Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (2.68.1-2.70.2)

[2.68.1] Τῶν δὲ κροκοδείλων φύσις ἐστὶ τοιήδε· τοὺς χειμεριωτάτους μῆνας τέσσερας ἐσθίει οὐδέν, ἐὸν δὲ τετράπουν χερσαῖον καὶ λιμναῖόν ἐστι· τίκτει μὲν γὰρ ᾠὰ ἐν γῇ καὶ ἐκλέπει καὶ τὸ πολλὸν τῆς ἡμέρης διατρίβει ἐν τῷ ξηρῷ, τὴν δὲ νύκτα πᾶσαν ἐν τῷ ποταμῷ· θερμότερον γὰρ δή ἐστι τὸ ὕδωρ τῆς τε αἰθρίης καὶ τῆς δρόσου. [2.68.2] πάντων δὲ τῶν ἡμεῖς ἴδμεν θνητῶν τοῦτο ἐξ ἐλαχίστου μέγιστον γίνεται· τὰ μὲν γὰρ ᾠὰ χηνέων οὐ πολλῷ μέζονα τίκτει, καὶ ὁ νεοσσὸς κατὰ λόγον τοῦ ᾠοῦ γίνεται, αὐξανόμενος δὲ γίνεται καὶ ἐς ἑπτακαίδεκα πήχεας καὶ μέζων ἔτι. [2.68.3] ἔχει δὲ ὀφθαλμοὺς μὲν ὑός, ὀδόντας δὲ μεγάλους καὶ χαυλιόδοντας [κατὰ λόγον] τοῦ σώματος. γλῶσσαν δὲ μοῦνον θηρίων οὐκ ἔφυσε. οὐδὲ κινέει τὴν κάτω γνάθον, ἀλλὰ καὶ τοῦτο μοῦνον θηρίων τὴν ἄνω γνάθον προσάγει τῇ κάτω. [2.68.4] ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν ἄρρηκτον ἐπὶ τοῦ νώτου. τυφλὸν δὲ ἐν ὕδατι, ἐν δὲ τῇ αἰθρίῃ ὀξυδερκέστατον. ἅτε δὴ ὦν ἐν ὕδατι δίαιταν ποιεύμενον, τὸ στόμα ἔνδοθεν φορέει πᾶν μεστὸν βδελλέων. τὰ μὲν δὴ ἄλλα ὄρνεα καὶ θηρία φεύγει μιν, ὁ δὲ τροχίλος εἰρηναῖόν οἵ ἐστι, ἅτε ὠφελεομένῳ πρὸς αὐτοῦ· [2.68.5] ἐπεὰν γὰρ ἐς τὴν γῆν ἐκβῇ ἐκ τοῦ ὕδατος ὁ κροκόδειλος καὶ ἔπειτα χάνῃ (ἔωθε γὰρ τοῦτο ὡς τὸ ἐπίπαν ποιέειν πρὸς τὸν ζέφυρον), ἐνθαῦτα ὁ τροχίλος ἐσδύνων ἐς τὸ στόμα αὐτοῦ καταπίνει τὰς βδέλλας· ὁ δὲ ὠφελεόμενος ἥδεται καὶ οὐδὲν σίνεται τὸν τροχίλον. [2.69.1] τοῖσι μὲν δὴ τῶν Αἰγυπτίων ἱροί εἰσι οἱ κροκόδειλοι, τοῖσι δὲ οὔ, ἀλλ᾽ ἅτε πολεμίους περιέπουσι. οἱ δὲ περί τε Θήβας καὶ τὴν Μοίριος λίμνην οἰκέοντες καὶ κάρτα ἥγηνται αὐτοὺς εἶναι ἱρούς. [2.69.2] ἐκ πάντων δὲ ἕνα ἑκάτεροι τρέφουσι κροκόδειλον, δεδιδαγμένον εἶναι χειροήθεα, ἀρτήματά τε λίθινα χυτὰ καὶ χρύσεα ἐς τὰ ὦτα ἐσθέντες καὶ ἀμφιδέας περὶ τοὺς ἐμπροσθίους πόδας καὶ σιτία ἀποτακτὰ διδόντες καὶ ἱρήια καὶ περιέποντες ὡς κάλλιστα ζῶντας· ἀποθανόντας δὲ ταριχεύσαντες θάπτουσι ἐν ἱρῇσι θήκῃσι. [2.69.3] οἱ δὲ περὶ Ἐλεφαντίνην πόλιν οἰκέοντες καὶ ἐσθίουσι αὐτούς, οὐκ ἡγεόμενοι ἱροὺς εἶναι. καλέονται δὲ οὐ κροκόδειλοι ἀλλὰ χάμψαι. κροκοδείλους δὲ Ἴωνες ὠνόμασαν, εἰκάζοντες αὐτῶν τὰ εἴδεα τοῖσι παρὰ σφίσι γινομένοισι κροκοδείλοισι τοῖσι ἐν τῇσι αἱμασιῇσι. [2.70.1] ἄγραι δέ σφεων πολλαὶ κατεστᾶσι καὶ παντοῖαι· ἣ δ᾽ ὦν ἐμοὶ δοκέει ἀξιωτάτη ἀπηγήσιος εἶναι, ταύτην γράφω. ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετίει ἐς μέσον τὸν ποταμόν, αὐτὸς δὲ ἐπὶ τοῦ χείλεος τοῦ ποταμοῦ ἔχων δέλφακα ζωὴν ταύτην τύπτει. [2.70.2] ἐπακούσας δὲ τῆς φωνῆς ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει· οἱ δὲ ἕλκουσι. ἐπεὰν δὲ ἐξελκυσθῇ ἐς γῆν, πρῶτον ἁπάντων ὁ θηρευτὴς πηλῷ κατ᾽ ὦν ἔπλασε αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς· τοῦτο δὲ ποιήσας κάρτα εὐπετέως τὰ λοιπὰ χειροῦται, μὴ δὲ τοῦτο ποιήσας, σὺν πόνῳ.

[2.68.1] Των κροκοδείλων τώρα η φύση είναι η εξής: τους τέσσερις βαρύτερους μήνες του χειμώνα ο κροκόδειλος δεν τρώει τίποτε· είναι τετράποδο αλλά ζει και στην ξηρά και στις λίμνες· τα αυγά του τα γεννάει και τα εκκολάπτει στη στεριά, και το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας το περνάει στην ξηρά, αλλά όλη τη νύχτα μένει μέσα στον ποταμό, γιατί το νερό του είναι πιο ζεστό απ᾽ ό,τι ο αέρας και η δροσιά. [2.68.2] Απ᾽ όλα τα θνητά πλάσματα που γνωρίζουμε, ο κροκόδειλος είναι το μόνο που από τόσο μικρό στην αρχή γίνεται ύστερα τόσο μεγάλο· γιατί τα αυγά του, όταν τα γεννάει, δεν είναι πολύ μεγαλύτερα από της χήνας, και το κροκοδειλάκι, όταν βγαίνει, έχει μέγεθος ανάλογο με του αυγού· μεγαλώνοντας όμως ο κροκόδειλος μπορεί να γίνει ακόμη και δεκαεπτά πήχες, ή και μεγαλύτερος. [2.68.3] Έχει μάτια χοίρου, δόντια μεγάλα και χαυλιόδοντες ανάλογους με το σώμα του. Είναι το μόνο ζώο που δεν έχει γλώσσα. Και δεν κουνάει την κάτω σιαγόνα του, αλλά φέρνει την επάνω προς την κάτω, και είναι και σε τούτο επίσης το μόνο ζώο. [2.68.4] Έχει δυνατά νύχια και δέρμα λεπιδωτό στη ράχη και αδιαπέραστο. Μέσα στο νερό ο κροκόδειλος είναι τυφλός, αλλά έξω έχει οξύτατη όραση. Δεδομένου ότι ζει μέσα στο νερό, έχει το εσωτερικό του στόματός του γεμάτο βδέλλες. Και ενώ τα άλλα πουλιά και ζώα φεύγουν μπροστά στον κροκόδειλο, ο τροχίλος έχει ειρήνη μαζί του, δεδομένου ότι ο κροκόδειλος έχει όφελος από αυτόν· [2.68.5] γιατί όταν ο κροκόδειλος βγαίνει στη στεριά και χάσκει έπειτα με ορθάνοικτο το στόμα του (πράγμα που συνηθίζει πάντοτε να το κάνει στραμμένος προς τον ζέφυρο), τότε ο τροχίλος πηγαίνει και χώνεται μέσα στο στόμα του και καταπίνει τις βδέλλες· ο κροκόδειλος λοιπόν έχει όφελος, ευχαριστιέται και δεν κάνει κακό στον τροχίλο.
[2.69.1] Μεταξύ των Αιγυπτίων άλλοι θεωρούν τους κροκοδείλους ιερούς, άλλοι όχι, και μάλιστα τους βλέπουν σαν εχθρούς. Ιδιαίτερα ιερούς θεωρούν τους κροκοδείλους αυτοί που κατοικούν στη Θήβα και γύρω στη λίμνη Μοίριδα. [2.69.2] Οι δύο αυτοί τόποι τρέφουν ο καθένας τους από έναν κροκόδειλο που τον έχουν γυμνάσει και είναι ήμερος· του κρεμούν στα αυτιά σκουλαρίκια γυάλινα και χρυσά, του φορούν κρικέλια στα μπροστινά του πόδια, του δίνουν ειδική τροφή και σφάγια ιερά, και όσο ζουν αυτοί οι κροκόδειλοι, τους περιποιούνται άριστα· και όταν ψοφήσουν τους θάβουν σε ιερούς τάφους. [2.69.3] Αλλά όσοι κατοικούν στην περιοχή της πόλης Ελεφαντίνης, τους τρώνε κιόλας τους κροκόδειλους, γιατί δεν τους θεωρούν ιερούς. Και δεν τους λένε κροκόδειλους οι Αιγύπτιοι αλλά χάμψες. Κροκόδειλους τους ονομάζουν οι Ίωνες λόγω της ομοιότητάς τους με τους κροκόδειλους που έχουν αυτοί στις ξερολιθιές.
[2.70.1] Τους κροκοδείλους τούς πιάνουν με πολλούς και διάφορους τρόπους. Θα γράψω γι᾽ αυτόν που εμένα τουλάχιστον μου φαίνεται ότι αξίζει περισσότερο να αναφερθεί. Δολώνουν το αγκίστρι με σπάλα από γουρουνόπουλο, το ρίχνουν στη μέση του ποταμού και πάνε και κάθονται στην όχθη έχοντας κοντά τους ένα ζωντανό γουρουνόπουλο που το χτυπάνε. [2.70.2] Ακούει τις φωνές ο κροκόδειλος, τρέχει προς τις φωνές, πέφτει πάνω στη σπάλα, την καταπίνει και τον τραβάνε έξω. Μόλις λοιπόν τον τραβήξουν στη στεριά, πρώτα απ᾽ όλα ο κυνηγός τού σκεπάζει τα μάτια με λάσπη· αν το κάνει αυτό, όλα τα άλλα γίνονται εύκολα, αν όμως δεν το κάνει, θα κοπιάσει πολύ.