Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (3.83.1-3.86.2)

[3.83.1] Γνῶμαι μὲν δὴ τρεῖς αὗται προεκέατο, οἱ δὲ τέσσερες τῶν ἑπτὰ ἀνδρῶν προσέθεντο ταύτῃ. ὡς δὲ ἑσσώθη τῇ γνώμῃ ὁ Ὀτάνης Πέρσῃσι ἰσονομίην σπεύδων ποιῆσαι, ἔλεξε ἐς μέσον αὐτοῖσι τάδε· [3.83.2] Ἄνδρες στασιῶται, δῆλα γὰρ δὴ ὅτι δεῖ ἕνα γέ τινα ἡμέων βασιλέα γενέσθαι, ἤτοι κλήρῳ γε λαχόντα, ἢ ἐπιτρεψάντων τῷ Περσέων πλήθεϊ τὸν ἂν ἐκεῖνο ἕληται, ἢ ἄλλῃ τινὶ μηχανῇ· ἐγὼ μέν νυν ὑμῖν οὐκ ἐναγωνιεῦμαι· οὔτε γὰρ ἄρχειν οὔτε ἄρχεσθαι ἐθέλω· ἐπὶ τούτῳ δὲ ὑπεξίσταμαι τῆς ἀρχῆς, ἐπ᾽ ᾧ τε ὑπ᾽ οὐδενὸς ὑμέων ἄρξομαι, οὔτε αὐτὸς ἐγὼ οὔτε οἱ ἀπ᾽ ἐμεῦ αἰεὶ γινόμενοι. [3.83.3] τούτου εἴπαντος ταῦτα ὡς συνεχώρεον οἱ ἓξ ἐπὶ τούτοισι, οὗτος μὲν δή σφι οὐκ ἐνηγωνίζετο ἀλλ᾽ ἐκ μέσου κατῆστο. καὶ νῦν αὕτη ἡ οἰκίη διατελέει μούνη ἐλευθέρη ἐοῦσα Περσέων καὶ ἄρχεται τοσαῦτα ὅσα αὐτὴ θέλει, νόμους οὐκ ὑπερβαίνουσα τοὺς Περσέων. [3.84.1] οἱ δὲ λοιποὶ τῶν ἑπτὰ ἐβουλεύοντο ὡς βασιλέα δικαιότατα στήσονται. καί σφι ἔδοξε Ὀτάνῃ μὲν καὶ τοῖσι ἀπὸ Ὀτάνεω αἰεὶ γινομένοισι, ἢν ἐς ἄλλον τινὰ τῶν ἑπτὰ ἔλθῃ ἡ βασιληίη, ἐξαίρετα δίδοσθαι ἐσθῆτά τε Μηδικὴν ἔτεος ἑκάστου καὶ τὴν πᾶσαν δωρεὴν ἣ γίνεται ἐν Πέρσῃσι τιμιωτάτη. τοῦδε δὲ εἵνεκεν ἐβούλευσάν οἱ δίδοσθαι ταῦτα, ὅτι ἐβούλευσέ τε πρῶτος τὸ πρῆγμα καὶ συνέστησε αὐτούς. [3.84.2] ταῦτα μὲν δὴ Ὀτάνῃ ἐξαίρετα, τάδε δὲ ἐς τὸ κοινὸν ἐβούλευσαν, παριέναι ἐς τὰ βασιλήια πάντα τὸν βουλόμενον τῶν ἑπτὰ ἄνευ ἐσαγγελέος, ἢν μὴ τυγχάνῃ εὕδων μετὰ γυναικὸς βασιλεύς, γαμέειν δὲ μὴ ἐξεῖναι ἄλλοθεν τῷ βασιλέϊ ἢ ἐκ τῶν συνεπαναστάντων. [3.84.3] περὶ δὲ τῆς βασιληίης ἐβούλευσαν τοιόνδε· ὅτεο ἂν ὁ ἵππος ἡλίου ἐπανατείλλαντος πρῶτος φθέγξηται ἐν τῷ προαστίῳ αὐτῶν ἐπιβεβηκότων, τοῦτον ἔχειν τὴν βασιληίην.
[3.85.1] Δαρείῳ δὲ ἦν ἱπποκόμος ἀνὴρ σοφός, τῷ οὔνομα ἦν Οἰβάρης. πρὸς τοῦτον τὸν ἄνδρα, ἐπείτε διελύθησαν, ἔλεξε Δαρεῖος τάδε· Οἴβαρες, ἡμῖν δέδοκται περὶ τῆς βασιληίης ποιέειν κατὰ τάδε· ὅτευ ἂν ὁ ἵππος πρῶτος φθέγξηται ἅμα τῷ ἡλίῳ ἀνιόντι αὐτῶν ἐπαναβεβηκότων, τοῦτον ἔχειν τὴν βασιληίην. νῦν ὦν εἴ τινα ἔχεις σοφίην, μηχανῶ ὡς ἂν ἡμεῖς σχῶμεν τοῦτο τὸ γέρας καὶ μὴ ἄλλος τις. [3.85.2] ἀμείβεται Οἰβάρης τοισίδε· Εἰ μὲν δή, ὦ δέσποτα, ἐν τούτῳ τοί ἐστι ἢ βασιλέα εἶναι ἢ μή, θάρσει τούτου εἵνεκεν καὶ θυμὸν ἔχε ἀγαθόν, ὡς βασιλεὺς οὐδεὶς ἄλλος πρὸ σεῦ ἔσται· τοιαῦτα ἔχω φάρμακα. λέγει Δαρεῖος· Εἰ τοίνυν τι τοιοῦτον ἔχεις σόφισμα, ὥρη μηχανᾶσθαι καὶ μὴ ἀναβάλλεσθαι, ὡς τῆς ἐπιούσης ἡμέρης ὁ ἀγὼν ἡμῖν ἔσται. [3.85.3] ἀκούσας ταῦτα ὁ Οἰβάρης ποιέει τοιόνδε· ὡς ἐγίνετο ἡ νύξ, τῶν θηλέων ἵππων μίαν, τὴν ὁ Δαρείου ἵππος ἔστεργε μάλιστα, ταύτην ἀγαγὼν ἐς τὸ προάστιον κατέδησε καὶ ἐπήγαγε τὸν Δαρείου ἵππον καὶ τὰ μὲν πολλὰ περιῆγε ἀγχοῦ τῇ ἵππῳ, ἐγχρίμπτων τῇ θηλέῃ, τέλος δὲ ἐπῆκε ὀχεῦσαι τὸν ἵππον. [3.86.1] ἅμ᾽ ἡμέρῃ δὲ διαφωσκούσῃ οἱ ἓξ κατὰ συνεθήκαντο παρῆσαν ἐπὶ τῶν ἵππων· διεξελαυνόντων δὲ κατὰ τὸ προάστιον, ὡς κατὰ τοῦτο τὸ χωρίον ἐγίνοντο ἵνα τῆς παροιχομένης νυκτὸς κατεδέδετο ἡ θήλεα ἵππος, ἐνθαῦτα ὁ Δαρείου ἵππος προσδραμὼν ἐχρεμέτισε. [3.86.2] ἅμα δὲ τῷ ἵππῳ τοῦτο ποιήσαντι ἀστραπὴ ἐξ αἰθρίης καὶ βροντὴ ἐγένετο. ἐπιγενόμενα δὲ ταῦτα τῷ Δαρείῳ ἐτελέωσέ μιν ὥσπερ ἐκ συνθέτου τευ γενόμενα· οἱ δὲ καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων προσεκύνεον τὸν Δαρεῖον.

[3.83.1] Προτάθηκαν λοιπόν οι τρεις αυτές γνώμες, και από τους επτά άνδρες οι τέσσερις τάχθηκαν με την τελευταία. Ο Οτάνης ωστόσο, που είχε επιδιώξει να δώσει στους Πέρσες την ισονομία, όταν η γνώμη του απορρίφθηκε, είπε σε όλους τους άλλους: [3.83.2] «Σύντροφοι επαναστάτες, είναι πλέον φανερό ότι ένας από εμάς πρέπει να γίνει βασιλιάς, είτε όποιος βγει με κλήρο είτε να αναθέσουμε στον περσικό λαό να τον διαλέξει αυτός είτε με κάποιον άλλον τρόπο· εγώ πάντως δεν θα διαγωνιστώ μαζί σας· γιατί ούτε να κυβερνάω θέλω ούτε να με κυβερνούν· παραιτούμαι λοιπόν από κάθε αξίωση στην εξουσία, αλλά με τούτον τον όρο, ότι κανένας από εσάς δεν θα με εξουσιάζει, ούτε εμένα τον ίδιο ούτε κανέναν από τους απογόνους μου». [3.83.3] Αυτά είπε ο Οτάνης, και οι άλλοι έξι τα δέχτηκαν, και τότε αυτός δεν διαγωνίστηκε μαζί τους αλλά έφυγε από τη μέση. Και ώς τα σήμερα η οικογένεια αυτή είναι ελεύθερη, η μόνη ανάμεσα στους Πέρσες, και υπακούει στην εξουσία μόνο όσο θέλει η ίδια, εφόσον βέβαια δεν παραβαίνει τους νόμους των Περσών.
[3.84.1] Όσο για τους υπόλοιπους από τους επτά, κάθισαν να σκεφτούν ποιός ήταν ο πιο δίκαιος τρόπος για να αναδείξουν βασιλιά. Και αποφάσισαν, αν η βασιλεία έπεφτε σε κάποιον άλλον από τους επτά, να δίνονται κάθε χρόνο στον Οτάνη και στους απογόνους του κατά σειρά, σαν διάκριση, μια μηδική εσθήτα, καθώς και όλα τα δώρα που θεωρούνται τιμητικότατα ανάμεσα στους Πέρσες. Και ο λόγος που αποφάσισαν να του δίνονται αυτά τα πράγματα ήταν ότι πρώτος αυτός σκέφτηκε την υπόθεση και ένωσε και τους άλλους. [3.84.2] Αυτή λοιπόν η ειδική διάκριση έγινε στον Οτάνη, ενώ για όλους μαζί αποφάσισαν τα εξής: να μπορεί όποιος θέλει από τους επτά να μπαίνει στο παλάτι χωρίς να αναγγέλλεται, εκτός αν τύχαινε να κοιμάται ο βασιλιάς με γυναίκα, και να μην επιτρέπεται στον βασιλιά να παίρνει γυναίκα έξω από τις οικογένειες των συντρόφων του στην επανάσταση. [3.84.3] Όσο για την ίδια τη βασιλεία, αποφάσισαν τα εξής: θα καβαλίκευαν και θα έβγαιναν από την πόλη, και εκείνος που το άλογό του θα χρεμέτιζε πρώτο με την ανατολή του ήλιου, αυτός θα έπαιρνε το βασιλίκι.
[3.85.1] Είχε λοιπόν ο Δαρείος έναν ιπποκόμο που ήταν σοφός άνθρωπος, Οιβάρης τ᾽ όνομά του· και στον άνθρωπο αυτόν, όταν έληξε η σύσκεψη, ο Δαρείος είπε τα εξής: «Οιβάρη, σχετικά με τη βασιλεία αποφασίσαμε να κάνουμε τα ακόλουθα: θα καβαλικέψουμε τα άλογά μας, και εκείνος που το άλογό του θα χρεμετίσει πρώτο μόλις βγει ο ήλιος, αυτός θα πάρει τη βασιλεία. Τώρα λοιπόν αν έχεις καμιά σοφή ιδέα, κανόνισέ τα να πάρουμε εμείς αυτό το βραβείο και όχι κανένας άλλος». [3.85.2] Και ο Οιβάρης απαντά με τούτα τα λόγια: «Κύριέ μου, αν εξαρτάται απ᾽ αυτό να γίνεις ή να μη γίνεις βασιλιάς, πάρε θάρρος όσο γι᾽ αυτό και ξένοιασε, γιατί βασιλιάς πριν από σένα κανένας άλλος δεν θα γίνει· τέτοια κόλπα τα κατέχω εγώ». Του λέει ο Δαρείος: «Αν έχεις πράγματι κανένα τέτοιο τέχνασμα, είναι ώρα να το βάλεις σ᾽ ενέργεια, χωρίς αναβολή, γιατί ο διαγωνισμός μας θα γίνει αύριο κιόλας». [3.85.3] Όταν τ᾽ άκουσε αυτά ο Οιβάρης, κάνει το εξής: μόλις νύχτωσε, πήρε μια από τις φοράδες, που το άλογο του Δαρείου πολύ την ορεγόταν, την πήγε στο προάστιο και την έδεσε· ύστερα έφερε εκεί και το άλογο του Δαρείου και το έβαλε να γυροφέρει τη φοράδα πολλές φορές, κοντά κοντά, ώστε να τρίβεται πάνω στη θηλυκιά, και τέλος άφησε το άλογο να τη βατέψει.
[3.86.1] Μόλις λοιπόν η μέρα πήρε να χαράζει, οι έξι, όπως είχαν συμφωνήσει, έφτασαν πάνω στ᾽ άλογά τους· και καθώς περνούσαν από το προάστιο, έφτασαν στο σημείο όπου την προηγούμενη νύχτα ήταν δεμένη η φοράδα, και τότε το άλογο του Δαρείου έτρεξε κατά κει χρεμετίζοντας. [3.86.2] Ταυτόχρονα, όπως το άλογο έκανε αυτό το πράγμα, ενώ ήταν αίθριος ο καιρός, άστραψε και βρόντησε. Όλα αυτά λοιπόν τα συμβάντα που έγιναν με τον Δαρείο, ήταν σαν από σκοπού συμφωνημένα, και απέδειξαν ότι αυτός ήταν ο τέλειος· οι άλλοι τότε ξεπέζεψαν από τ᾽ άλογά τους και προσκύνησαν τον Δαρείο.