Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (2.71.1-2.76.3)

[2.71.1] Οἱ δὲ ἵπποι οἱ ποτάμιοι νομῷ μὲν τῷ Παπρημίτῃ ἱροί εἰσι, τοῖσι δὲ ἄλλοισι Αἰγυπτίοισι οὐκ ἱροί. φύσιν δὲ παρέχονται ἰδέης τοιήνδε· τετράπουν ἐστί, δίχηλον, ὁπλαὶ βοός, σιμόν, λοφιὴν ἔχον ἵππου, χαυλιόδοντας φαῖνον, οὐρὴν ἵππου καὶ φωνήν, μέγαθος ὅσον τε βοῦς ὁ μέγιστος. τὸ δέρμα δ᾽ αὐτοῦ οὕτω δή τι παχύ ἐστι ὥστε αὔου γενομένου ξυστὰ ποιέεσθαι [ἀκόντια] ἐξ αὐτοῦ.
[2.72.1] Γίνονται δὲ καὶ ἐνύδριες ἐν τῷ ποταμῷ, τὰς ἱρὰς ἥγηνται εἶναι. νομίζουσι δὲ καὶ τῶν ἰχθύων τὸν καλεόμενον λεπιδωτὸν ἱρὸν εἶναι καὶ τὴν ἔγχελυν. ἱροὺς δὲ τούτους τοῦ Νείλου φασὶ εἶναι, καὶ τῶν ὀρνίθων τοὺς χηναλώπεκας.
[2.73.1] Ἔστι δὲ καὶ ἄλλος ὄρνις ἱρός, τῷ οὔνομα φοῖνιξ. ἐγὼ μέν μιν οὐκ εἶδον εἰ μὴ ὅσον γραφῇ· καὶ γὰρ δὴ καὶ σπάνιος ἐπιφοιτᾷ σφι δι᾽ ἐτέων, ὡς Ἡλιοπολῖται λέγουσι, πεντακοσίων. [2.73.2] φοιτᾶν δὲ τότε φασὶ ἐπεάν οἱ ἀποθάνῃ ὁ πατήρ. ἔστι δέ, εἰ τῇ γραφῇ παρόμοιος, τοσόσδε καὶ τοιόσδε· τὰ μὲν αὐτοῦ χρυσόκομα τῶν πτερῶν, τὰ δὲ ἐρυθρά. ἐς τὰ μάλιστα αἰετῷ περιήγησιν ὁμοιότατος καὶ τὸ μέγαθος. [2.73.3] τοῦτον δὲ λέγουσι μηχανᾶσθαι τάδε, ἐμοὶ μὲν οὐ πιστὰ λέγοντες, ἐξ Ἀραβίης ὁρμώμενον ἐς τὸ ἱρὸν τοῦ Ἡλίου κομίζειν τὸν πατέρα ἐν σμύρνῃ ἐμπλάσσοντα καὶ θάπτειν ἐν τοῦ Ἡλίου τῷ ἱρῷ· [2.73.4] κομίζειν δὲ οὕτω· πρῶτον τῆς σμύρνης ᾠὸν πλάσσειν ὅσον [τε] δυνατός ἐστι φέρειν, μετὰ δὲ πειρᾶσθαι αὐτὸ φορέοντα, ἐπεὰν δὲ ἀποπειρηθῇ, οὕτω δὴ κοιλήναντα τὸ ᾠὸν τὸν πατέρα ἐς αὐτὸ ἐντιθέναι, σμύρνῃ δὲ ἄλλῃ ἐμπλάσσειν τοῦτο κατ᾽ ὅ τι τοῦ ᾠοῦ ἐκκοιλήνας ἐνέθηκε τὸν πατέρα, ἐγκειμένου δὲ τοῦ πατρὸς γίνεσθαι τὠυτὸ βάρος, ἐμπλάσαντα δὲ κομίζειν μιν ἐπ᾽ Αἰγύπτου ἐς τοῦ Ἡλίου τὸ ἱρόν. ταῦτα μὲν τοῦτον τὸν ὄρνιν λέγουσι ποιέειν.
[2.74.1] Εἰσὶ δὲ περὶ Θήβας ἱροὶ ὄφιες, ἀνθρώπων οὐδαμῶς δηλήμονες, οἳ μεγάθεϊ ἐόντες σμικροὶ δύο κέρεα φορέουσι πεφυκότα ἐξ ἄκρης τῆς κεφαλῆς, τοὺς θάπτουσι ἀποθανόντας ἐν τῷ ἱρῷ τοῦ Διός· τούτου γάρ σφεας τοῦ θεοῦ φασι εἶναι ἱρούς.
[2.75.1] Ἔστι δὲ χῶρος τῆς Ἀραβίης κατὰ Βουτοῦν πόλιν μάλιστά κῃ κείμενος, καὶ ἐς τοῦτο τὸ χωρίον ἦλθον πυνθανόμενος περὶ τῶν πτερωτῶν ὀφίων. ἀπικόμενος δὲ εἶδον ὀστέα ὀφίων καὶ ἀκάνθας πλήθεϊ μὲν ἀδύνατα ἀπηγήσασθαι, σωροὶ δὲ ἦσαν ἀκανθέων καὶ μεγάλοι καὶ ὑποδεέστεροι καὶ ἐλάσσονες ἔτι τούτων, πολλοὶ δὲ ἦσαν οὗτοι. [2.75.2] ἔστι δὲ ὁ χῶρος οὗτος, ἐν τῷ αἱ ἄκανθαι κατακεχύαται, τοιόσδε τις· ἐσβολὴ ἐξ ὀρέων στεινῶν ἐς πεδίον μέγα, τὸ δὲ πεδίον τοῦτο συνάπτει τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ. [2.75.3] λόγος δέ ἐστι ἅμα τῷ ἔαρι πτερωτοὺς ὄφις ἐκ τῆς Ἀραβίης πέτεσθαι ἐπ᾽ Αἰγύπτου, τὰς δὲ ἴβις τὰς ὄρνιθας ἀπαντώσας ἐς τὴν ἐσβολὴν ταύτης τῆς χώρης οὐ παριέναι τοὺς ὄφις ἀλλὰ κατακτείνειν. [2.75.4] καὶ τὴν ἶβιν διὰ τοῦτο τὸ ἔργον τετιμῆσθαι λέγουσι Ἀράβιοι μεγάλως πρὸς Αἰγυπτίων· ὁμολογέουσι δὲ καὶ Αἰγύπτιοι διὰ ταῦτα τιμᾶν τὰς ὄρνιθας ταύτας. [2.76.1] εἶδος δὲ τῆς μὲν ἴβιος τόδε· μέλαινα δεινῶς πᾶσα, σκέλεα δὲ φορέει γεράνου, πρόσωπον δὲ ἐς τὰ μάλιστα ἐπίγρυπον, μέγαθος ὅσον κρέξ. τῶν μὲν δὴ μελαινέων τῶν μαχομένων πρὸς τοὺς ὄφις ἥδε ἰδέη, τῶν δ᾽ ἐν ποσὶ μᾶλλον εἱλευμένων τοῖσι ἀνθρώποισι (διξαὶ γὰρ δή εἰσι ἴβιες) ἥδε· [2.76.2] ψιλὴ τὴν κεφαλὴν καὶ τὴν δειρὴν πᾶσαν, λευκὴ πτεροῖσι πλὴν κεφαλῆς καὶ [τοῦ] αὐχένος καὶ ἄκρων τῶν πτερύγων καὶ τοῦ πυγαίου ἄκρου (ταῦτα δὲ τὰ εἶπον πάντα μέλαινά ἐστι δεινῶς), σκέλεα δὲ καὶ πρόσωπον ἐμφερὴς τῇ ἑτέρῃ. [2.76.3] τοῦ δὲ ὄφιος ἡ μορφὴ οἵη περ τῶν ὕδρων. πτίλα δὲ οὐ πτερωτὰ φορέει, ἀλλὰ τοῖσι τῆς νυκτερίδος πτεροῖσι μάλιστά κῃ ἐμφερέστατα. τοσαῦτα μὲν θηρίων πέρι ἱρῶν εἰρήσθω.

[2.71.1] Οι ιπποπόταμοι είναι ιεροί στον Παπρημίτη νομό, αλλά για τους άλλους Αιγυπτίους δεν είναι ιεροί. Όσο για την εξωτερική τους εμφάνιση, είναι ως εξής: ο ιπποπόταμος είναι ζώο τετράποδο, δίχηλο, με οπλές σαν του βοδιού, με πλακουτσή μύτη, με πεταχτούς χαυλιόδοντες, με ουρά και φωνή σαν του αλόγου και με μέγεθος σαν ενός μεγάλου βοδιού. Το δέρμα του είναι τόσο χοντρό ώστε το ξεραίνουν και φτιάχνουν από αυτό στειλιάρια για ακόντια.
[2.72.1] Ζουν επίσης βίδρες στον ποταμό, που οι Αιγύπτιοι θεωρούν ότι είναι ιερές. Από τα ψάρια πάλι θεωρούν ότι είναι ιερά το λεγόμενο λεπιδωτό και το χέλι, που λένε ότι είναι αφιερωμένοι στον Νείλο, και από τα πουλιά οι χηναλεπούδες.
[2.73.1] Υπάρχει και άλλο ένα ιερό πουλί, που τ᾽ όνομά του είναι φοίνιξ. Εγώ δεν το έχω δει παρά μόνο ζωγραφιστό· άλλωστε, σπάνια πηγαίνει εκεί: κάθε πεντακόσια χρόνια, λένε οι Ηλιουπολίτες. [2.73.2] Και πηγαίνει, λένε, όταν πεθάνει ο πατέρας του. Όσο για το μέγεθος και την εμφάνισή του, αν βέβαια ο φοίνιξ είναι όπως στις ζωγραφιές, είναι ως εξής: τα φτερά του είναι άλλα χρυσωπά, άλλα κόκκινα. Στην εμφάνιση και το μέγεθος μοιάζει πολύ με τον αετό. [2.73.3] Και λένε γι᾽ αυτόν ότι κάνει τούτα τα πράγματα, αλλά εγώ δεν πιστεύω τα όσα λένε: ότι ξεκινάει από την Αραβία φέρνοντας στο ιερό του Ηλίου τον πατέρα του τυλιγμένο μέσα σε σμύρνα και τον θάβει στο ιερό του Ηλίου· [2.73.4] και τον φέρνει με τον εξής τρόπο: πρώτα πρώτα φτιάχνει από σμύρνα ένα αυγό τόσο βαρύ όσο να μπορεί να το σηκώσει, και ύστερα κάνει τη δοκιμή, να το σηκώσει δηλαδή, και άμα κάνει τη δοκιμή, σχηματίζει στο αυγό ένα κοίλωμα, βάζει μέσα σ᾽ αυτό τον πατέρα του, γεμίζει με άλλη σμύρνα το κοίλωμα που έκανε στο αυγό και όπου έβαλε τον πατέρα του, οπότε, με τον πατέρα μέσα, το βάρος είναι το ίδιο, και αφού τον συσκευάσει έτσι τον πατέρα του, τον πηγαίνει στην Αίγυπτο, στο ιερό του Ηλίου. Αυτά λένε ότι κάνει τούτο το ιερό πουλί.
[2.74.1] Στην περιοχή της Θήβας υπάρχουν κάτι ιερά φίδια που δεν κάνουν καθόλου κακό στους ανθρώπους, μικρά στο μέγεθος, με δύο κέρατα φυτρωμένα στην άκρη του κεφαλιού τους, και αυτά τα φίδια, όταν ψοφήσουν, τα θάβουν στο ιερό του Δία· γιατί σ᾽ αυτόν τον Θεό είναι, λένε, αφιερωμένα.
[2.75.1] Απέναντι στην πόλη Βουτού, πολύ κοντά, βρίσκεται μια περιοχή της Αραβίας, και στην περιοχή αυτή πήγα για να πάρω πληροφορίες για τα φτερωτά φίδια. Όταν έφτασα λοιπόν εκεί είδα κόκαλα φιδιών και ραχοκοκαλιές τόσα πολλά που δεν περιγράφεται· υπήρχαν σωροί από ραχοκοκαλιές μεγάλοι, μικροί και μικρότεροι από τούτους, πολλοί και αυτοί. [2.75.2] Ο τόπος αυτός, όπου βρίσκονται σκορπισμένες οι ραχοκοκαλιές, είναι ως εξής: είναι ένα πέρασμα από ορεινές κλεισούρες σε μια μεγάλη πεδιάδα, και η πεδιάδα αυτή ενώνεται με την πεδιάδα της Αιγύπτου. [2.75.3] Λέγεται λοιπόν ότι την άνοιξη ξεκινούν από την Αραβία για την Αίγυπτο πετώντας φίδια φτερωτά, αλλά τα πουλιά ίβιδες ανταμώνουν τα φίδια στο πέρασμα αυτής της περιοχής και δεν τ᾽ αφήνουν να περάσουν, μόνο τα σκοτώνουν. [2.75.4] Οι Άραβες λένε ότι γι᾽ αυτό το έργο της οι Αιγύπτιοι τιμούν την ίβιδα τόσο πολύ· και οι Αιγύπτιοι συμφωνούν ότι γι᾽ αυτό τιμούν τούτα τα πουλιά.
[2.76.1] Όσο για την εμφάνισή της, η ίβιδα είναι ως εξής: είναι όλη κατάμαυρη, έχει πόδια σαν του γερανού, ράμφος εξαιρετικά γρυπό, και το μέγεθός της είναι σαν του ορτυκοσούρτη· αυτήν την εμφάνιση όμως την έχουν οι μαύρες ίβιδες, αυτές που πολεμούν τα φίδια, ενώ εκείνες που μπερδεύονται αδιάκοπα μέσα στα πόδια των ανθρώπων (γιατί υπάρχουν βέβαια δύο ειδών ίβιδες), έχουν την εξής εμφάνιση: [2.76.2] έχουν γυμνό όλο το κεφάλι και τον λαιμό, έχουν άσπρα φτερά, με εξαίρεση το κεφάλι, τον λαιμό, την άκρη από τις φτερούγες τους και την άκρη της ουράς (όλα τούτα που είπα είναι κατάμαυρα), ενώ στα πόδια και στο ράμφος μοιάζουν με την άλλη ίβιδα. [2.76.3] Όσο για την μορφή των φιδιών, είναι σαν της νεροφίδας. Τα φτερά τους δεν έχουν πούπουλα αλλά μοιάζουν πολύ με της νυχτερίδας. Αρκετά όμως είπα για τα ιερά ζώα.