο οι Αθηναίοι τού έδωσαν εκατό μνες, και τον τέταρτο ο Πολυκράτης δύο τάλαντα. Έτσι έφτασε ο Δημοκήδης στη Σάμο, και δεν ήταν μικρό το όφελος που είδαν απ᾽ αυτόν τον άνθρωπο οι Κροτωνιάτες γιατροί· [3.131.3] γιατί πραγματικά, κάποτε έλεγαν ότι οι Κροτωνιάτες γιατροί ήταν οι πρώτοι στην Ελλάδα, και οι Κυρηναίοι δεύτεροι — την ίδια εποχή οι Αργείοι είχαν το όνομα ότι είναι οι πρώτοι από τους Έλληνες στη μουσική.
[3.132.1] Τότε λοιπόν στα Σούσα ο Δημοκήδης, αφού γιάτρεψε τον Δαρείο, απέκτησε μεγάλο σπίτι και έγινε ομοτράπεζος του βασιλιά, και είχε στη διάθεσή του όλα τα αγαθά εκτός από ένα, ότι δεν μπορούσε να γυρίσει στην Ελλάδα. [3.132.2] Και πρώτα παρακάλεσε τον βασιλιά και έσωσε τους Αιγυπτίους γιατρούς που τον κουράριζαν πρώτα και που ήταν να τους παλουκώσουν επειδή είχαν αποδειχθεί κατώτεροι από Έλληνα γιατρό, και ύστερα έσωσε τον Ηλείο μάντη του Πολυκράτη που ήταν παραπεταμένος ανάμεσα στους δούλους. Είχε μεγάλη δύναμη ο Δημοκήδης στον βασιλιά.